Μπορεί να ακούγεται παράδοξο αλλά είναι απολύτως αληθινό: η πλούσια, κατά τα άλλα, βιβλιογραφία για τη δεκαετία του 1940 είναι αρκετά φτωχή στο θέμα του κατοχικού λιμού. Εντυπωσιακό, αν λάβουμε μάλιστα υπόψη μας πως πρόκειται για τον τελευταίο σημαντικό από άποψη θνησιμότητας ευρωπαϊκό λιμό. Η περιορισμένη παρουσία του θέματος στην ιστορική έρευνα συνδέεται με τουλάχιστον τρεις παράγοντες: α) τη δυσκολία να εντοπιστούν αξιόπιστα και συστηματικά δημογραφικά δεδομένα, β) την κυριαρχία της πολιτικής έναντι της κοινωνικής ιστορίας, που είχε ως αποτέλεσμα πολλές μελέτες να εστιάσουν κυρίως στις πολιτικές εξελίξεις και γ) τις βαθιές συνέπειες του εμφυλίου πολέμου που σημάδεψαν την ελληνική κοινωνία ήδη από τα χρόνια της Κατοχής απορροφώντας έτσι ένα μεγάλο μέρος του ιστορικού ενδιαφέροντος.

Τελικά έπειτα από περίπου 70 χρόνια καταφέραμε να αγνοούμε ακόμη και τον ακριβή αριθμό των θανάτων από την πείνα και στηριζόμαστε σε κάποιες εκτιμήσεις οι οποίες υπολογίζουν τον αριθμό των θυμάτων ανάμεσα στους 250.000 και 450.000 ανθρώπους.

Χρησιμοποιώντας διεπιστημονική μεθοδολογία από τον χώρο της κοινωνικής δημογραφίας, της ιστορίας και της ανθρωπολογίας η πολύ αξιόλογη μελέτη της επίκουρης καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο του Νewcastle Βιολέττας Χιονίδου καλύπτει αναμφίβολα ένα κενό στην έρευνα καθώς επιχειρεί να ελέγξει την αξιοπιστία μερικών διαδεδομένων απόψεων γύρω από τα θέματα του λιμού. Το βιβλίο αποτελεί μετάφραση από το αγγλικό πρωτότυπο (Famine and death in occupied Greece, 1941-1944, Cambridge University Ρress, 2006). Μια μικρή παρατήρηση εδώ: θα ήταν ευχής έργο, η ελληνική έκδοση να είχε εμπλουτιστεί με τη βιβλιογραφία των τελευταίων χρόνων. Θα προσέφερε έτσι στον έλληνα αναγνώστη τα συμπεράσματα από την πιο πρόσφατη έρευνα, ενώ θα αποτελούσε και ένα νέο βιβλίο για όσους έχουν διαβάσει την αγγλική έκδοση.

Η μελέτη, αν και επιχειρεί να απαντήσει σε ερωτήματα που αφορούν το πρόβλημα του λιμού σε όλη τη χώρα, εστιάζεται ιδιαίτερα στους πληθυσμούς τριών περιοχών της χώρας: της Σύρου, της Μυκόνου και της Χίου. Η συγγραφέας επέλεξε αυτές τις περιοχές γιατί παρέχουν πλήρη δημογραφικά στοιχεία για όλη την περίοδο της Κατοχής, πράγμα που επιτρέπει μια λεπτομερή απεικόνιση των εξελίξεων. Αναμφίβολα, η επιλογή των τριών νησιών στερεί την έρευνα σε εύρος συμπερασμάτων, καθώς μπορούν να θεωρηθούν «ιδιαίτερες περιπτώσεις»· επιτρέπει όμως μια συγκριτική προσέγγιση της χρονικής και κοινωνικής διακύμανσης της πείνας στα χρόνια 1941-1944. Επιπλέον, η μελέτη τοπικών περιπτώσεων προκρίνει τη σε βάθος προσέγγιση του υπό μελέτη φαινομένου ώστε να μπορεί να εξετασθεί η αξιοπιστία των γενικών παραδοχών.

Βασική θέση του βιβλίου είναι η αμφισβήτηση της διαδεδομένης ιδέας πως ολόκληρη η χώρα επλήγη από τον λιμό τον χειμώνα του 1941-1942. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η Χιονίδου, η διατροφική κρίση κυριάρχησε σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής αλλά με διακυμάνσεις χρονικές και γεωγραφικές. Για παράδειγμα, ενώ πράγματι ο λιμός χτύπησε την Αθήνα τον χειμώνα του 1941, άλλες περιοχές, όπως η Ηπειρος, η Μακεδονία και η Πελοπόννησος, εξαιτίας της επίδρασης άλλων παραγόντων υπέφεραν κατά κύριο λόγο τον χειμώνα του 1942-1943.

Οι αιτίες

Καθώς ο λιμός υπήρξε αντικείμενο της προπαγάνδας των εμπόλεμων δυνάμεων ιδιαίτερη συζήτηση έγινε για τις αιτίες που τον δημιούργησαν και την ευθύνη που είχαν οι γερμανικές επιτάξεις τροφίμων. Σύμφωνα με τη συγγραφέα, οι επιτάξεις μόνο έμμεσα μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για την κατάσταση. Σοβαρότερο ρόλο στην επιδείνωση του προβλήματος φαίνεται πως έπαιξαν η λεηλασία από τους στρατιώτες και οι επιτάξεις μη διατροφικών αγαθών (πρώτες ύλες, οχήματα, κτλ.) που επηρέασαν σοβαρά την παραγωγική ικανότητα της χώρας και τις εμπορικές συναλλαγές, που με τη σειρά τους είχαν αντίκτυπο στο διατροφικό πρόβλημα.

Οι κατοχικές δυνάμεις, πάντως, δεν δημιούργησαν ηθελημένα τη διατροφική κρίση, όπως πολλοί πιστεύουν. Ωστόσο, η απροθυμία τους, ιδιαίτερα των Γερμανών και λιγότερο των Ιταλών, να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα ή η ανικανότητά τους να βρουν λύσεις, και εξαιτίας των αντικειμενικών δυσκολιών που έπρεπε να αντιμετωπίσουν, συνέβαλαν τα μέγιστα στην τραγωδία.

Σημαντικό ρόλο στην κρίση έπαιξε και ο βρετανικός ναυτικός αποκλεισμός της Ελλάδας για έναν ολόκληρο χρόνο. Αυτός ο αποκλεισμός σχετιζόταν αναμφισβήτητα με την πεποίθηση του Τσόρτσιλ πως ήταν ο αποτελεσματικότερος τρόπος διεξαγωγής του πολέμου. Ευτυχώς, για τη χώρα η άρση της πολιτικής του αποκλεισμού μείωσε τις συνέπειες του προβλήματος τις επόμενες χρονιές.

Η Χιονίδου, που συγκρίνει τον κατοχικό λιμό με πρόσφατες κρίσεις σε αφρικανικές χώρες, αποδίδει τις αιτίες της διατροφικής κρίσης σε μια σειρά αλληλοσχετιζόμενους παράγοντες: α) στην έλλειψη τροφίμων τους πρώτους δύο μήνες της Κατοχής, β) στην κατάρρευση των αγορών λόγω του διαμελισμού της Ελλάδας σε διαφορετικές ζώνες κατοχής, γ) στις προσπάθειες μιας αδύναμης κυβέρνησης να ρυθμίσει αυστηρά τις αγορές και δ) στην απουσία καθιερωμένων συστημάτων πρόνοιας για τους άπορους και τους φτωχούς, συστημάτων που θα μπορούσαν να προσαρμοστούν στις ακραίες εκείνες συνθήκες και να προστατεύσουν αυτούς που ήταν περισσότερο εκτεθειμένοι στον κίνδυνο (σελ. 273-274).

Οι κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες

Η διατροφική κρίση συνέβαλε στην όξυνση κοινωνικών αντιθέσεων και τοπικών αντιπαραθέσεων.Η περίπτωση της Σύρου είναι χαρακτηριστική από αυτή την άποψη καθώς ενίσχυσε την αντιπάθεια ανάμεσα στους «πεινασμένους ορθόδοξους» και τους «χορτάτους καθολικούς».Γενικότερα,η αντίθεση ανάμεσα στους πληθυσμούς της υπαίθρου και αυτούς των αστικών κέντρων βάθυνε.

Αρκετές από αυτές τις αντιθέσεις πολιτικοποιήθηκαν και νοηματοδοτήθηκαν μέσα στην εμφύλια σύγκρουση.Σε κάθε περίπτωση πάντως ο λιμός αξιοποιήθηκε πολιτικά από την Αριστερά και το ΕΑΜ, καθώς η πείνα και η απελπισία έστρεψαν ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού προς τις οργανώσεις τους που κινητοποιήθηκαν με ζήλο για τη μείωση των συνεπειών του προβλήματος. Πόσο έχει επιβιώσει στη συλλογική μνήμη της ελληνικής κοινωνίας ο κατοχικός λιμός; Σύμφωνα με τη Χιονίδου «η πλήρης απουσία αναφορών στη διατροφική κρίση της κατοχικής περιόδου από τη συλλογική μνήμη του ελληνικού πληθυσμού είναι εντυπωσιακή […] Υπάρχει μια εμφανής και περίεργη έλλειψη συλλογικής ή έστω επίσημης μνήμης για τον λιμό,πόσω μάλλον συλλογικών τραυμάτων,όπως εκείνα που συνδέονται (επί παραδείγματι) με τον ιρλανδικό λιμό» (σελ.47).Σύμφωνα με τη συγγραφέα,η απουσία αυτή δικαιολογείται από το γεγονός του εμφυλίου πολέμου των ετών 1943-1949 και των τραυμάτων που αυτός άφησε στην ελληνική κοινωνία,εμφύλια τραύματα που κυριάρχησαν πάνω σε όλα τα άλλα.

Ο κ.Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ