«Μπιλ Σάικς, c΄ est moi» ισχυρίζεται αυτοσαρκαζόμενος ο Τζων Γκλας, ένας γνωστός δημοσιογράφος εν αποστρατεία και εν απογνώσει με τη ζωή του, παραπέμποντάς μας τόσο στον άξεστο και βάρβαρο χαρακτήρα που έπλασε ο Τσαρλς Ντίκενς στον Ολιβερ Τουίστ όσο και στην περίφημη φράση τού Γκυστάβ Φλομπέρ«Η Μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ».

Τον Τζων Γκλας, τον κεντρικό ήρωα του Μπέντζαμιν Μπλακ στο τρίτο κατά σειρά βιβλίο μυστηρίου που έχει γράψει, τον έχει δημιουργήσει στην ουσία ο σπουδαιότερος ίσως συγγραφέας που γράφει αυτή τη στιγμή στα αγγλικά- τουλάχιστον στην Ευρώπη. Πρόκειται για τον Ιρλανδό Τζων Μπάνβιλ, που από το 2006 άρχισε να εκδίδει αστυνομικά μυθιστορήματα με ψευδώνυμο, μπολιάζοντας έτσι το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος με το απαράμιλλο στυλ του.

Ο κορυφαίος γάλλος πεζογράφος του 20ού αιώνα Λουί Φερντινάν Σελίν είχε πει κάποτε: «Αν θέλετε μόνο ιστορίες, να πάτε στην αστυνομία» εξηγώντας στη συνέχεια πως η απολαυστική ουσία της λογοτεχνίας βρίσκεται στο ύφος (στο πώς και όχι τόσο στο τι) που διακρίνει τον κάθε συγγραφέα. Ο Τζων Μπάνβιλ, που το 2005 κέρδισε το βραβείο Βooker για το μυθιστόρημά του Η θάλασσα, δεν μας προσφέρει μόνο τις αναγκαίες συμβάσεις του είδους αλλά επενδύει και στο υπαρξιακό μυστήριο που τις περιβάλλει.

Δεν αρκεί λοιπόν να μάθει κανείς τον δολοφόνο, αλλά να διερωτηθεί περαιτέρω γιατί οι άνθρωποι καταφεύγουν στο κακό, γιατί κάνει ο ένας στον άλλο τόσο φοβερά πράγματα, πώς και αν (εν τέλει) μπορούμε να απαντήσουμε στο μεγάλο «αίνιγμα του Κακού». Ο ίδιος ο συγγραφέας έχει πει ότι ο Μπέντζαμιν Μπλακ, η συγγραφή αυτών των βιβλίων, είναι ο δικός του τρόπος να το διερευνήσει.

«Ο λεμούριος» (η λατινική λέξη lemures, πέραν της ονομασίας που δίνει σε ένα είδος πιθήκου, σημαίνει επίσης φαντάσματα, φάσματα) της ιστορίας είναι ο Ντίλαν Ράιλι, ένας νεαρός ερευνητής, επίδοξος κατάσκοπος και σαΐνι στους υπολογιστές, τον οποίο προσλαμβάνει ο Τζων Γκλας για να τον βοηθήσει να γράψει τη βιογραφία του Γουίλιαμ Πίου Μαλχόλαντ, του Μεγάλου Μπιλ με τους όρους της αγοράς, αντί του ιλιγγιώδους ποσού του ενός εκατομμυρίου δολαρίων.

Ο τελευταίος είναι ένας ογδοντάχρονος πλέον μεγιστάνας των τηλεπικοινωνιών με ιρλανδική καταγωγή και πρώην πράκτορας της CΙΑ που έχει κάποιες ενδιαφέρουσες ιστορίες να πει για τον πάλαι ποτέ «κέρβερο» του FΒΙ Τζ. Εντγκαρ Χούβερ. Εκτός αυτών όμως, ο γέρος με τη γερακίσια μορφή τυγχάνει και πεθερός του κεντρικού ήρωα. Η κόρη του, η Λουίζ, είχε γνωρίσει τον Τζων Γκλας σε μια γειτονική έπαυλη αναψυχής που ανήκε στον Τζον Χιούστον, πίσω στην πατρίδα τους, όταν ο νεαρός τότε δημοσιογράφος πήγε να πάρει συνέντευξη από τον μεγάλο αμερικανό σκηνοθέτη- προτού ακόμη γίνει έγκριτος ανταποκριτής των πεδίων της μάχης για τις μεγαλύτερες αγγλοσαξονικές εφημερίδες.

Η ανατροπή έρχεται γρήγορα, όταν ο Ράιλι δολοφονείται με μια σφαίρα στο αριστερό μάτι από μια καραμπίνα Μπερέτα, αφού πρώτα έχει εκβιάσει τον μελλοντικό εργοδότη του (ήθελε μισό εκατομμύριο δολάρια) για να μην αποκαλύψει ένα μυστικό του παρελθόντος που θα διατάραζε τη νωθρή πλην όμως στρωμένη ζωή του: τις οικογενειακές σχέσεις που έχουν γίνει πλέον μια ψυχοφθόρα αναγκαιότητα, την εξωσυζυγική του σχέση με μια όμορφη ζωγράφο αλλά και το τέλμα ενός άνδρα που δυσκολεύεται να βρει το παραμικρό νόημα στην καθημερινότητά του.

Τον παρακολουθούμε να καπνίζει μανιωδώς και να ασφυκτιά στον 39ο όροφο του ουρανοξύστη του Ομίλου Μαλχόλαντ (ας θυμηθούμε εδώ τη γνωστή ταινία του Ντέιβιντ Λιντς «Μulholland Dr.» για τη λεπτή γραμμή που χωρίζει πραγματικότητα και όνειρο με φόντο το Χόλιγουντ), «σκαρφαλωμένος εκεί ψηλά, σε αυτή την κρυστάλλινη και ατσάλινη αετοφωλιά» , ένα δανεικό γραφείο στην καρδιά του Μανχάταν της Νέας Υόρκης, όπου εκδηλώνεται η υψοφοβία του. Ο δολοφόνος, που αποκαλύπτεται στο τέλος, μέσα από ειρωνικά γελάκια λέει στον εμβρόντητο Γκλας ότι «εδώ έχουμε το “Εγκλημα στο Οριάν Εξπρές”.Ολοι το κάναμε,όλοι μας- κι εσύ μαζί». Ο συγγραφέας έχει φτιάξει ένα κουβάρι από μυστικά και ψέματα, όπου το παρελθόν μοιάζει με φωτιά που καίει όποιον τολμήσει να την αγγίξει, ένα αμφίσημο σύμπαν ασήμαντων λεπτομερειών που μπορεί να έχουν τεράστιες συνέπειες. Στο μοτίβο της απώλειας του Τζον Μπάνβιλ, ο Μπέντζαμιν Μπλακ έρχεται να προσθέσει τις λεπτές αποχρώσεις των ενοχών. Με αυτόν τον στυλίστα συγγραφέα συμβαίνει το εξής, ανεξάρτητα με ποιο όνομα υπογράφει: γυρίζετε τις σελίδες και το κάνετε με φινέτσα.

Η μετάφραση της Μαρίας Φακίνου διακρίνεται για την επιτυχημένη προσήλωσή της στο αγγλικό πρωτότυπο.

Alter ego στα χνάρια του Σιμενόν
«Τα βιβλία που υπογράφει ο Τζον Μπάνβιλ θέλω να είναι όμορφα. Αυτά που υπογράφει ο Μπέντζαμιν Μπλακ θέλω να είναι κομψά, λεπτοδουλεμένα χειροτεχνήματα» έχει πει ο Τζον Μπάνβιλ σε συνεντεύξεις του.

Αναγνωρίζει ωστόσο ότι η πρώτη του αστυνομική ιστορία, Ο διπλός θάνατος της Κριστίν Φολς (2006), αποτέλεσε μια μετάβαση που εξακολουθεί να τον συναρπάζει. «Το έγραψα με παιδιάστικη διάθεση» έχει τονίσει ο συγγραφέας, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα ότι διάβασε κάποια μυθιστορήματα του βέλγου συγγραφέαΖορζ Σιμενόν και αποφάσισε να γράψει και αυτός ένα τέτοιο, «με μετρημένες λέξεις, αμεσότητα και σύντομες παραγράφους».

Ακολούθησαν Ο ασημένιος κύκνος (2007), Ο λεμούριος (2008), μεγάλο μέρος του οποίου δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στο «Νew York Μagazine» (με το οποίο και εγκατέλειψε προς στιγμήν τον ήρωά του, τον μεσήλικα παθολόγοιατροδικαστή Κουίρκ) και το πιο πρόσφατο, Εlegy for Αpril (2010), με το οποίο επιστρέφει στο Δουβλίνο της δεκαετίας του ΄50, του αυστηρού καθολικισμού και της υποκρισίας- θα κυκλοφορήσει επίσης από τις εκδόσεις Καστανιώτη, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα βιβλία του στα ελληνικά.

Mπέντζαμιν Μπλακ
Ο λεμούριος
Μετάφραση Μαρία Φακίνου
Εκδόσεις Καστανιώτη
σελ. 137, τιμή 10 ευρώ

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ