Είναι σπάνιο το φαινόµενο, σε µια ώριµη δηµοκρατία, να προτείνεται µια ριζική αλλαγή στη συγκρότηση της κεντρικής εξουσίας. Στον δυτικό κόσµο, παρόµοιας έκτασης αναµορφώσεις πραγµατοποιήθηκαν σε εξαιρετικά κρίσιµες εποχές, π.χ. την επαύριον του Β ′ Παγκοσµίου Πολέµου. Στην περίπτωση της Γαλλίας, τούτο έγινε και το 1958-62, κατά τη µετάβαση από την Τέταρτη στην Πέµπτη ∆ηµοκρατία, όταν διενεργήθηκε επιτυχώς µια δηµοκρατική µεταρρύθµιση στα ακρότατα όρια – ή και πέρα από αυτά – της συνταγµατικής νοµιµότητας. Στην Ελλάδα, συγκρότηση νέου πολιτεύµατος σηµειώθηκε το 1974-5. Με άλλα λόγια, µια πρόταση ριζικής αλλαγής αναζητεί θεσµικές λύσεις σε προβλήµατα συστηµικής υφής. Σε µια τέτοια επιχειρηµατολογία εδράζει ο Θ. ∆ιαµαντόπουλος την παρέµβασή του: αντιµετωπίζει την τρέχουσα κρίση όχι απλώς ως οικονοµική ή πολιτική, αλλά ως κυοφορούσα µείζονα προβλήµατα νοµιµοποίησης. Θεωρεί επίσης ότι ο (µετά το 1986) ακραία πρωθυπουργοκεντρικός – και ουσιαστικά αποσταθεροποιηµένος – ελληνικός κοινοβουλευτισµός δύσκολα θα βρει διέξοδο από την κρίση. Επιζητεί εποµένως µια µεγάλης έκτασης («κοσµογονική») θεσµική µεταρρύθµιση.

Ως λύση, εξετάζει τη δυνατότητα εισαγωγής του προεδρικού συστήµατος, και µάλιστα στην πλέον «καθαρή» µορφή του, χωρίς πάντως να παρασιωπά τις αδυναµίες που θεωρεί ότι είναι εγγενείς στη φύση του. Ο ∆ιαµαντόπουλος ρητά αποκλείει το λεγόµενο «ηµι-προεδρικό» σύστηµα που λειτουργεί στη Γαλλία και στη Ρωσική Οµοσπονδία. Βαθύς γνώστης των πολιτικών καθεστώτων, θεωρεί ότι τούτα τα «µέσου» τύπου, υβριδικά θεσµικά µορφώµατα τείνουν να συγκεντρώνουν τα µειονεκτήµατα και του προεδρικού και του κοινοβουλευτικού συστήµατος. Το βιβλίο προτείνει συγκεκριµένες συνταγµατικές προβλέψεις που θα θεσµοθετήσουν µια µελλοντική ελληνική Προεδρική ∆ηµοκρατία και συζητεί ένα σύστηµα που θα συγκροτείται από τον πρόεδρο ως φορέα της εκτελεστικής εξουσίας (συνεπικουρούµενο από τον αντιπρόεδρο και πιθανόν τον πρωθυπουργό σε ρόλο καθαρά διεκπεραιωτικό της προεδρικής πολιτικής), δύο νοµοθετικά σώµατα (Βουλή και Γερουσία) και Συνταγµατικό ∆ικαστήριο. Περιγράφεται, επίσης, ένα προσεκτικά σταθµισµένο πλέγµα checks and balances, το οποίο χαρακτηρίζει τα προεδρικά συστήµατα και αποτελεί ουσιώδες συστατικό τους.



ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ

Προεδρικό σύστημα στην Ελλάδα;
Στοχασμοί για μια εναλλακτική θεσμική αρχιτεκτονική

Εκδόσεις Παπαζήση, 2011, σελ. 93, τιμή 6 ευρώ

Ωστόσο, τα προβλήµατα της εφαρµογής του προεδρικού συστήµατος στην Ελλάδα είναι µεγάλα – και τα συζητεί ο συγγραφέας στο βιβλίο. Πρώτον, η ελληνική πολιτική παράδοση είναι καθαρόαιµα κοινοβουλευτική, όχι προεδρική. ∆εύτερον, το ελληνικό πολιτικό σύστηµα, από την εποχή του Τρικούπη, τείνει προς τον διπολισµό και την πόλωση, κάτι που µπορεί να δηµιουργήσει δυσλειτουργίες. Είναι π.χ. ενδεικτικό πόσο προσεκτικά προσπαθεί ο Θ. ∆ιαµαντόπουλος, µε τις προτάσεις συνταγµατικών άρθρων, να αποφύγει το σενάριο της «αποκάλυψης», δηλαδή τη σύγκρουση νοµιµοποιήσεων µεταξύ προέδρου και νοµοθετικών σωµάτων: το σενάριο αυτό, σε ένα τέτοιο σύστηµα και σε µια πολωτική πολιτική παράδοση, υποκρύπτει κινδύνους εθνικού διχασµού. Ωστόσο, το προεδρικό σύστηµα επιβάλλει, από τη φύση του, άλλες διαδικασίες αναζήτησης συναίνεσης: είναι χαρακτηριστικό ότι ο συγγραφέας προβλέπει πάγια λειτουργία ολοσχερώς αναλογικού συστήµατος ανάδειξης των νοµοθετικών σωµάτων.

Υπάρχει, τέλος, ένα πρακτικό πρόβληµα, που δεν αφορά το θέµα του βιβλίου, αλλά τις πρακτικές προϋποθέσεις εισαγωγής προεδρικού πολιτεύµατος: όπως έδειξε η γκωλική εµπειρία του 1958/1962, αυτό που κυρίως απαιτείται στη µετεξέλιξη ενός κοινοβουλευτι-κού συστήµατος σε προεδρικό (ή «ηµι-προεδρικό») είναι η πολιτικά συντριπτική δράση ενός προβεβληµένου ηγέτη, στον οποίο και θα συγκεντρωθεί η αναγκαία προεδρική νοµιµοποίηση. Ισως µάλιστα µια τέτοια ηγετική µορφή (παρά µια προϋπάρχουσα συναίνεση) είναι αυτή που θα «επιβάλει» το προεδρικό σύστηµα και θα δηµιουργήσει εκ των υστέρων την νοµιµοποίηση. Με άλλα λόγια, ο «πρόεδρος» ίσως να πρέπει να προϋπάρξει του προεδρικού συστήµατος…

Τολµηρή και ριζοσπαστική, η παρέµβαση του ∆ιαµαντόπουλου είναι χαρακτηριστική ενός δυνατού πνεύµατος, και ενδεικτική της ύπαρξης, στην ελληνικήκοινωνία, δυνάµεων που δεν έχουναπορροφηθεί από τις πνευµατικές αδράνειες της επίπλαστης ευηµερίας των τελευταίων τριών δεκαετιών. Ανεξάρτητα από τις πιθανότητες υλοποίησής της –οι οποίες, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας αναγνωρίζει, δενείναι µεγάλες – η προβολή και η συζήτησή της είναι ένα από τα ενθαρρυντικά στοιχεία της δηµόσιας συζήτησης στη χώρα αυτή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ