Στη βόρεια ακτή της Αδριατικής, είκοσι περίπου χιλιόμετρα έξω από την Τεργέστη, βρίσκεται το χωριό Ντουίνο. Και εκεί, πάνω σε μια απόκρημνη ακτή υψώνεται ένα από τα ωραιότερα κάστρα της Ευρώπης, όπου στα μέσα Ιανουαρίου του 1912 μέσα σε λίγες ημέρες ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε έγραψε την πρώτη και τη δεύτερη από τις δέκα Ελεγείες του Ντουίνο . Το έργο ολοκληρώθηκε δέκα χρόνια αργότερα σε έναν πύργο (το Chateau de Μuzot) στο Σερ της Ελβετίας και εκδόθηκε τον επόμενο χρόνο. Η επίδραση των Ελεγειών στην ποίηση του 20ού αιώνα μόνο με εκείνη της Ερημης χώρας του Ελιοτ μπορεί να συγκριθεί. Ενενήντα χρόνια σχεδόν μετά την πρώτη τους έκδοση οι Ελεγείες εξακολουθούν να μεταφράζονται συνεχώς σε όλο τον κόσμο- και στη χώρα μας. Με τις πρόσφατες του Σωτήρη Σελαβή και της Μαρίας Τοπάλη φτάνουμε αισίως στις δέκα, ενώ υπάρχει και μια επιπλέον, υπό έκδοση, του Θανάση Λάμπρου.

Το μαγευτικό κάστρο

Το 1909 ο Ρίλκε γνώρισε στο Παρίσι την πριγκίπισσα Μαρί Τουρν ουντ Τάξις, στην οικογένεια της οποίας ανήκε το ιστορικό κάστρο του Ντουίνο, που στα επόμενα χρόνια θα ήταν η φίλη και προστάτιδά του. Εκείνη τον προσκάλεσε να επισκεφθεί το κάστρο και να μείνει εκεί για να σκεφθεί και να γράψει. Ο Ρίλκε θα βρισκόταν εκεί (για δεύτερη φορά) τον Οκτώβριο του 1911. Τον Ιανουάριο της επόμενης χρονιάς, περπατώντας το βράδυ μόνος στην απόκρημνη ακτή συνέλαβε τον πρώτο στίχο της πρώτης ελεγείας: « Ποιος θα μ΄ άκουγα αν κραύγαζα απ΄ των αγγέλων τα τάγματα;». Ο ίδιος αργότερα είπε πως ήταν σαν να του τον υπαγόρευσε μια φωνή η οποία ερχόταν από τον γκρεμό που ανοιγόταν μπροστά του. Αμέσως κάθησε και μέσα σε δημιουργική παραφορά άρχισε να γράφει το μεγάλο έργο. Οι δυο πρώτες ελεγείες ολοκληρώθηκαν μέσα σε δύο ημέρες. Επειτα ακολούθησαν κάποια αποσπάσματα από τις υπόλοιπες και κατόπιν σιωπή. Ηταν σαν να είχε πέσει μια μαύρη αυλαία σε μια παράσταση που θα ξανάρχιζε και θα ολοκληρωνόταν δέκα χρόνια αργότερα. Σε αυτό το διάστημα ωστόσο ο Ρίλκε έγραψε και το δεύτερο από τα κορυφαία του έργα, τα Σονέτα στον Ορφέα.

Οποιος επισκεφθεί το μαγευτικό κάστρο του Ντουίνο δεν μπορεί παρά να ανακαλέσει τις Ελεγείες, να θυμηθεί στίχους που σφράγισαν την παγκόσμια λογοτεχνία, όπως: «ο κάθε άγγελος είναι τρομερός» ή « ποιος με δέος δεν στάθηκε μπρος στην αυλαία της καρδιάς του». Νιώθει το ίδιο δέος με τον ποιητή έχοντας μπροστά του το υδάτινο πλατό της Αδριατικής και αισθάνεται πως αν ανοίξουν τα σύννεφα στον ορίζοντα θα δει τα τάγματα των αγγέλων, όπως τα φαντάστηκε ο Ρίλκε, να του μιλούν: για τη ζωή, τον θάνατο, την ύπαρξη την ίδια. Η θάλασσα μπροστά του είναι το παραπέτασμα του σύμπαντος που καρδιά του είναι η συνείδηση των όντων και η αίσθηση που έχουμε για τη μετά θάνατον ζωή, όπως μας κληροδοτήθηκε από τον Δάντη. Δεν είναι ίσως τυχαίο που και ο Δάντης πέρασε από εδώ και έγραψε τμήματα της Θείας Κωμωδίας.

Ο Ρίλκε και ο Ελύτης

Ο κόσμος των αγγέλων του Ρίλκε είναι ο κόσμος της ομορφιάς και η τελευταία «δεν είναι παρά η αρχή του τρομερού». Ετσι, η τέχνη, χωρίς να αποκτά θρησκευτικό χαρακτήρα, παίρνει τη μορφή της προσευχής. Ο ενδιάμεσος κόσμος, ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, είναι το βασίλειο της ύπαρξης όπου περιέχονται τα πάντα: ο πόνος, η χαρά, η απώλεια, οι εξάρσεις και οι καταπτώσεις μας. Και πίσω του ανοίγεται ένας άλλος, ο κόσμος των σκιών: άυλος, φανταστικός, όπως εκείνος που αναδύεται στην ελληνική μυθολογία.

Ο Εζρα Πάουντ είχε πει κάποτε πως το σημαντικότερο ποιητικό θέμα είναι η εν ζωή κάθοδος στον Αδη. Ουδείς ποιητής του νεότερου κόσμου το χειρίστηκε καλύτερα από τον Ρίλκε, που ο μύθος του Ορφέα και της Ευρυδίκης είναι κεντρικός στην ποίησή του, και ιδίως στο αριστουργηματικό Ορφέας. Ευρυδίκη. Ερμής του 1904, όπου συνυπάρχουν ο ερωτισμός και ο φόβος, το άπειρο και η συνείδηση. Στις Ελεγείες η συνείδηση παίρνει τη μορφή της νύχτας, που μεταμορφώνει τη θάλασσα, την ακτή, τις σκιές του κάστρου, τη μυθολογία και την ιστορία του και μας στρέφει στον εαυτό μας για να αισθανθούμε πως έχουμε μέσα μας έναν Θεό, ζωντανό ή νεκρό- ή και τα δύο. Αλλά η ατομική συνείδηση είναι συνείδηση των όντων. Και εδώ έχουμε κάτι εξαιρετικά σημαντικό, καινοτόμο και ανεπανάληπτο, που εξηγεί γιατί οι Ελεγείες μεταφράζονται και ξαναμεταφράζονται. Οχι μόνο επειδή ο κάθε μεταφραστής θέλει να αναμετρηθεί και με το μεγάλο έργο αλλά και γιατί οι Ελεγείες συνδέουν την παράδοση με τη νεότερη ευαισθησία παραμένοντας ένα έργο ολοκληρωμένο και μεταιχμιακό ταυτοχρόνως. Ο Ρίλκε συνδέεται με τον Νοβάλις των Υμνων και τον Χέλντερλιν του Αρτος και οίνος. Και αποδεικνύεται ισάξιός τους.

Στην ελληνική λογοτεχνία το έργο αυτό υπήρξε πηγή έμπνευσης πολλών ποιητών μας. Κατεξοχήν παράδειγμα ο Ελύτης, που με τα Ελεγεία της Οξώπετρας ακολουθεί το παράδειγμα εκείνου του ονειρικού πλάσματος από την Πράγα που κατάφερε το αδιανόητο: να βάλει όχι ψαλμούς αλλά την ανθρώπινη ομιλία στο στόμα των αγγέλων.

Είχα συναντήσει κάποτε έναν ιταλό ποιητή από την Τεργέστη που μου είχε πει πως μετά τον Ρίλκε οι άγγελοι δεν μιλούν στα λατινικά αλλά στα γερμανικά και πως εκείνος θέλησε να μάθει γερμανικά προκειμένου να διαβάσει τις Ελεγείες στο πρωτότυπο.

Οσοι δεν έχουν το προνόμιο, μπορούν να παρηγορηθούν με τις μεταφράσεις του Σελαβή και της Τοπάλη. Η προσπάθειά τους είναι τουλάχιστον συγκινητική. Εξαιρετικά χρήσιμα επίσης είναι τα σχόλια, οι σημειώσεις, τα υπομνήματα και οι πληροφορίες που παρέχουν. Και το επίμετρο του Κώστα Κουτσουρέλη που συνοδεύει τις μεταφράσεις του Σελαβή είναι ένα θαυμάσιο συγκριτολογικό δοκίμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ