Ο αστός δεν είναι σωστός. Ηδη µε την πρώτη εµφάνισή του, στις αρχές της δεύτερης µετά Χριστόν χιλιετίας, ήταν ξένο σώµα στο κοινωνικό σύνολο: Οι bourgeois των φραγκόφωνων περιοχών, oι νέοι «ελεύθεροι» κάτοικοι των bourg, των κάστρων, δεν χωρούσαν πραγµατικά ανάµεσα στις τρεις βασικές τάξεις της φεουδαρχίας: τους αγρότες, τους κληρικούς και τους ευγενείς. Και αυτό το κατασκευαστικό λάθος το διατήρησαν και µετά την επικράτηση του καπιταλισµού.

Η «µεσαία» τάξη, όπως λέγονταν τα πρώτα αστικά στρώµατα, δεν απέκτησε ποτέ σταθερή ταυτότητα, όπως, ας πούµε, οι αριστοκράτες. Η «φύση» του άλλαζε συνεχώς – πότε ήταν µεταπρατική, πότε βιοµηχανική, πότε χρηµατιστική, και πότε (στις χώρες του Τρίτου Κόσµου) «διοικητική». Με άλλα λόγια, ο αστός δεν ήταν ποτέ πιστός σε έναν ρόλο ή στον ίδιο τον εαυτό του.

Αυτή η συνεχής µεταµόρφωση δεν ήταν πάντα αναγκαστική, υπαγορευµένη από την αλλαγή του καπιταλισµού. Επί µέρους ήταν και ηθεληµένη. Ηδη στα µέσα του 19ου αιώνα ο αστός άρχισε να «το παίζει» – στον τρόπο ζωής – αριστοκράτης. Η «αριστοκρατοποίησή» του ολοκληρώθηκε στα µέσα του 20ού αιώνα και οικονοµικά, όταν, ως συνέπεια του χωρισµού της ιδιοκτησίας από τη διαχείρισή της, παρέδωσε τα ηνία της επιχείρησής του σε µάνατζερ και, αντί να κυνηγά ο ίδιος, όπως γινόταν ως τότε, νυχθηµερόν το κέρδος, περιορίστηκε στην είσπραξη µιας «αριστοκρατικής» προσόδου, ήτοι των µερισµάτων από τις µετοχές του.

Αυτό δεν σηµαίνει βέβαια ότι έπαψε να είναι παντοδύναµος. Στο δοκίµιό του «Ο αστός: Εννοια και πραγµατικότητα» ο αµερικανός κοινωνιολόγος Ιµάνουελ Βαλερστάιν ξεκαθαρίζει ότι έστω και «αυτοακρωτηριασµένος» ο µεγαλοαστός παραµένει ο κυρίαρχος παίκτης του συστήµατος – οικονοµικά και πολιτικά.

Μόνο που τώρα, έχοντας παρατήσει τον κεντρικό ρόλο στην επιχείρηση, χάνει και το κύρος του ως «πατέρα» των υποτακτικών του. Οι τελευταίοι µπορούν έτσι ευκολότερα να χειραφετηθούν και να ζητήσουν λύσεις «βασισµένες στα συµφέροντά τους και ενάντια στην εκµετάλλευση και στα άλλα κακά της µοίρας τους».

Το δοκίµιο αυτό εµπεριέχεται στο βιβλίο Σύγκρουση πολιτισµών; Η µεγάλη εικόνα και το µελλοντικό σύστηµα, στην ουσία µια συλλογή λόγων του Βαλερστάιν από τα τελευταία 25 χρόνια. Η µετάφραση της Ελίνας Φωτεινού και του Σπύρου Μαρκέτου αναπαράγει το ζωντανό στυλ της αφήγησης – και αυτό συντηρεί επιπλέον το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Ο Βαλερστάιν δεν ξέρει όµως απλώς να αφηγείται. Η πρωτοτυπία του, όπως δείχνει το δοκίµιό του για τον αστό, συνίσταται στην ικανότητά του να αναµειγνύει εκ νέου και να ανασυνθέτει µε µαγικό τρόπο τις πιο παλιές αντιλήψεις περί τάξεων, εθνών και πολιτισµών, καθώς και των ανταγωνισµών µεταξύ τους. Από αυτή την άποψη, όπως έγραψε µια εφηµερίδα, η µέθοδός του µοιάζει πολύ µε εκείνη του µάγου της «µοριακής µαγειρικής» Φεράν Αντριά, ο οποίος, χάρη σε νέους συνδυασµούς µορίων, έφερε τα πάνω κάτω στην παγκόσµια γαστρονοµία παρασκευάζοντας, για παράδειγµα, παγωτό από… ελαιόλαδο – και δη λίαν γευστικό.

Η ανασύνθεση του Βαλερστάιν κινείται ανάµεσα σε δύο πλαίσια: Το πρώτο είναι ότι ζούµε σε έναν κόσµο πολλών «οικουµενισµών» – θρησκευτικών, ιδεολογικών, κοινωνικών. Και το δεύτερο, η ακράδαντη πίστη του ότι ο καπιταλισµός έχει φάει τα ψωµιά του. Στα ερχόµενα 50 χρόνια, γράφει, «το σηµερινό µας σύστηµα όχι απλώς θα έχει πάψει να υπάρχει, αλλά και θα έχει αντικατασταθεί από κάποιο άλλο».

Αυτό το «άλλο» δεν είναι ωστόσο δεδοµένο. Η έκβαση της αντικατάστασής του είναι αβέβαιη. «Εχω υποστηρίξει ότι αυτή η αβέβαιη έκβαση µπορεί να οδηγήσει σε ένα ιστορικό σύστηµα που θα είναι καλύτερο, χειρότερο ή ηθικώς ισοδύναµο µε το σηµερινό» προσθέτει. «Αλλά είναι ηθικό και πολιτικό µας καθήκον να το κάνουµε καλύτερο».

Με αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας ξαναφέρνει στο επίκεντρο την αναγκαιότητα της πολιτικής – τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσµιο επίπεδο. Ο µοχλός της, τονίζει, είναι τα νέα κινήµατα, όπως το Παγκόσµιο Κοινωνικό Φόρουµ, µέσα στα οποία θα πρέπει να ισχύει η ισοτιµία των φορέων του κατά το πρότυπο του «ουράνιου τόξου».

Οι στόχοι της, παράλληλα, είναι ποικίλοι. Μεσοπρόθεσµα όµως, τονίζει, ο «καλύτερος» είναι η «αποεµπορευµατοποίηση» σε όλο και περισσότερους τοµείς, µε αφετηρία τους ήδη υπάρχοντες στην Υγεία και στα πανεπιστήµια.

Αν παρέβλεπε κανείς τις ηµεροµηνίες θα έλεγε ότι τα δοκίµια αυτά γράφτηκαν για σηµερινή χρήση: υπέρ των «αγανακτισµένων πολιτών» στην πλατεία Συντάγµατος και κατά του «ancient regime» των Παπανδρέου, Πάγκαλου, Σαµαρά, Ρεν, Σόιµπλε.

«Ταξιδεύουµε σε αχαρτογράφητες θάλασσες» προειδοποιεί ο ίδιος. Μόνο µε µια καλή πολιτική πυξίδα µπορεί να αποφύγει κανείς τα νερά των αντιπάλων, των αστών – σωστών ή µη. Και να αποτρέψει τις δικές τους λύσεις, οι οποίες, όπως γράφει, αποβλέπουν στο να αλλάξουν τα πάντα µε τρόπο «που να µην αλλάξει τίποτε».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ