Eνας νεαρός µε λαδί στρατιωτικό παντελόνι και άσπρο πουκάµισο κρατώντας ένα λάπτοπ κατέβηκε τα σκαλιά του υπογείου του Συνεδριακού Κέντρου του Βερολίνου (BCC) µε σκοπό να παρουσιάσει την οργάνωση που έµελλε να αλλάξει τη σχέση µας µε την αλήθεια στην πληροφόρηση. Ηταν ο Τζούλιαν Ασάνζ, ο οποίος παρουσίαζε τη WikiLeaks στην 24η Συνδιάσκεψη Χαοτικής Επικοινωνίας, µια ετήσια συνάντηση των χάκερ και των «βαρεµένων» µε την τεχνολογία που διοργάνωνε η γερµανική οργάνωση ακτιβιστών Chaos Computer Club. Ηταν Σεπτέµβριος του 2007 και από τότε µεσολάβησαν µόλις δύο-τρία χρόνια ώσπου η WikiLeaks (WL) να γίνει παγκοσµίως γνωστή δίνοντας σε συνέχειες απόρρητα έγγραφα στρατιωτικών υπηρεσιών, υπουργείων Εξωτερικών, τραπεζικών και άλλων οργανισµών, κυβερνητικών στελεχών όπου γης, τέτοια που αποκάλυπταν βρώµικες υποθέσεις και αποκρύψεις βλαπτικές για τους πολίτες. Το 2010 ο Τζούλιαν Ασάνζ θα συλληφθεί στη Σουηδία κατηγορούµενος (µε αµφιλεγόµενα στοιχεία) για βιασµό δύο γυναικών, ενώ οι ΗΠΑ θα διεκδικήσουν την απέλασή του στην Αµερική προκειµένου να δικαστεί για εγκλήµατα διαρροής απόρρητων πληροφοριών. Ενα κύµα συµπαράστασης από όλον τον κόσµο θα σταθεί δίπλα του καθώς ο Ασάνζ εκπροσωπεί το κίνηµα της διαφάνειας των ντοκουµέντων. Ωστόσο, όπως κάθε βιτρίνα κρύβει τα βρώµικα µυστικά της, έτσι και ο Ασάνζ θα υποστεί τις συνέπειες των διαρροών αλλά αυτή τη φορά από την ίδια του την οργάνωση. Μια σειρά στελέχη της WL, µε πρώτο τον βασικό του συνεργάτη Ντάνιελ Ντοµσάιτ-Μπεργκ και γνωστό µε το όνοµα Ντάνιελ Σµιτ ως εκπρόσωπο Τύπου της WL, θα «αυτοµολήσουν» και θα αφήσουν να διαρρεύσουν απόρρητα στοιχεία για τη WL και τον ίδιο τον αρχηγό της, τον Ασάνζ. Ο Ντάνιελ Ντοµσάιτ-Μπεργκ, ένας φανατικός γερµανός χάκερ, θα γνωρίσει τον Τζούλιαν Ασάνζ και θα γίνει το alter ego του. Θα «κολλήσουν» και θα αρχίσουν µαζί να σχεδιάζουν το µεγαλύτερο πλήγµα στον κόσµο της αδιαφάνειας και των βρώµικων κρατικών µυστικών. Ο Ντάνιελ Μπεργκ (ψευδώνυµο Ντάνιελ Σµιτ) στο βιβλίο του «Η ιστορία και τα µυστικά του WikiLeaks» (εκδόσεις Κέδρος) θα αποκαλύψει το πώς γνώρισε τον Ασάνζ, πώς οργανώθηκαν, ποια ήταν η αρχική φιλοσοφία της WikiLeaks, ποια ήταν η σχέση τους µε τα άλλα µέληεθελοντές, τα οικονοµικά της και πώς κατέληξαν στο τέλος να ψυχρανθούν και να χωρίσουν ως εχθροί. Η πραγµατικότητα που δηµιούργησαν τους ξεπέρασε µέσα σε δύο χρόνια, µε αποτέλεσµα να µην αντέξουν το βάρος της ευθύνης απέναντι στα γεγονότα που οι ίδιοι προκάλεσαν. Η WL έγινε παντοδύναµη, είχε έναν στρατό εθελοντών, έδινε την εντύπωση ότι είχε στη δούλεψή της εκατοντάδες µέλη αλλά, όπως λέει ο συγγραφέας, αποτελείται απλώς από δύο τρελαµένους χάκερ και έναν σέρβερ.

Η ιστορία των δύο φίλων θυµίζει τις εφηβικές φιλίες και αυτές των νεαρών µελών ροκ συγκροτηµάτων, όπου η κοινή αγάπη για το αντικείµενο µε το οποίο ασχολούνται, τους δένει ακατάλυτα. Ωστόσο, όπως όλες οι δυνατές φιλίες διαλύονται από την παρέµβαση του παράγοντα «έρωτας» ή του παράγοντα «εξουσία», έτσι και η σχέση του Ντάνιελ µε τον Τζούλιαν θα διαρραγεί όταν ο πρώτος θα κατηγορηθεί από τον δεύτερο ότι υποβλέπει την κυριαρχία του. Ο Ντάνιελ Μπεργκ θα αρχίσει να αµφισβητεί τον Τζούλιαν Ασάνζ όταν θα συνειδητοποιήσει ότι η ηθική της WL έχει υποστεί ρωγµές ή εν πάση περιπτώσει δεν ανταποκρίνεται στον αρχικό ηθικό της κώδικα. Τα βασικότερα ερωτήµατα που θέτει στο βιβλίο του προς τη σηµερινή WL και τον Ασάνζ είναι: Πώς χρησιµοποιήθηκαν τα οικονοµικά της WL και ποιος αποφάσιζε για αυτά; Πώς παίρνονται οι αποφάσεις και πώς ανατίθενται ευθύνες στα άλλα µέλη; Υπάρχουν µεσάζοντες που έδωσαν υλικό της WL στα media και µε ποιο όφελος; Συνεργάζεται για ιδιοτελείς σκοπούς µε άλλες εταιρείες ο Τζούλιαν Ασάνζ ή όχι; Είναι φανερό ότι το χρήµα κάποια στιγµή διάβρωσε τις συνειδήσεις των ως τότε «άτεγκτων» ηθικά µελών της οργάνωσης, οδηγώντας τους στην καχυποψία, στην αλληλοϋπονόµευση και τελικά στη διάσπαση. Σήµερα ο Ντάνιελ Μπεργκ µαζί µε τον βασικό τεχνικό της WL µε το ψευδώνυµο «Αρχιτέκτονας» και ορισµένους άλλους συνέστησαν µια άλλη παρόµοια οργάνωση µε τίτλο OpenLeaks, η οποία φιλοδοξεί να συνεχίσει το έργο της WikiLeaks µε διαφάνεια και σωστή οργάνωση.

Ενας µοναχικός λύκος

Ντυμένος με μπλουτζίν και με ένα σακίδιο στην πλάτη, ζούσε για να χτυπάει τα δάκτυλά του σε έναν υπολογιστή. Μπορούσε να γράφει με κλειστά μάτια, σαν να ονειρευόταν. Θύμιζε, λέει ο πρώην συνεργάτης του Ντάνιελ Μπεργκ, κάποιον που είχε μεγαλώσει σε μια αγέλη λύκων. Ετρωγε με τα χέρια, λαίμαργα, τα πάντα ασυνόδευτα, είτε αυτό ήταν κρέας, είτε τυρί, είτε σοκολάτα, ή βούτυρο. Κοιμόταν με τα ρούχα σε έναν καναπέ, με τις κάλτσες, το πουλόβερ, το παντελόνι και την κουκούλα. Ξύπναγε ξαφνικά κι έπιανε να γράφει πάλι στον υπολογιστή σαν μανιακός, σαν να μη σταμάτησε ποτέ. Ηταν αρκετά παρανοϊκός, νόμιζε συνέχεια ότι τον παρακολουθούν, έπαιρνε άπειρες προφυλάξεις αλλά χανόταν στον δρόμο πολύ εύκολα. Πίστευε από την αρχή ότι ήταν ο νούμερο ένα δημόσιος εχθρός για κάθε σύστημα και κυρίως για τις ΗΠΑ. Ηταν απίστευτα συγκεντρωμένος σε αυτό που έκανε αλλά ως πρόσωπο είχε πολλά αυτιστικά χαρακτηριστικά, θα πει ο Ντάνιελ Μπεργκ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ