Τι είδους παράθυρα µπορεί να ανοίξουν ξαφνικά στο τοπίοτης καθηµερινής ζωής; Με ποιον τρόπο είναι δυνατόν να αλλάξουν ριζικά όψη οι εικόνες που περνούν ξανά και ξανά µπροστά από τα µάτια µας χωρίς να αποσπούν ποτέ, ούτε για κλάσµα δευτερολέπτου, τον νου µας, αφού µοιάζουν µε µια αδιαφοροποίητη, σταθερά επαναλαµβανόµενη µάζα; Πώς θα αποκαλύψει το καθηµερινό τα µικρά ή τα µεγάλα τέρατα που κρύβονται κάτω από την αδιατάρακτη επιφάνειά του;

Τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στη συλλογή διηγηµάτων Ολο το φως απ’ τα φεγγάρια του Κώστα Καβανόζη (το τρίτο κατά σειρά πεζογραφικό βιβλίο του) ανήκουν, από το πρώτο ως το τελευταίο, σε έναν πέρα για πέρα αφανή κόσµο. Εναν κόσµο που δεν έχει εκπέσει από κάποιο παλαιότερο εξυψωµένο επίπεδο, χάνοντας κατά την πτώση του τα εξασφαλισµένα προνόµια και τις εγγυηµένες διακρίσεις του, αλλά αντιθέτως ζει εξαρχής βυθισµένος στην ανωνυµία και στη σιωπή κοπιάροντας ακούραστα τον εαυτό του.

Ακούραστα; Οχι ακριβώς. Οι αποπροσωποποιηµένοι ήρωες του Καβανόζη τρυπούν µε µια απρόσµενη δύναµη το κουκούλι του ανώδυνου κενού εντός του οποίου βρίσκονται εγκατεστηµένοι, για να έρθουν κάποια στιγµή σε πλήρη ρήξη τόσο µε την ισοπεδωµένη τους ύπαρξη όσο και µε όλα εκείνα που έχουν ταχθεί να την περιβάλλουν από καταβολής της. Αλλοι πηδούν από το µπαλκόνι τους µέσα σε µια αχλύ θαλασσινής ευδίας («Species horrenda»), άλλοι πεθαίνουν στο µπάνιο τους την ώρα που ο οργανισµός τους έχει ενεργοποιήσει όλες τις αισθήσεις του («Αρωµα λεµόνι»), κάποια παιδιά έχουν ταξιδέψει µε τις κούνιες τους ως τον ουρανό ανοίγοντας ένα σκοτεινό βάραθρο από κάτω τους («Πηγαινέλα»), ενώ κάποιοι τρίτοι θα καταλήξουν να αλληλοεξοντωθούν για µια αµφίβολη ερωτική διεκδίκηση («Ενας!»).

Ο απαρατήρητος αστικός περίγυρος (τα τυχαία συναρµοσµένα κοµµάτια της πόλης, αλλά και το εσωτερικό των σπιτιών) θα αρχίσει να αποκτά έτσι µια ανησυχαστική, παραµορφωτική λειτουργία η οποία θα µετατρέψει τη συµφωνηµένη λογική τάξη του σε ένα διαρκές παραλήρηµα της καθηµερινότητας. Οι άνθρωποι θα µπερδέψουν εδώ την ταυτότητά τους, για να οδηγηθούν σε πλήρη σύγχυση ρόλων και σε πολλαπλές παρανοειδείς καταστάσεις. Ο Καβανόζης θα δώσει σάρκα και οστά στους ενδότερους και στους πλέον ανοµολόγητους φόβους µας, φτιάχνοντας µια σειρά από ονειρικά στιγµιότυπα από τα οποία δεν απουσιάζει κάποτε και ένα καθαρώς σχιζοειδές στοιχείο.

Παραλήρηµα

Η παράνοια και το παραληρηµατικό κλίµα δεν σταµατούν όταν τα διηγήµατα του Καβανόζη µετακινούνται από τον αστικό χώρο στο περιβάλλον της επαρχίας και της υπαίθρου. Γιαγιάδες ετοιµάζονται να αποκεφαλίσουν κλεφτοκοτάδες χωρίς να είναι σε θέση να βγάλουν τα θύµατά τους από την έκσταση στην οποία έχουν περιέλθει («Τριάντα εφτά και µισό ακριβώς»), ένας παππούς και ένας εγγονός προσπαθούν να κάνουν καλά τον καλικάντζαρο γάτο τους («∆ώδεκα µέρες»), ένας πλανόδιος κουλουρτζής στοιχειώνει τον βίο µιας καθώς πρέπει οικογένειας («Ολα τα λάφια»), ένα ζευγάρι γερόντων ψάχνει να βρει ποιος από τους δίδυµους γιους του είναι νεκρός µετά το αδελφοκτόνο φονικό («Στρατιώτης πεζικού») και ένας φωτοσυλλέκτης µαζεύει υπό την ευλογηµένη επίδραση της σελήνης µεγάλα αποθέµατα ζωικής ενέργειας («Ολο το φως απ’ τα φεγγάρια»).

Το παράλογο εγκαθίσταται τώρα στις µαγεµένες µορφές του δηµοτικού παραµυθιού της θρακιώτικης παράδοσης, την οποία και συνεχώς ανακαλούν οι υπαίθριοι τόποι του Καβανόζη (πανταχού παρούσα στο ξετύλιγµά τους), φέρνοντας κάθε τόσο στην επιφάνεια την οιωνοσκοπική και υπερβατική της διάσταση.

Με έναν λόγο που έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την ακατάσχετη ροή της γλώσσας και της συνείδησης, ενοποιώντας τόσο τις διαφορετικές φωνές των πρωταγωνιστών όσο και τους αναµεταξύ τους διαλόγους, ο Καβανόζης καταφέρνει να µεταµορφώσει την καθηµερινή σύµβαση όχι µόνο σε εφιαλτική περιπλάνηση, αλλά και σε πηγή εκστατικής αφαίρεσης, που µπορεί να βάλει εµπόδιο είτε στη ραγδαία φθορά είτε στην παραλυτική αγκύλωση ενός ποικιλοτρόπως συµπιεσµένου και αδιέξοδου ζην. Τα ισχυρότερα, ασφαλώς, σηµεία της τεχνικής του είναι οι πυκνές χρονικές παλινδροµήσεις και η αδιάκοπη συρρίκνωση και διαστολή των εικόνων που σχηµατίζει το εγώ για την πραγµατικότητα (τη δική του και των άλλων). Ενας σαφώς έκκεντρος συγγραφέας, που δίνει στα αντεστραµµένα είδωλά του µιαν έντονα ποιητική χροιά αποφεύγοντας σοφά τη λεκτική εκζήτηση ή τη γλυκερή ασάφεια του ποιητικισµού.

Αντεστραµµένα είδωλα

Ο Κώστας Καβανόζης έκανε την παρθενική του πεζογραφική εμφάνιση το 2004 με το «Χοιρινό με λάχανο», το οποίο περιέχει τρεις νουβέλες μεγάλης δραματικής έντασης. Ο σωματικός και ψυχικός ακρωτηριασμός αποτελεί το κεντρικό μοτίβο και των τριών κειμένων τού πρώτου του βιβλίου.

Θάνατοι, τραυματισμοί και αδιανόητα παιδικά τραύματα σημαδεύουν στο «Χοιρινό με λάχανο» μια εσκεμμένα διαταραγμένη αφήγηση, που κατρακυλάει με δαιμονική ταχύτητα από το ένα επεισόδιο της μυθοπλασίας στο άλλο υποχρεώνοντας τον αναγνώστη να επιστρατεύσει όλες τις δυνάμεις της προσοχής του για να απολαύσει στο τέλος μια λογοτεχνία υψηλών επιδόσεων.

Δεν θα συμβεί το ίδιο με το δεύτερο βιβλίο του, το οποίο κυκλοφόρησε το 2009 υπό τον τίτλο «Του κόσμου ετούτου». Με πρωταγωνιστικό πρόσωπο έναν χορευτή- ιερέα-θεό, ο οποίος κυριαρχεί στις ψυχές των πιστών του οδηγώντας τους άλλοτε σε καταστάσεις άγριας αμαρτίας και άλλοτε σε πράξεις λυτρωτικού εξαγνισμού, ο συγγραφέας δεν κατορθώνει να ελέγξει τη γενικευμένη ρευστότητα που παρουσιάζει το αφήγημά του, μετατρέποντας τον αρχετυπικό κόσμο του σε ένα δύσμορφο, άναρχο και εν πολλοίς ακατάληπτο τοπίο.

Αποτελεί ευτύχημα το γεγονός ότι με το τρίτο σημερινό του βιβλίο ο συγγραφέας επιλύει δραστικά τα προβλήματά του και επανακάμπτει σε έναν δρόμο ο οποίος μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα γόνιμος και στο μέλλον.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ