Τι ψάχνουν στους άξενους τόπους µιας γεµάτης κατήφειας πόλης, η οποία µοιάζει να έχει µόλις υποστεί κάποιον αόρατο βοµβαρδισµό, τρεις τύποι οι οποίοι κάποτε δραπέτευσαν από το ψυχιατρείο, για να αντικαταστήσουν τα σκυλίσια τους ονόµατα (Φοξ, Τζακ και Ρεξ) µε τα ονόµατα των αδελφών Μαρξ (Τσίκο, Χάρπο και Γκράουτσο); Σε τι αποσκοπούν οι όψιµοι αδελφοί Μαρξ όταν επισκέπτονται µε το µουσικό τους σύνολο, την Ορχήστρα των Εντυπώσεων, παρηκµασµένα εστιατόρια, άρρωστους γέροντες, λέσχες αποστράτων, νοσοκοµεία παίδων, αρχαιολογικούς χώρους, τηλεοπτικά πλατό, συνοικίες µε οίκους ανοχής, ποδοσφαιρικά καφενεία, κέντρα εκπαίδευσης στελεχών µάνατζµεντ και απεγνωσµένες νυχτερινές παραλίες; Και πώς µπορούν να ταιριάξουν όλα αυτά µε το γεγονός ότι κανένα από τα µέλη της Ορχήστρας των Εντυπώσεων δεν ξέρει να παίζει µουσική;

Οι αδελφοί Μαρξ δεν έχουν επιλεγεί τυχαία στο καινούργιο µυθιστόρηµα του Μιχάλη Φακίνου. Τα σκηνικά και η δράση στο Η έρηµος έρχεται παραπέµπουν ευθέως στον ανατρεπτικό παραλογισµό των ταινιών του κωµικού τρίο της δεκαετίας του 1930, το οποίο αποκαθήλωσε µε την τέχνη του µια ολόκληρη εποχή (από τα χρόνια του οικονοµικού κραχ µέχρι τη µαυρίλα της µακαρθικής περιόδου). Οι ήρωες του Φακίνου (παρµένοι από το παλαιότερο βιβλίο του Το τελευταίο µυθιστόρηµα του 20ού αιώνα ) περιπλανώνται ασταµάτητα στα πιο διαφορετικά σηµεία µιας ξέπνοης και ξε πεσµένης µεγαλούπολης (είναι η Αθήνα, αλλά θα µπορούσε να είναι κάλλιστα και οποιαδήποτε άλλη σύγχρονη πολιτεία ανεπίστροφης παρακµής), για να στήσουν έναν τραγέλαφο διαλυτικής παράνοιας. Κάθε κίνηση και ενέργειά τους είναι ένα µονόπρακτο αποδόµησης όλων των συµβατικών σχηµάτων ζωής µέσα στα οποία είναι καταδικασµένος να ζει ο µεταµοντέρνος κόσµος.

Οι µουσικοί της Ορχήστρας των Εντυπώσεων περιφέρουν ανενδοίαστα την ασχετοσύνη τους ενώπιον των πάντων, για να φέρουν τα πάνω-κάτω σε ένα περιβάλλον σχεδόν υπερρεαλιστικής έµπνευσης: γρατζουνάνε δαιµονικά τις χορδές τους πάνω από τον τάφο του πιο αγαπηµένου τους φίλου (υπήρξε το τέταρτο µέλος του συγκροτήµατος), αφήνουν σύξυλους τους ακροατές τους µε τα ακουστικά τους τερατουργήµατα, πιάνουν επαφή µε ένα µισότρελο κορίτσι (την ωραία Bella), που έχει δοκιµάσει κατ’ επανάληψη να αυτοκτονήσει µαζί µε τη µάνα της, ραντίζουν µε βενζίνη τα κλήµατα µιας µονάδας οινοπαραγωγής, παίζουν µονόπολη χρησιµοποιώντας αντί για λεφτά ανθρώπινα µέλη, κοροϊδεύουν τους τουρίστες µε αυτοσχέδιες αρχαίες τελετές, παλεύουν µε φίδια που εµφανίζονται µπροστά τους από το πουθενά, µπαίνουν σε τεράστια κλουβιά για να δεχτούν την επίθεση του πλήθους µε αποδοκιµασίες και µπουκάλια µπίρας, εισβάλλουν στην τηλεόραση για να κατεδαφίσουν διάσηµες εκποµπές, βλέπουν τα κορµιά τους να κατακλύζονται από ψείρες, κολλάνε αφίσες σε ολόκληρη την πόλη, πιάνονται σε πόλεµο µε µπογιές και στο τέλος (διόλου περίεργο) καίνε τα όργανά τους και τα πετάνε στη θάλασσα, κάνοντας ένα γενναίο νεύµα στο χάος.

Πυκνή αφήγηση

Παρά το χάος στο οποίο βυθίζονται οι πρωταγωνιστές του, ο Φακίνος οργανώνει το βιβλίο του επί τη βάσει µιας εξαιρετικά πυκνής αφήγησης, που συνθέτει µια δραµατική παρωδία της σύγχρονης καθηµερινότητας. Τα πρόσωπά του έχουν αναµφίβολα ένα αλληγορικό και συµβολικό στοιχείο, εικονογραφώντας τα όρια της αντοχής των ανθρώπων απέναντι σε όσα µετατρέ πουν τον βίο τους σ’ ένα αδειανό πουκάµισο, αλλά δεν καταλήγουν ούτε στην πολιτική διακήρυξη ούτε στην κοινωνική καταγγελία: αποτελούν, αντιθέτως, τις ολοζώντανες φιγούρες ενός κουρελιασµένου πλην ακόµη όρθιου θιάσου, ο οποίος αντί να βγει και να κράξει τον περίγυρό του προτιµά να τον ανεβάσει δίπλα του επί σκηνής, για να παραµορφώσει σε εξωφρενικό βαθµό τα χαρακτηριστικά του και να φανερώσει την ανίατη εσωτερική του ασθένεια. Και ό,τι χωράει σε ένα τέτοιο σύµπαν δεν είναι ούτε το κλάµα ούτε ο καγχασµός. Ο Τσίκο, ο Χάρπο και ο Γκράουτσο του Φακίνου δεν ταξιδεύουν στην πυρποληµένη πόλη τους για να τη χλευάσουν ούτε για να τη θρηνήσουν, αλλά για κατανοήσουν από µέσα τα πάθη της. Για αυτό άλλωστε δεν θα διστάσουν να βάλουν και οι ίδιοι το κεφάλι τους στον ντορβά και να αυτοσαρκαστούν µέχρι τελικής εξοντώσεως. Ενας αυτοσαρκασµός που δεν θα κρύψει τη στυφή του γεύση και την πικρή του γλώσσα, αφού κανένα ρίσκο δεν αναλαµβάνεται δίχως ακριβό τίµηµα.

Οι κοινωνικοί παλιάτσοι

Η πόλη διεκδικεί με τις εσκεμμένα διαταραγμένες εικόνες της έναν άκρως σημαντικό ρόλο, όχι μόνον στο Η έρημος έρχεται αλλά στο σύνολο της πεζογραφίας του Μιχάλη Φακίνου. Με ιδιαίτερα χαμηλούς (σχεδόν ποιητικούς) τόνους και με το βλέμμα του στραμμένο μονίμως προς τη μεριά των ρημαγμένων και των παραμερισμένων, ο Φακίνος προχωρεί σε μιαν ωχρή διακωμώδηση της αστικής καθημερινότητας.

Η διαδρομή είναι μακρά. Από τις συλλογές διηγημάτων του Οι κωπηλάτες (1983), Ο Ιωσήφ εξαφανίζεται (1984), Εφημερεύων θίασος και άλλες ιστορίες (1990) και Ο μηρος Μπαρ (1997) ως τα μυθιστορήματά του Βυζαντινή περίπολος (1988), uni03A9ς φαίνεται, η γιαγιά κοιμάται ακόμη (1991), Η Ιουλιέτα αγαπά τα ροδάκινα (1994), Το τελευταίο μυθιστόρημα του 20ού αιώνα (1999), Η επικάλυψη δεν είναι σοκολάτα (2002), Αμερικάνικη κραυγή (2005) και Αναμνήσεις ενός λωτοφάγου (2008), ο συγγραφέας παίρνει ευθύς εξαρχής απόσταση από τη χιουμοριστική ηθογραφία. Η συναναστροφή των πρωταγωνιστών του με ποικιλώνυμους κοινωνικούς παλιάτσους της πόλης δεν αποσκοπεί ακριβώς στο να μας κάνει να γελάσουμε. Παίζοντας με τις παράξενες ανακλάσεις της πραγματικότητας στη συνείδηση των ηρώων, ο Φακίνος βγάζει στην επιφάνεια το παραλήρημα και τις παραδρομές της ή το διαφεύγον νόημα και τη σπασμένη λογική της.

Μέσα από τα αντεστραμμένα είδωλα και τους παραμορφωτικούς του καθρέφτες, ο Φακίνος προβάλλει στον αστικό ιστό ένα ειρωνικό και συνάμα αποκαλυπτικά ανθρώπινο τοπίο, το οποίο δεν μπορεί (και δεν θέλει) να κρύψει τα μελαγχολικά του χρώματα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ