Τα δραματικά τέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του κορυφαίου ρώσου ποιητή Οσιπ Μαντελστάμ που πέθανε το 1938 σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ως «εχθρός του λαού». Τα εξιστορεί η σύζυγός του Ναντιέζντα σε ένα μνημειώδες έργο, το οποίο προκάλεσε σοκ όταν πρωτοεκδόθηκε στη Δύση το 1970

Τη νύχτα της 13ης προς τη 14η Μαΐου 1934 μια ομάδα ανδρών της μυστικής αστυνομίας του σοβιετικού καθεστώτος χτυπά την πόρτα σε ένα φτωχικό διαμέρισμα της Μόσχας. Η Ναντιέζντα, μια κοντούλα και ξερακιανή γυναίκα, ανοίγει ξέροντας βαθιά μέσα της ότι σε λίγα λεπτά ο σύζυγός της θα συλληφθεί. Ο Οσιπ Εμίλιεβιτς Μαντελστάμ, για πολλούς ο κορυφαίος ρώσος ποιητής του 20ού αιώνα, είχε επιστρέψει λίγο νωρίτερα στο σπίτι με ένα αβγό που προμηθεύτηκε από έναν γείτονα για να το προσφέρει αλατισμένο στη φίλη του Αννα Αντρέγεβνα. Δεν ήταν άλλη από τη μεγαλύτερη ποιήτρια της Ρωσίας, την Αννα Αχμάτοβα, η οποία εκείνη την ημέρα είχε φθάσει εκεί από την παγωμένη Αγία Πετρούπολη προκειμένου να επισκεφθεί δύο αγαπημένους φίλους της.

Τα κατσαριδίσια μουστάκια του Στάλιν
«Κατσαριδίσια τα μουστάκια του γελούν/ και από τις μπότες του οι λαιμοί λαμποκοπούν» έγραψε, ανάμεσα σε άλλους οξείς στίχους, ο Οσιπ Μαντελστάμ στο σατιρικό ποίημά του για τον Ιωσήφ Στάλιν το φθινόπωρο του 1933, έξι μήνες πριν από τη σύλληψή του. Ο αντισυμβατικός ποιητής, ο οποίος είχε εβραϊκές ρίζες και γεννήθηκε στην Πολωνία, είχε μόλις επιστρέψει από την Κριμαία. Εκείνη τη χρονιά η Ρωσία μαστιζόταν από την πείνα. Στην Κριμαία ο Μαντελστάμ διαπίστωσε από πρώτο χέρι τις συνέπειες της κολεκτιβοποίησης «του βουνίσιου του Κρεμλίνου» που σκοπό είχε να αφανίσει τους κουλάκους. Το σατιρικό ποίημα λοιπόν ήταν το «έγκλημά» του. Εξαιτίας του τιμωρήθηκε με πέντε χρόνια καταναγκαστικά έργα για «αντεπαναστατική δράση» και τον εξόρισαν αρχικά στην πόλη Τσερντίν, ακόμη πιο βόρεια, κοντά στα Ουράλια Ορη.

Η σύζυγός του Ναντιέζντα (το όνομα στα ρωσικά σημαίνει ελπίδα) τον ακολουθεί σε αυτό το ταξίδι της εσωτερικής εξορίας στην αχανή σοβιετική επικράτεια, με τρεις ένοπλους στρατιώτες να τους επιτηρούν στο τρένο με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Το βιβλίο των απομνημονευμάτων της με τίτλο Ελπίδα στα χρόνια της απελπισίας, το χειρόγραφο του οποίου στάλθηκε κρυφά στη Δύση και εκδόθηκε το 1970 προκαλώντας πολιτισμικό, κοινωνικό και πολιτικό σοκ, είναι ένα καθηλωτικό χρονικό των αναμνήσεών της από τα τέσσερα τελευταία έτη της κοινής ζωής με τον Οσιπ Μαντελστάμ- από την πρώτη του σύλληψη, δηλαδή, ως και το τέλος του το 1938. Το 1937 ο ποιητής συνελήφθη για δεύτερη φορά και εκτοπίστηκε στο Βορόνεζ. Ετσι ξεκίνησε για τον επιφανή εκπρόσωπο της σχολής των Ακμεϊστών ποιητών η δραματική πορεία που κατέληξε μετά την τρίτη του σύλληψη σε ένα βαγόνι για ζώα προς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Βλαδιβοστόκ, όπου σύντομα πέθανε κάτω από άγνωστες συνθήκες.

1.500 υγγραφείς έχασαν τη ζωή τους
«Η απώλεια της αμοιβαίας εμπιστοσύνης είναι η πρώτη ένδειξη διχασμού της κοινωνίας σε δικτατορίες όπως η δική μας,κι αυτό ακριβώς είχαν πετύχει οι ηγέτες μας» γράφει η Ναντιέζντα Μαντελστάμ στο βιβλίο της, ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της ρωσικής πεζογραφίας της μεταπολεμικής εποχής, στο οποίο αποκαλύπτει τις δομές ενός απολυταρχικού και τρομοκρατικού καθεστώτος όπου «οι μεν υποπτεύονταν τον καθένα για χαφιέ, οι δε φοβόντουσαν ότι θα τους περάσουν για χαφιέδες» . Σήμερα φαντάζει εξωφρενικό, αλλά κατά τη δεκαετία του 1930 στη Ρωσία και μία μόνο φράση του τύπου «αυτός δεν είναι μαζί μας» ήταν ικανή να αφανίσει έναν άνθρωπο, αφού ίσχυε το ακόμη πιο παρανοϊκό: «Αν βρεθεί ο άνθρωπος, θα βρεθεί και η υπόθεση» (σ.σ.: για να τον στείλουν στα κάτεργα).

Σύμφωνα με τα στοιχεία που προέκυψαν από τα σχετικά αρχεία μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, την εποχή των σταλινικών διωγμών, ειδικότερα το 1937, την πρώτη χρονιά του Μεγάλου Τρόμου, συνελήφθησαν 2.000 συγγραφείς, από τους οποίους οι 1.500 εκτελέστηκαν ή πέθαναν στη φυλακή και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Οσιπ Μαντελστάμ πέθανε, σκελετωμένος και αγνώριστος, στις 27 Δεκεμβρίου 1938, από άγνωστη έως σήμερα αιτία (επισήμως καρδιακή ανεπάρκεια – ή τύφος, κατά μία άλλη εκδοχή) και τάφηκε σε ομαδικό τάφο κάτω από τον πάγο.

Οι κόλακες έχασαν τον ύπνο τους
Πολλοί ήταν οι διανοούμενοι και οι συγγραφείς του σοβιετικού καλλιτεχνικού σιναφιού που έχασαν τον ύπνο τους όταν κυκλοφόρησε σε σαμιζντάντ στη Σοβιετική Ενωση η «επική» αυτή μαρτυρία, ένα ντοκουμέντο για μια ολόκληρη εποχή και τους τύπους ανθρώπων που δημιούργησε. Η ίδια υπονοεί ότι κάποιος ή κάποιοι εξ αυτών άκουσαν το ποίημα για τον Στάλιν στις ιδιωτικές απαγγελίες του ποιητή και έσπευσαν να το «σφυρίξουν» στις αρμόδιες Αρχές, αλλά δεν κατονομάζει κανέναν. Το γεγονός ήταν σύμπτωμα του ηθικού και καλλιτεχνικού «λήθαργου της εποχής της».

Η Ναντιέζντα Μαντελστάμ, η οποία έζησε 19 χρόνια ως σύζυγος του ποιητή και 42 ως χήρα του, απομνημόνευε τα ποιήματά του για να τα διασώσει και αναγκάστηκε να ζήσει μια νομαδική ζωή περιπλανώμενη στη ρωσική επαρχία «υπό το καθεστώς της ανύπαρκτης προσωπικότητας που έγινε δεύτερη φύση της», όπως τόνισε το 1980 στη νεκρολογία του ο νομπελίστας ποιητής Γιόζεφ Μπρόντσκι αναφερόμενος σε αυτό το σπάνιο είδος ανθρώπινης δύναμης και αφοσίωσης. Τελικά, αποκατέστησε το όνομα του συζύγου της και ανέδειξε το έργο του μέσα από το δικό της έργο στήνοντας «το λαμπρότερο κενοτάφιο» στη μνήμη του. «Δεν υπάρχουν λόγια που να μπορούν να μεταδώσουν ή να θίξουν τη μεγαλοφυή φύση αυτού του βιβλίου. Οποιαδήποτε κρίση επ΄ αυτού συνιστά σχεδόν αυθάδεια- ακόμη και αν πρόκειται για έπαινο» έγραψε στον «Νew Yorker» ο Τζορτζ Στάινερ.

Η μετάφραση της Σταυρούλας Αργυροπούλου συμβάλλει αποφασιστικά ώστε να έχουμε σε ωραία ελληνικά μια πολύτιμη πολιτισμική παρακαταθήκη, έστω και με καθυστέρηση σαράντα και πλέον ετών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ