Η συνέντευξη που έδωσε ο Μανόλης Αναγνωστάκης στον Μισέλ Φάις το 1992, όταν είχε συµπληρώσει τα 67 του, για να δηµοσιευτεί τώρα σε έναν εξαιρετικά κοµψό τόµο, τον οποίο προλογίζει ο Παντελής Μπουκάλας, εκτινάσσει τον ποιητή στον χρόνο και φέρνει ζωντανή τη φωνή του κοντά µας µια εξαετία µετά τον θάνατό του. Αλλά τι λέει ο Αναγνωστάκης για τον ρόλο του ποιητή και της ποίησης σε αυτή την πυκνή συνοµιλία, που, παρά τη συντοµία και τη λιτότητά της (ή και εξαιτίας ακριβώς αυτής), µας αγκαλιάζει και µας κερδίζει από την πρώτη στιγµή µε τη σαφήνεια και την αιχµηρότητα του λόγου της;

Ο Αναγνωστάκης, ο οποίος ειδοποιεί µεταξύ σοβαρού και αστείου πως χρησιµοποιεί το δεξί του χέρι µόνο όταν γράφει, έπαψε, ως γνωστόν, να συνθέτει ποιήµατα σε ηλικία 46 ετών, µετά τη δηµοσίευση του Στόχου (1971).

Και έπαψε να γράφει όχι γιατί οι συνθήκες (εσωτερικές ή εξωτερικές) του επέβαλαν να περάσει σε µια σηµαίνουσα σιωπή αλλά επειδή απλώς ένιωσε πως δεν είχε κάτι άλλο να πει. Η ποίηση δεν αποτελεί για τον Αναγνωστάκη εργολαβία ούτε έκφραση που παράγεται κατ’ ανάγκην εφ’ όρου ζωής.

Γι’ αυτό και ζητάει επιτακτικά να µην ψάξει κανείς για κατάλοιπά του, για µισοτελειωµένες ή αδηµοσίευτες δουλειές: ό,τι έγινε έγινε και πέραν τούτου ουδέν. Η στάση αυτή θα οδηγήσει τον Αναγνωστάκη και σε µια υπόρρητη θεωρία περί ποιήσεως που λέει περίπου το εξής: η ποίηση είναι προϊόν της θέρµης και της αδιαµεσολάβητης µατιάς της νιότης, εκπροσωπώντας µια πρώιµη περίοδο της ανθρωπότητας _ όσο ενηλικιώνεται ο κόσµος, η ποίηση υποχωρεί, για να παραχωρήσει τα πρωτεία στην πεζογραφία και στο δοκίµιο, που εξυπηρετούν λειτουργικότερα τον ώριµο νου. Η ποίηση αντλεί από τα νιάτα το ορµέµφυτο και την αµεσότητά της, που θα σβήσουν µοιραίως µε την πάροδο του χρόνου, ακόµη κι αν ο ποιητής θα συνεχίσει να δίνει µε πείσµα τον καλόν αγώνα.

Και η ποίηση που έγραψε ο Αναγνωστάκης; Η ποίηση την οποία η κριτική συνέδεσε µε τις οδυνηρές εµπειρίες που αποκόµισε η Αριστερά από τον Εµφύλιο και τη µεταπολεµική περίοδο, χαρακτηρίζοντάς την ποίηση της ήττας ; Ο Αναγνωστάκης θα αρνηθεί ευθύς εξαρχής την έννοια της ήττας, ονοµάζοντας τον όποιο πολιτικό προσανατολισµό του άγχος για την εποχή. Και λέω «τον όποιο πολιτικό προσανατολισµό του» γιατί ο ίδιος θα σπεύσει να διώξει από τους ώµους του στη συνοµιλία µε τον Φάις το φορτίο του πολιτικού ποιητή, κάνοντας λόγο για µιαν ερωτικο-πολιτική ποίηση, που προσπαθεί να άρει τον διχασµό της ανθρώπινης ύπαρξης ανάµεσα στο συλλογικό και στο ατοµικό (αξίζει, νοµίζω, τον κόπο να θυµίσω εδώ ότι ο Νάσος Βαγενάς έχει ερµηνεύσει τον Αναγνωστάκη ως κατ’ εξοχήν υπαρξιακό ποιητή, ο οποίος δοκιµάζει να υπερβεί τους περιορισµούς της έκπτωτης πραγµατικότητας που τον περιβάλλει).

Θα µπορούσε ο Αναγνωστάκης, κόντρα σε τόσους αποκλεισµούς, να κάνει κάτι άλλο µε την ποίηση και την πολιτική; Μα το έκανε, µε τη φιγούρα του Μανούσου Φάσση και την τριπλή µπαλάντα της Ασπασίας, της Τασίας και της Τούλας, που περιπαίζει αδίστακτα τα αριστερά στερεότυπα ( Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης, 1987). Η πολιτική δεν χρειάζεται δράµα αλλά σάτιρα, θα δηλώσει στον Φάις ο Αναγνωστάκης, υποδεικνύοντας έναν πιθανό δρόµο για τη σύγχρονη πολιτική ποίηση (στο προλογικό του σηµείωµα ο Μπουκάλας επισηµαίνει προσφυώς το βάρος του σκώµµατος και της σάτιρας τόσο στο έργο όσο και στη συλλογιστική του Αναγνωστάκη, ενώ στον επίλογό του ο Φάις αναφέρεται σ’ έναν σατιρικό λυρικό της διάψευσης ). ∆εν θα πρέπει, βεβαίως, να πιστέψουµε πως ο Αναγνωστάκης θεµελιώνει κάποιους γενικούς ποιητικούς κανόνες. Η πορεία του από την εξατοµίκευση και το βίωµα της Ιστορίας προς τη σατιρική ανάγνωση του κόσµου απεικονίζει το στέρεο χτίσιµο του ποιητικού του εγώ και της ποιητικής του ταυτότητας. Μια ταυτότητα χωρίς την παραµικρή έπαρση και σοβαροφάνεια, µε πλήρη επίγνωση των σκοπών και των ορίων της. Κι ένας ποιητής που είναι έτοιµος να εγκαταλείψει την τέχνη του αλλά όχι και το µετερίζι της λογοτεχνίας, από το οποίο δεν θα πάψει να µάχεται ως το τέλος του βίου του, αναλαµβάνοντας πεζογραφικές σειρές, επιχειρώντας συστηµατικές κριτικές παρεµβάσεις και δηµοσιεύοντας ποιητικές σηµειώσεις ή ποιητικές ανθολογίες που θα φέρουν γρήγορα στην επιφάνεια το λοξό και ανατρεπτικό (ισχυρό µέχρι και σήµερα) βλέµµα του.

Ενάντια στον αντιδραστικό χώρο της πολιτισµικής Αριστεράς

Η συνομιλία του Μανόλη Αναγνωστάκη με τον Μισέλ Φάις (έχουν αφαιρεθεί οι δημοσιογραφικές ερωτήσεις για να λειτουργήσει το κείμενο ως αδιάσπαστος μονόλογος) ξεπερνά κατά πολύ την περιοχή της ποίησης, αναπτύσσοντας ένα ευρύ φάσμα θεμάτων. Σε ό,τι αφορά την ιστορία της λογοτεχνίας, ο ποιητής υπερασπίζεται με σθένος τους παραθεωρημένους και τους ελάσσονες, αντιπαρατάσσοντας τον Κάλβο στον Σολωμό και στον Καβάφη ή προτιμώντας τον Γρηγόριο Παλαιολόγο, τον Εμμανουήλ Λυκούδη και τον Νικόλαο Επισκοπόπουλο από τον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό και τον Καρκαβίτσα. Συζητώντας, πάλι, για το περιοδικό Κριτική, το οποίο εξέδωσε και διηύθυνε από το 1959 ως το 1961, ο Αναγνωστάκης θα ξεκαθαρίσει ότι στόχος του ήταν να ξεφύγει από τον αντιδραστικό χώρο της πολιτισμικής Αριστεράς, συλλαμβάνοντας τη μελλοντική φωνή των γεγονότων. Σχολιάζοντας, επιπροσθέτως, το θέμα της γλώσσας, ο ποιητής θα εξηγήσει ότι η γλώσσα βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς αλλαγής, διαγράφοντας την καθημερινή της πορεία με τα λάθη, με την αργκό, αλλά και με την ενσωμάτωση των ξένων λέξεων στον πολυσχιδή οργανισμό της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ