Η βενετική περίοδος της ελληνικής ιστορίας θεωρείται από τις καίριες για τη διαµόρφωση του Νέου Ελληνισµού. ∆εν είναι χωρίς λόγο που σηµαντικoί έλληνες ιστορικοί του δεύτερου µισού του εικοστού αιώνα µετέθεσαν την αρχή του Νέου Ελληνισµού από το 1453 – όπου, κατά κανόνα, τοποθετούνταν στο παρελθόν – στο 1204: τη χρονιά αυτή, η Κωνσταντινούπολη κατελήφθη από τους σταυροφόρους της Τέταρτης Σταυροφορίας και, εξ αυτού, σηµαντικές ζώνες της Ανατολικής Μεσογείου και του ευρύτερου ελληνικού χώρου βρέθηκαν υπό βενετική διοίκηση, την ίδια περίπου εποχή που, µε την εµφάνιση των Οθωµανών, η τουρκική παρουσία µεταλλασσόταν στη Μικρά Ασία προµηνύοντας νέες εξελίξεις. Η σχεδόν ταυτόχρονη σταδιακή υπαγωγή του Ελληνισµού σε αλλογενείς, αλλόγλωσσους και αλλόθρησκους κυριάρχους επέφερε τεράστιες κοινωνικές, ιδεολογικές και πολιτισµικές αλλαγές στους κατακτηθέντες που χρειάστηκε να επαναπροσδιορίσουν, εκ των πραγµάτων, τους εαυτούς τους µέσα στις νέες πραγµατικότητες που εκλήθησαν να ζήσουν. Ο Ελληνισµός ξεκινά από εδώ, τον 13ο αιώνα, το νεότερο κοµµάτι του ταξιδιού του. Σε νησιά του Αιγαίου, στην Κρήτη, στα Επτάνησα, στην Εύβοια, στην Πελοπόννησο, στην Κύπρο, σε τµήµατα του ηπειρωτικού ελληνικού χώρου που έλεγξαν – για µεγαλύτερο ή µικρότερο διάστηµα, µεταξύ 13ου και 18ου αιώνα – οι Βενετοί, οι κοινωνικές σχέσεις άλλαξαν άρδην: στην ύπαιθρο κυριάρχησαν θεσµοί δυτικού φεουδαρχικού τύπου, ενώ στις πόλεις επιβλήθηκε µια νέα πολιτική και κοινωνική διαστρωµάτωση, αντίστοιχη µε τις αντιλήψεις της Βενετικής ∆ηµοκρατίας περί λειτουργίας οικονοµίας, κράτους και κοινωνίας. Βενετοί αξιωµατούχοι, έµποροι, µοναχοί, στρατιώτες, τεχνίτες, φεουδάρχες, λόγιοι, ναυτικοί, ιερείς, καλλιτέχνες συνυπήρξαν µε τους εντόπιους πληθυσµούς δηµιουργώντας τοπικές, ελληνοβενετικές κοινωνίες από τις οποίες θα προκύψουν νέα πολιτισµικά δεδοµένα, καρπός των οποίων θα είναι αριστουργήµατα όπως ο «Ερωτόκριτος» και καλλιτέχνες όπως ο ∆οµήνικος Θεοτοκόπουλος.

Κατά τον εικοστόν αιώνα η πολυσήµαντη ιστορία της περιόδου απετέλεσε αντικείµενο συστηµατικής µελέτης εκ µέρους πλήθους Ελλήνων – και µη – ιστορικών. Σε αυτό συνέβαλε τόσο ο πακτωλός του διασωθέντος αρχειακού υλικού που επέτρεψε και επιτρέπει συνεχείς επαναπροσεγγίσεις της εποχής, όσο και η συστηµατική πανεπιστηµιακή διδασκαλία του αντικειµένου που διασφαλίζει τη σταθερή ανανέωση της έρευνας και των πορισµάτων της.

Η ίδρυση, κατά τη δεκαετία του 1950, του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας άλλαξε τα ερευνητικά δεδοµένα στον σχετικό τοµέα καθώς προσέφερε στην ελληνική – αλλά και διεθνή – κοινότητα έναν χώρο φιλοξενίας, έρευνας, στοχασµού και µελέτης της ιστορίας της περιόδου µοναδικό στο είδος και στη διάστασή του. Χάρις στο Ινστιτούτο, παρήχθησαν, από την ίδρυσή του και εξής, δεκάδες σηµαντικών επιστηµονικών εκδόσεων που άφησαν το στίγµα τους στη διεθνή παραγωγή τη σχετική µε την ιστορία του ελληνοβενετικού κόσµου.

Η πλέον πρόσφατη ανάµεσα στις πολύτιµες αυτές εκδόσεις του Ινστιτούτου, µε τίτλο Βενετοκρατούµενη Ελλάδα. Προσεγγίζοντας την Ιστορία της, είναι και η πλέον εντυπωσιακή. Σε δύο ογκώδεις τόµους και υπό την επιστηµονική διεύθυνση της διευθύντριας του Ινστιτούτου Χρύσας Μαλτέζου, σαράντα δύο ερευνητές, Ελληνες και ξένοι, παρουσιάζουν πενήντα οκτώ µελέτες που καλύπτουν όλο το φάσµα της ιστορίας της περιόδου από τη διοίκηση, την οικονοµία, το εµπόριο, την κοινωνία, τους θεσµούς, την αρχιτεκτονική, τη λογοτεχνία µέχρι την οικογένεια, την Εκκλησία, τις τέχνες και το θέατρο. Η έκδοση συµπληρώνεται από διαφωτιστικά άρθρα που αναφέρονται στο σωζόµενο κατά τόπους αρχειακό υλικό καθώς και στην υπάρχουσα πλούσια βιβλιογραφία της περιόδου.

Το έργο χαρακτηρίζεται από πληρότητα θεµατική, επάρκεια επιστηµονική και υπεύθυνη τεκµηρίωση. Η γνώση, η επιστηµοσύνη και ο πολύχρονος µόχθος των συντελεστών της µνηµειακής αυτής έκδοσης πέτυχαν τον στόχο τους : να παραδώσουν στην ελληνική και διεθνή επιστηµονική κοινότητα το πληρέστερο, µέχρι σήµερα, πόνηµα για τη µακρά και πολυδιάστατη περίοδο της Βενετοκρατίας στον ελληνικό χώρο.

Ενα εκδοτικό επίτευγµα. Μία τιτάνια προσφορά στην Ιστορία του Νέου Ελληνισµού, στην Ιστορία της Ανατολικής Μεσογείου και, φυσικά, στην Ιστορία της Βενετίας της ίδιας.

Η Χρύσα Μαλτέζου γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια (1941).

Ιστορικός, διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας από το 1998.

Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο Μεσογειακών Σπουδών της Αιξ-Αν-Προβάνς στη Γαλλία. Συνέχισε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας και στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Καθηγήτρια Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (1982-1994), καθηγήτρια Ιστορίας και Πολιτισμού στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1995. Είναι μέλος πολλών επιστημονικών εταιρειών και συλλόγων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ