Ενας νεαρός Αμερικανός, κρατώντας τη φθαρμένη φωτογραφία μιας γυναίκας που (ενδέχεται να) έσωσε τον παππού του από τους ναζιστές, αποφασίζει να ταξιδέψει στη μακρινή Ουκρανία προκειμένου να την εντοπίσει και έτσι να εκπληρωθεί ένας οικογενειακός θρύλος, μία ακόμη μικρή και λυτρωτική δικαίωση μυθικών διαστάσεων με μεγάλο φόντο τη βαριά σκιά του Ολοκαυτώματος.

Ο ήρωας λέγεται Τζόναθαν Σάφραν Φόερ και είναι το ημιαυτοβιογραφικό alter ego του συγγραφέα του ανατρεπτικού μυθιστορήματος Ολα έρχονται στο φως (2002), που απέσπασε πολυάριθμα βραβεία στην Αμερική. Το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα Τζόναθαν Σάφραν Φόερ (γενν. 1977, Νέα Υόρκη) προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στην Αμερική, κέρδισε την εκτίμηση πολλών σημαντικών συγγραφέων και αγαπήθηκε από το κοινό και τους κριτικούς.

Ο 33χρονος σήμερα συγγραφέας, με τις εβραϊκές καταβολές, έκανε ένα ανάλογο οδοιπορικό το 1999 αναζητώντας πληροφορίες για το πώς ο παππούς του διασώθηκε και διέφυγε τελικά στις ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα, όπως έχει πει ο ίδιος, ήταν αυτό το μυθιστόρημα το οποίο είχε αρχίσει να γράφει όταν έκανε μαθήματα δημιουργικής γραφής (στα δεκαοκτώ του χρόνια) με την Τζόις Κάρολ Οουτς στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον, η οποία τον ξεχώρισε και του είπε πως διαθέτει ξεχωριστό ταλέντο και «συγγραφική ενέργεια».

Ο δεύτερος κεντρικός ήρωας, που συνιστά και τη δεύτερη ευτράπελη αφηγηματική φωνή του συγγραφέα, είναι ο Αλεξάντερ Πέρτσοφ, ένας ντόπιος διερμηνέας και ξεναγός που κυριολεκτικά επιφέρει απανωτά σοκ στην αγγλική γλώσσα και είναι το δημιουργικό μέσο για να πειραματιστεί με τη γλώσσα ο Τζόναθαν Σάφραν Φόερ. (Το πείραμα με τη γλώσσα διασώζεται αρκετά καλά στην ελληνική μετάφραση.) Η συγγραφέας και κριτικός Φράνσιν Πρόουζ έγραψε στο ένθετο «Νew Υork Τimes Βook Review» ότι «η αγγλική γλώσσα είχε να κατακρεουργηθεί και να αναδυθεί με τόση λάμψη και σπιρτάδα από την εποχή του Κουρδιστού πορτοκαλιού του Αντονι Μπέρζτες».

Ο Πατέρας του Αλεξάντερ έχει ένα τουριστικό γραφείο που λέγεται «Κληρονομιά Τours» και εξυπηρετεί τους εβραίους «που προσπαθούν να ξεθάψουν μέρη όπου κάποτε υπήρχε η οικογένειά τους», δηλαδή στην ευρύτερη επικράτεια της Ανατολικής Ευρώπης, όπου υπάρχουν τα ιστορικά απομεινάρια της εβραϊκής ταυτότητας της Διασποράς. Ο Αλεξάντερ, ο οποίος θαυμάζει εκ του μακρόθεν την αμερικανική κουλτούρα, όπως αυτή περνάει στην τηλεόραση και στη μουσική, συναντά για πρώτη φορά άνθρωπο εβραϊκής καταγωγής. «Θα είμαι και πάλι πιστός στην αλήθεια και θα αναφέρω ότι πριν από το ταξίδι είχα την άποψη πως οι εβραίοι έχουν σκατά στον εγκέφαλό τους» εξομολογείται όταν πλέον έχει πειστεί ότι ο πελάτης του «είναι ένας δαιμόνιος εβραίος». Οδηγός αναλαμβάνει ο χήρος Παππούς του Αλεξάντερ που πιάνει το τιμόνι ενώ είναι σχεδόν τυφλός. Αφενός δεν βλέπει καλά, αφετέρου βασανίζεται κι αυτός από τις μνήμες του πολέμου έχοντας για συνοδηγό τη σκύλα Σάμι Ντέιβις Τζούνιορ Τζούνιορ (επειδή αυτός ήταν ο αγαπημένος του τραγουδιστής), ένα ζωντανό που σκέφτεται ακατάπαυστα το σεξ.

Ο Τζόναθαν είναι ένας χορτοφά γος (στην πραγματικότητα ο Φόερ προσπάθησε ανεπιτυχώς να κάνει χορτοφάγο τη σκυλίτσα του!) που ταξιδεύει στην ύπαιθρο μιας χώρας μανιακής με το κρέας και με ανθρώπους που βλέπουν την εβραϊκότητά του κάπως καχύποπτα. Αυτό το ταξίδι κρύβει αναπάντεχες εκπλήξεις, όλα έρχονται τελικά στο φως, αλλά με έναν ιδιαίτερο τρόπο που αποκαλύπτεται μέσω της μεταμοντέρνας φόρμας, την οποία ο συγγραφέας εξαντλεί, άλλοτε σαν παιδί που παίζει και άλλοτε σαν δόκιμος υποψιασμένος γραφιάς.

Το βιβλίο έχει δύο παράλληλες αφηγήσεις.

Η πρώτη είναι αυτή του μυθιστορήματος που γράφει ο ήρωας Τζόναθαν αναπλάθοντας την ιστορία του στετλ (λέξη από τα γίντις) Τράχιμπροντ, δηλαδή του χωριού του παππού του, από το 1791 ως το 1942, όταν οι Γερμανοί έπνιξαν στον τοπικό ποταμό την πλειονότητα των 1.204 εβραίων κατοίκων του.

Η δεύτερη αφήγηση είναι η αναζήτηση της Ογκουστίν, της γυναίκας της φωτογραφίας, την οποία εξιστορεί ο Αλεξάντερ που επιπλέον στέλνει γράμματα στον Τζόναθαν, αφού ο τελευταίος έχει επιστρέψει στην Αμερική, υπογράφοντας πάντα στο τέλος με το επίρρημα «άδολα».

Οι δύο αφηγήσεις λιώνουν η μία μέσα στην άλλη, αναδεύονται χρονικά και μόνο στο τέλος, έπειτα από κακαριστά γέλια και ένα αίσθημα απώλειας, ο αναγνώστης σχηματίζει την τελική άποψή του γι΄ αυτή την πρωτότυπη σύνθεση που πυροδοτεί την αμφιβολία του για τη φύση αυτής της θαυμαστής γραμμής ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαντασία. «Ο κόσμος σήμερα μετατρέπεται σε κολάζ μέρα τη μέρα» έχει πει ο συγγραφέας για τη σημερινή μας κουλτούρα. Το βιβλίο αυτό αποδεικνύει του λόγου του το ασφαλές. Μιλάει για την ιστορία, τη μνήμη, την οικογένεια, τις προσωπικές και συλλογικές ταυτότητες σε έναν κόσμο σπαρακτικών θραυσμάτων. Διαβάστε το.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ