H νουβέλα του Κώστα Καλφόπουλου Ενα παράξενο καλοκαίρι είναι µια νουάρ ιστορία που άρχισε στο Αµβούργο. Την αφηγείται ο πρωταγωνιστής της, ο οποίος θυµάται όσα συνέβησαν ένα παράξενο καλοκαίρι, όταν παρακολουθούσε στο σπίτι του, αποκαµωµένος από τη ζέστη, την τηλεοπτική µετάδοση του Tour de France, του Ποδηλατικού Γύρου της Γαλλίας. ∆εν ήταν, λέει, σε καλή ψυχολογική κατάσταση. Μόνος, πικραµένος που η γυναίκα του τον είχε εγκαταλείψει, και ενώ οι δουλειές του πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, προσπαθούσε να διώξει τα µαύρα σύννεφα από τη ζωή του µε το ποδήλατο, τα φλίπερ και τα αστυνοµικά βιβλία. Ενα δηµοσιογραφικό πρακτορείο που διατηρούσε µε έναν Ελληνα δεν είχε µέλλον. Εκείνη τη στιγµή, δέχτηκε ένα τηλεφώνηµα και σύντοµα τον επισκέφτηκε µια Ελληνίδα, η σύζυγος του συνεταίρου του, η οποία τον πληροφόρησε ότι ο άνδρας της εξαφανίστηκε, αφού πρώτα σήκωσε από τον κοινό τους λογαριασµό ένα µεγάλο ποσό. Του έδωσε ένα ραντεβού για το απόγευµα στο ξενοδοχείο της προκειµένου να συζητήσουν το θέµα, όταν όµως πήγε να τη βρει, τον πληροφόρησαν ότι το όνοµά της δεν ήταν καταχωρισµένο στο βιβλίο των πελατών: του είχε πει ψέµατα. Γιατί;

Στη συνέχεια, πέρασε από έναν έλληνα φίλο του, ιδιοκτήτη ταξιδιωτικού γραφείου, από εκείνους που είχαν ξεµείνει στο Αµβούργο από τα χρόνια της χούντας. Ο εν λόγω είχε παρατήσει τις σπουδές του και ασχολήθηκε µε µυστηριώδεις δουλειές, εκµεταλλευόµενος τη γοητεία του και τις γνωριµίες του. Μετά τη συνάντησή τους, και ενώ οδηγούσε το ποδήλατό του, ο ήρωας κινδύνεψε να σκοτωθεί από διερχόµενο αυτοκίνητο µε σβηστά φώτα. Τότε κατάλαβε ότι η υπόθεση στην οποία τον ενέπλεξαν δεν ήταν τόσο αθώα όσο είχε φανταστεί.

Ο Καλφόπουλος, όπως και άλλοι οµότεχνοί του, αφηγείται τις περιπέτειες των ηρώων του προσπα θώντας να δείξει τον αγώνα τους για επιβίωση, µα ενδιαφέρεται και για τη δηµιουργία αγωνίας. Αυτό απαιτεί λογοτεχνική δεξιοτεχνία. Το ζοφερό κλίµα που στον κινηµατογράφο επιτυγχάνεται µε τον φωτισµό – προπαντός στις ασπρόµαυρες ταινίες – και τη µουσική, στη λογοτεχνία γίνεται µε τη χρήση κατάλληλων λέξεων. Στα νουάρ αφηγήµατα η βροχή, ο άνεµος, το σκοτάδι, και όλα εκείνα τα στοιχεία που σχηµατίζουν το ντεκόρ της ιστορίας, έρχονται κι επανέρχονται, επιτείνοντας το µυστήριο και την αγωνία. Εδώ βρισκόµαστε στο καλοκαίρι, οπότε τον αφηγητή τον ταλανίζουν η αφόρητη ζέστη, η αποπνικτική υγρασία, οι ξαφνικές µπόρες που εµφανίζονται σαν τροπικές βροχές. Η πλοκή διαδραµατίζεται διαδοχικά σε τρεις πόλεις: στο Αµβούργο, στην Αθήνα και στο Μόναχο.

Οι Γερµανοί µάς βλέπουν

Ο Κώστας Καλφόπουλος δεν αρκείται στο να γράψει αποκλειστικά μια ζοφερή ιστορία, ούτε μια χορταστική περιπέτεια με μια femme fatale. Η νουβέλα του είναι πολιτική και οι επισημάνσεις που κάνει – παρατηρώντας τα πράγματα με τα μάτια ενός Γερμανού – αξιοπρόσεκτες.

Ετσι μαθαίνουμε ότι ορισμένοι έλληνες αντιχουντικοί επένδυσαν κερδοφόρα στο αντιστασιακό τους παρελθόν και σήμερα δικάζουν και καταδικάζουν στο όνομα του λαού, ή διδάσκουν στα ίδια αμφιθέατρα τα οποία κάποτε οι ίδιοι απαξίωναν. Επίσης, μας γνωστοποιεί ότι οι Ελληνες είναι ένας περίεργος λαός – αυθόρμητοι, συναισθηματικοί, γλεντζέδες, αλλά και ξεροκέφαλοι, ατομιστές, καχύποπτοι, παντού βλέπουν συνωμοσίες και ίντριγκες. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι τα νουάρ στοιχεία και η μοιραία γυναίκα της ιστορίας δεν είναι για τον Καλφόπουλο παρά το πρόσχημα για να αναφερθεί στη σημερινή δραματική ελληνική πραγματικότητα, η οποία έχει τις ρίζες της στο πρόσφατο παρελθόν.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ