Ο Λεονίντ Νικολάγεβιτς Αντρέγεφ (1871-1919) συγκαταλέγεται στους λογοτεχνικούς γίγαντες που βγήκαν από τα σπλάχνα της Ρωσίας στα τέλη του 19ου – αρχές του 20ού αιώνα.

Διαβάζοντας αυτόν τον πρωτότυπο και ασυµβίβαστο συγγραφέα, της µεγάλης γενιάς του Προυστ, του Κάφκα και του Τζόις, ο οποίος έγραψε σε µια περίοδο κατά την οποία η παλαιά τάξη του κόσµου γκρεµιζόταν και η ιστορία κυοφορούσε ακόµη µεγαλύτερες δοκιµασίες για την ανθρωπότητα, αντιλαµβανόµαστε όχι µόνο το καλλιτεχνικό του εύρος αλλά ευρύτερα την υπαρξιακή πάλη του υποκειµένου, ενός εαυτού που τελεί υπό καθεστώς σπαρακτικής αβεβαιότητας προσπαθώντας να τοποθετηθεί σε έναν κόσµο που αλλάζει µε τρόπο δραµατικό.

Από τις εκδόσεις Αγρα κυκλοφόρησε ένας ακόµη τόµος µε δύο καταπληκτικές νουβέλες του Αντρέγεφ, «Εκείνος» (1913) και «Το κόκκινο γέλιο» (1905), σε απολαυστική µετάφραση από τα ρωσικά της ποιήτριας Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ (όπως συνέβη µε άλλες δύο, τη «Σκέψη» και τον «Κυβερνήτη», που κυκλοφόρησαν µαζί πέρυσι από τον ίδιο εκδότη).

Η χρονολογικά δεύτερη νουβέλα, «Εκείνος», ένα ψυχογραφικό παραλήρηµα, αφορά έναν φτωχό φοιτητή από την Αγία Πετρούπολη ο οποίος βρίσκει δουλειά ως προγυµναστής σε ένα παραθαλάσσιο αποµονωµένο χωριό και σε ένα σπίτι που, ενώ φαινοµενικά το διαπερνά µια θανάσιµη «γοητεία θλίψης και φόβου», όλοι γελούν επιδεικτικά και καταναγκαστικά περιφέρουν την επιφανειακή χαρά τους.

Ο Νόρντεν, ο πατέρας του σπιτιού, έχει χάσει την κόρη του – πνίγηκε κάνοντας βαρκάδα στη θάλασσα –, ενώ η γυναίκα του είναι κλειδωµένη στο δωµάτιό της και επικοινωνεί µε τους υπόλοιπους µόνο µε τις νότες του πιάνου της.

Τότε εµφανίζεται κάτι που µοιάζει µε φάντασµα, ένα πρόσωπο βγαλµένο από τις πιο οριακές στιγµές του Εντγκαρ Αλαν Πόου, το οποίο αρχίζει να καταδιώκει τον πρωταγωνιστή ώσπου τον ρίχνει σε ένα πηγάδι συνειδησιακών µαρτυρίων και ανατριχίλας.

Στο «Κόκκινο γέλιο», έργο εµπνευσµένο από τον ρωσοϊαπωνικό πόλεµο του 1904, όπου η κριτική εντοπίζει τα προδροµικά στοιχεία της εξπρεσιονιστικής γραφής και θεωρείται η πιο φιλόδοξη νουβέλα του, ένας τραυµατισµένος αξιωµατικός επιστρέφει από το µέτωπο της Μαντζουρίας έχοντας χάσει τα πόδια του και αφηγείται το παράλογο του πολέµου, ώσπου να τον αντικαταστήσει, στο δεύτερο µέρος, ο αδελφός του, που εξωθεί την πρόζα του συγγραφέα σε έναν άγριο, ζοφερό λυρισµό.

Ο συγγραφέας, ο οποίος είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει τρεις φορές, ήθελε να εικονογραφήσει τη νουβέλα µε τη σειρά των χαρακτικών του αγαπηµένου του Γκόγια «Τα δεινά του πολέµου». Πολλοί κριτικοί θεώρησαν τις νουβέλες του Αντρέγεφ, ο οποίος επιπλέον ασχολήθηκε µε τη φωτογραφία και τη ζωγραφική, ανώτερες και από εκείνες του Τσέχοφ. Ο,τι στον Τσέχοφ είναι µια αργή καταβύθιση και στον Ντοστογέφσκι ένας αποφασιστικός βηµατισµός προς το υψηλό δράµα, στον Αντρέγεφ είναι ένα παραφρονηµένο και πεσιµιστικό ξέσπασµα εκεί ακριβώς που θολώνει η λογική και γιορτάζουν η µεταφυσική και η τελεολογία.

Πολέµιος και του τσάρου και των µπολσεβίκων

Το πειραματικό και νευρώδες έργο του Αντρέγεφ, που μπόλιασε τη ρωσική ρεαλιστική παράδοση με τα βαθιά φιλοσοφικά ερωτήματα της ζωής και ανακίνησε με τη γραφή το χάος της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, υπήρξε πρωτοποριακό και διχαστικό.

Στην αρχή ήρθαν οι χιλιάδες πωλήσεις και η αποθέωση της κριτικής. Την πρώτη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα (με την πολιτική ανατροπή που επέφερε η Οκτωβριανή Επανάσταση), ο Αντρέγεφ υπήρξε η πιο αμφιλεγόμενη λογοτεχνική προσωπικότητα της πατρίδας του.

Εχοντας προσχωρήσει στις ιδέες του σοσιαλισμού, καταδίκασε τη βαναυσότητα του τσαρικού καθεστώτος, αλλά στη συνέχεια αποκήρυξε την τυφλή βία των επαναστατών, θεωρώντας την τελείως άσχετη με τις επαναστατικές ιδέες που ο ίδιος υπερασπιζόταν. uni0394εν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι μόνο με την έναρξη της αποσταλινοποίησης, γύρω στο 1955, ο Αντρέγεφ μπόρεσε να επανεκτιμηθεί με ακραιφνώς καλλιτεχνικούς όρους.

Η πολιτική ορθότητα (που ακολούθησε την περιστασιακή λογοκρισία των επιτυχημένων θεατρικών του έργων) προσπάθησε να βυθίσει το έργο του για πάντα στη λήθη, αλλά καταπώς φαίνεται, μάλλον δεν το κατάφερε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ