Βρισκόμαστε στο Νιούαρκ του 1944, στα μέσα ενός εξαντλητικού καλοκαιριού. Ενας αδυσώπητος ήλιος σιγοβράζει τα πάντα στην ευρύτερη περιοχή του Νιου Τζέρσεϊ. Ο τόπος αχνίζει από την υπερβολική ζέστη και οι κάτοικοι προσπαθούν να υπομείνουν την αποπνικτική ατμόσφαιρα. Ο στόλος του Ειρηνικού των ΗΠΑ έχει ήδη βομβαρδιστεί και σχεδόν καταστραφεί από την αιφνιδιαστική ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ (1941), ενώ η πλειονότητα των νεαρών ανδρών της πόλης έχει πλέον καταταγεί στον στρατό πολεμώντας στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων, καθώς ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος κορυφώνεται στην Ευρώπη. Πίσω έχει μείνει ο 23χρονος Γιουτζήν Κάντορ, ένας ευπατρίδης και δυνατός νέος: τα προβλήματα στην όρασή του δεν του επέτρεψαν να φύγει κι αυτός για το μέτωπο. Ο κεντρικός ήρωας στο νέο μυθιστόρημα του Αμερικανού Φίλιπ Ροθ με τίτλο Νέμεσις είναι ένας νέος με μπόλικη αρετή και μια επαμφοτερίζουσα τόλμη. Η μητέρα του πέθανε στη γέννα, ενώ ο πατέρας του ήταν ένας τζογαδόρος μικροαπατεώνας που ο παππούς και η γιαγιά του, εβραίοι της διασποράς, οι οποίοι τον ανέθρεψαν, φρόντισαν να κρατήσουν μακριά από το εγγόνι τους.

Μια μέρα ο Γιουτζήν βρέθηκε αντιμέτωπος στην αποθήκη του παντοπωλείου του παππού του με ένα τεράστιο τρωκτικό. Κατανικώντας τον φόβο του, πήρε ένα φτυάρι και του άνοιξε το κεφάλι στα δύο. Εκτοτε ο παππούς άρχισε να τον φωνάζει Μπάκι, ένα παρατσούκλι που του χάρισε για «την επιμονή, τη θαρραλέα και μαχητική ευψυχία,τη δυνατή θέλησή του» ενσταλάζοντας σταδιακά στον εγγονό του τη δεσμευτική για έναν άνδρα λογική της ευθύνης και του καθήκοντος.

Το καλοκαίρι προχωρεί κανονικά, ώσπου ασθενοφόρα αρχίζουν να στριγκλίζουν στους δρόμους της εβραϊκής γειτονιάς του και της πόλης γενικότερα. Μια επιδημία πολιομυελίτιδας, αγνώστων λοιπών στοιχείων και προελεύσεως, επελαύνει και σκοτώνει μέρα με τη μέρα τους εφήβους της πόλης. Ο Μπάκι διευθύνει το Κέντρο Αθλοπαιδιών της περιοχής και, έχοντας χάσει αρκετά παιδιά από τον ιό, προσπαθεί να κατευνάσει τα πανικοβλημένα πνεύματα των κατοίκων και να διατηρήσει ανέπαφους τους δεσμούς μιας κοινότητας που άρχισε να βυθίζεται «στον χυδαίο ψόγο και το άκρατο μίσος» υπό το κράτος ενός ψυχωτικού συλλογικού φόβου.

Ο Φίλιπ Ροθ, που μας αφήνει να καταλάβουμε ύστερα από περίπου 100 σελίδες (σύνηθες στα τελευταία τρία βιβλία του) ζόφου ότι ο αφηγητής είναι θύμα της πολιομυελίτιδας και μιλάει εκ τάφου, επιστρατεύει τη φίλη του Μπάκι, τη Μάρσια, για να αναπτύξει στο δεύτερο μέρος της ιστορίας του την υπαρξιακή διχοτόμηση του ήρωα ανάμεσα στην αυτοδέσμευσή του να προστατέψει τα παιδιά και στην επιλογή που του παρουσιάζεται να ξεφύγει από τον κίνδυνο, να πάει στη θερινή κατασκήνωση όπου δουλεύει η Μάρσια και να ζήσει τον έρωτά του μαζί της.

Ο θάνατος είναι πανταχού παρών και σε αυτό το μυθιστόρημα του Ροθ όπως και στα προηγούμενα της σκοτεινής «τετραλογίας της Νεμέσεως», που περιλαμβάνει επίσης τα βιβλία Καθένας (2006), Αγανάκτηση (2008) και Η ταπείνωση (2009)με μια μικρή ενδιάμεση επαναφορά στο alter ego του Νέιθαν Ζούκερμαν στο Φεύγει το φάντασμα (2007). Επιπλέον η Νέμεσις, που μετέφρασε ιδανικά στα ελληνικά η Κατερίνα Σχινά, διαλύει τις όποιες αμφιβολίες έχουν πολλοί για το όψιμο έργο του συγγραφέα: είναι ένα (ακόμη) μυθιστόρημα πικρών διαπιστώσεων και ζηλευτής διαύγειας, γεμάτο ένταση και θάρρος.

Πρόκειται για ακόμη μία μικρή σύνθεση του αναμφίβολα κορυφαίου εν ζωή αμερικανού πεζογράφου που αφήνει τον αναγνώστη απροστάτευτο μπροστά στο αναπόδραστο της ανθρώπινης μοίρας. Ο Φίλιπ Ροθ, αυτός ο καθαρόαιμος αφηγητής της προσωπικής και συλλογικής (όχι μόνο της αμερικανικής) εμπειρίας, περιμένει πλέον έναν μόνο παράγοντα για να τον κρίνει, και αυτός είναι ο χρόνος. Το εύρος του έργου του είναι πολύ μεγάλο και οι εναντίον του ενστάσεις πραγματικά μικρές.

«Ζούσα με τον φόβο της αρρώστιας»

«Εφτιαχνα μια λίστα από πράγματα που έζησα αλλά δεν είχα γράψει ποτέ γι΄ αυτά» είπε ο Φίλιπ Ροθ σε μια συνέντευξη Τύπου που έδωσε στα γραφεία του εκδότη του στο Μανχάταν, λίγο μετά την έκδοση του 32ου βιβλίου του το περασμένο φθινόπωρο.

«Υπήρχαν κάμποσα, και όταν σκέφτηκα την πολιομυελίτιδα, άρχισα να αναρωτιέμαι πώς έπρεπε να τη διαχειριστώ. Γεννήθηκα το 1933 και έτσι έζησα υπό τον φόβο της για πολλά χρόνια» εξήγησε ο συγγραφέας, ο οποίος μεγάλωσε στο Νιούαρκ. Εκεί κινούταν και ο Μάρκους Μέσνερ, ο νεαρός τραγικός ήρωας της Αγανάκτησης που, μαζί με τον Μπάκι Κάντορ, συμβολίζει την ορμή της εφηβείας απέναντι στα τιμήματα της παράλογης και σκληρής ζωής στα πιο πρόσφατα έργα του. Το τελευταίο μιας μεγάλης σειράς βραβείων που έλαβε ο αμερικανοεβραίος συγγραφέας ήταν το Μπούκερ 2011 για το σύνολο του έργου του. Τα περισσότερα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις.

Η πρώτη σελίδα
Ετσι αρχίζει το μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ

Το πρώτο κρούσμα πολιομυελίτιδας, εκείνο το καλοκαίρι, εκδηλώθηκε στις αρχές Ιουνίου, λίγο μετά την Ημέρα Μνήμης, σε μια φτωχή ιταλική γειτονιά, στην άλλη άκρη της πόλης.

Εμείς, στη νοτιοδυτική πλευρά του Νιούαρκ, στην εβραϊκή συνοικία του Γουικγουέικ, δεν μάθαμε τίποτα· όπως δεν μάθαμε ούτε για τα επόμενα δώδεκα κρούσματα που σημειώθηκαν σ΄ ολόκληρο το Νιούαρκ, σ΄ όλες σχεδόν τις γειτονιές εκτός από τη δική μας. Μετά την 4η Ιουλίου πια, όταν είχαν ήδη καταγραφεί σαράντα περιστατικά, εμφανίστηκε στην πρώτη σελίδα της απογευματινής εφημερίδας ένα άρθρο με τίτλο «Καμπανάκι του υπεύθυνου υγείας προς τους γονείς για την πολιομυελίτιδα», όπου αναφερόταν ότι ο δρ Γουίλιαμ Κίτελ, επόπτης της Υγειονομικής Υπηρεσίας, συμβούλευε τους γονείς να παρακολουθούν στενά τα παιδιά τους και να καλούν γιατρό αν το παιδί παρουσίαζε συμπτώματα όπως κεφαλαλγία, πονόλαιμο, ναυτία, δυσκαμψία αυχένα, πόνους στις αρθρώσεις ή πυρετό.

Μολονότι ο κύριος Κίτελ αναγνώριζε ότι τα σαράντα κρούσματα πολιομυελίτιδας ήταν υπερδιπλάσια από αυτά που συνήθως παρατηρούνταν στις αρχές της περιόδου έξαρσης της νόσου, επιθυμούσε να καταστήσει απόλυτα σαφές ότι για μια πόλη 429.000 κατοίκων αυτό δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να χαρακτηρισθεί ως επιδημία πολιομυελίτιδας. Οπως κάθε καλοκαίρι, έτσι και φέτος ήταν απαραίτητη η προσοχή και η λήψη των αναγκαίων μέτρων υγιεινής, δεν υπήρχε όμως ακόμα λόγος για πανικό ανάλογο με εκείνον που, «δικαίως, βέβαια», είχαν επιδείξει οι γονείς πριν από είκοσι χρόνια, όταν παρατηρήθηκε το μεγαλύτερο ξέσπασμα της ασθένειας στα χρονικά- η επιδημία πολιομυελίτιδας του 1916 στις βορειοανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες, οπότε και σημειώθηκαν περισσότερα από 27.000 κρούσματα και 6.000 θάνατοι. Στο Νιούαρκ τα κρούσματα ήταν 1.360 και 363 οι θάνατοι.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ