Οι πρώτες φράσεις στο πρώτο κεφάλαιο του µυθιστορήµατος Φόνος στο κιµπούτς της Μπάτυα Γκουρ δείχνουν την πλαστή, όπως αποδεικνύεται εκ των υστέρων, ειδυλλιακή κατάσταση που επικρατεί σε ένα σοσιαλιστικού τύπου κοινόβιο (κιµπούτς) στο Ισραήλ. Διαβάζουµε για δεµάτια σανού που σχηµατίζουν «ένα πλατύ και ψηλό χρυσαφένιο τοίχο» σε ένα χωράφι, για αγκαλιές λουλούδια, για γαλάζιο, ανέφελο ουρανό. Πρόκειται για εικόνες από µια γιορτή: το κιµπούτς γίνεται 50 ετών. Παρόντες είναι ο Ααρών, βουλευτής από την Κνεσέτ του Τελ Αβίβ, µεγαλωµένος στο κιµπούτς, ο ηλικιωµένος κύριος Σρούλκε, από τους ιδρυτές του, ο Μωύς, γενικός διευθυντής του. Παρούσες η Χαβάλε, που παρακολουθεί σεµινάρια µουσικής, η Ματίλντα, που διευθύνει τα µαγειρεία, η ηλικιωµένη Ντβόρκα, δασκά λα του Ααρών στο Δηµοτικό, και η Οσνάτ, η ωραία γραµµατέας µε τα ξανθά µαλλιά και τα σχιστά µάτια. Ολοι αυτοί συνδέονται µε δεσµούς αίµατος ή αγάπης.

Η ατµόσφαιρα είναι ευφρόσυνη. Τα παιδιά φαίνονται ενθουσιασµένα καθώς ασχολούνται µε τις παραταγµένες αγροτικές µηχανές, χωρίς να δίνουν σηµασία στη µικρή χορωδία και στα τραγούδια της. Ο Ααρών σκέφτεται ότι, αν αφαιρεθούν τα µπλε και άσπρα εθνικά χρώµατα του Ισραήλ, η τελετή θα θυµίζει γιορτή σε κάποια κολεκτίβα της Σοβιετικής Ενωσης. Ωστόσο όλα αυτά αποτελούν οφθαλµαπάτη: η γιορτή είναι παρωδία αγροτικής τελετής, καθώς η γεωργία στο συγκεκριµένο κιµπούτς έχει χρεοκοπήσει και η αγροτική κοινότητα αντλεί τα έσοδά της από µια βιοµηχανία καλλυντικών. Λίγο αργότερα η παρωδία µετατρέπεται σε τραγωδία. Πρώτα πεθαίνει από καρδιά – τουλάχιστον έτσι φαίνεται – ο κύριος Σρούλκε και µετά η Οσνάτ, η οποία βρίσκεται δηλητηριασµένη, ίσως µε παραθείο.

Τότε φθάνει στο κιµπούτς ο επιθεωρητής Μιχαέλ Οχαγιόν, ο οποίος αναλαµβάνει δράση. Εντάξει η Οσνάτ. Μα µήπως και ο Σρούλκε, υπεύθυνος κηπουρικής, δηλητηριάστηκε επίσης µε παραθείο; Μπορεί. Δεν είχε όµως εχθρούς, ενώ η Οσνάτ λόγω του χαρακτήρα, της συµπεριφοράς, ίσως και της οµορφιάς της, δεν αντιµετωπιζόταν φιλικά από τους κατοίκους του κιµπούτς, τους συντρόφους της. Ο επιθεωρητής, χωρισµένος, µε έναν γιο που υπηρετεί τη θητεία του, κουρασµένος από διάφορες ασήµαντες υποθέσεις µε βαποράκια, διαρρήκτες και πόρνες, αναλαµβάνει µε ζέση τον ρόλο του.

Ενα µυθιστόρηµα, δύο αναγνώσεις

Θα µπορούσαµε να πούµε ότι το µυθιστόρηµα έχει δύο διαφορετικές αναγνώσεις, αφού υπάρχουν σε αυτό δύο θέµατα. Το πρώτο αφορά το κιµπούτς ως συνεταιριστική αγροτική µονάδα, µε σοσιαλιστικό πρόγραµµα. Η συγγραφέας επιχειρεί να δείξει τον περίπλοκο και περίκλειστο κόσµο του – κοινοκτηµοσύνη, οµαδικά γεύµατα, ισότητα – και τα βασικά χαρακτηριστικά του, τα οποία σήµερα φαίνονται αναχρονιστικά και τείνουν να καταργηθούν. Στην ουσία θέλει να µιλήσει για την αντιπαράθεση ανάµεσα στη νέα γενιά που απαιτεί εκσυγχρονισµό και στους βετεράνους, οι οποίοι εµπνέονται από τη σοσιαλιστική ιδεολογία των ιδρυτών του κινήµατος. Η συµβίωσή τους είναι δύσκολη και οι καιροί απαιτούν αλλαγές.

Το δεύτερο θέµα αφορά την αισθηµατική σχέση ανάµεσα στον Ααρών και στην Οσνάτ, τους δύο πρωταγωνιστές. Η σχέση τους, που πέρασε από ποικίλα στάδια ώσπου να φθάσει στην κορύφωσή της, συµπίπτει µε το δραµατικό τέλος της γυναίκας. Ο Ααρών, ο οποίος έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια, είχε υιοθετηθεί από µια οικογένεια. Και οι δύο πέτυχαν στη ζωή, δηλαδή πραγµατοποίησαν τους στόχους που είχαν βάλει ως έφηβοι. Ο Ααρών ξέφυγε από τις επιρροές του κιµπούτς, το εγκατέλειψε, ίσως εξαιτίας της Οσνάτ, σπούδασε νοµικά, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά και έγινε βουλευτής. Ο γάµος του ήταν συµβατικός, αλλά δεν ήθελε να χωρίσει, ιδίως µετά την απόκτηση παιδιών.

Η Οσνάτ, κόρη αγνώστου πατρός και µιας µητέρας µε σκοτεινό παρελθόν, πέρασε επίσης δυστυχισµένη παιδική ηλικία. Παρά τα εµπόδια που της έθεσαν, σπούδασε κοινωνιολογία. Αυτή, αντίθετα, επέλεξε να ζήσει στο κιµπούτς µε ό,τι αυτό συνεπαγόταν. Με δική της επιλογή παντρεύτηκε τον γιο της Ντβόρκα, έναν αξιωµατικό του ναυτικού – κάτι που προσέβαλε τον Ααρών – , ο οποίος σκοτώθηκε σε µια µάχη στον Λίβανο. Είχε δοθεί ψυχή τε και σώµατι στο κιµπούτς και επέµενε ότι µόνο σε εκείνον τον περίκλειστο χώρο µπορούσε να νιώσει ασφάλεια και ταυτόχρονα να αισθάνεται ότι ανήκει κάπου.

Η Μπάτυα Γκουρ, πριν από τον θάνατο της Οσνάτ, και µάλιστα κάθε φορά που η ηρωίδα συνευρίσκεται µε τον Ααρών, βάζει µια ανθρώπινη σκιά να την παρακολουθεί. Ποιος είναι αυτός και τι επιδιώκει; Τι σχέση έχει µε τους δύο θανάτους; Σε κάθε περίπτωση, ο Φόνος στο κιµπούτς είναι θρίλερ µε θέµα τον έρωτα αλλά και την πολιτική, καθώς στο φόντο υπάρχουν οι νεκροί ισραηλινοί στρατιώτες και οι Παλαιστίνιοι µε τους αγώνες τους.

Η ανήσυχη φιλόλογος

Η Μπάτυα Γκουρ (Τελ Αβίβ 1947 – Ιερουσαλήμ 2005) είναι γνωστή στους έλληνες αναγνώστες από τα βιβλία της Φόνος Σάββατο πρωί και Φόνος στο πανεπιστήμιο, που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Περίπλους. Σπούδασε φιλολογία, δίδαξε στη μέση εκπαίδευση και εργάστηκε ως κριτικός λογοτεχνίας στην εφημερίδα «Haaretz». Επίσης, συμμετείχε με άρθρα και ομιλίες στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας της. Για το Φόνος στο κιμπούτς η συγγραφέας επέλεξε την αστυνομική υφή, δίνοντας έτσι ρυθμό στην πλοκή του μυθιστορήματος και ελαφρύνοντας την αφήγηση από σοβαροφανείς κοινωνιολογικές αναλύσεις. Χάρη στα μυστήρια και στις ανατροπές ο αναγνώστης μυείται καλύτερα στον κόσμο των κοινοβίων του Ισραήλ, κάτι το οποίο ενδεχομένως δεν θα έπραττε σε άλλη περίπτωση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ