Oι ήρωες και τα τοπία στα οποία αναπτύσσει την αφηγηματική δράση του ο Γιάννης Μακριδάκης (γεννημένος το 1971 στη Χίο) αγνοούν ευθύς εξαρχής τον αστικό χώρο. Με φόντο ή κέντρο άλλοτε ένα φυσικό πεδίο γεμάτο εσωτερικό παλμό και θεϊκή λαχτάρα (στο μυθιστόρημά του Ανάμισης τενεκές, 2008), άλλοτε μια σιωπηλή μοναστηριακή αυλή, κρεμασμένη πάνω από τη θάλασσα (στη νουβέλα του Η δεξιά τσέπη του ράσου, 2009), και άλλοτε ένα σκοτεινό δωμάτιο ψυχιατρικού εγκλεισμού (στο δεύτερο μυθιστόρημά του Ηλιος με δόντια, 2010), ο συγγραφέας σμιλεύει με ανάλογο τρόπο και τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών του: ένας αυτοδικαιωμένος φονιάς, που θα αναζητήσει καταφύγιο στην αγκαλιά της συμπάσχουσας φύσης, ένας καλόγερος με ρημαγμένη συνείδηση, που θα εναποθέσει όλη την αγάπη του στο μεγάλωμα ενός κουταβιού, και ένας δυστυχισμένος σαλός, που θα λοιδορηθεί για την ομοφυλοφιλία του και θα πληρώσει πανάκριβα την αφοσίωσή του στον έναν και μοναδικό εραστή του.

Ο έκκεντρος κόσμος του Μακριδάκη, που άνοιξε γρήγορα τον δρόμο (μέσα σε τρία όλα κι όλα χρόνια) για την κυκλοφοριακή επιτυχία των βιβλίων του, τροφοδοτώντας εκ παραλλήλου και μιαν εκτεταμένη συζήτηση της κριτικής γύρω από την πραγματική του ταυτότητα, παρουσιάζεται, παρά τα φαινομενικώς τοπικά χαρακτηριστικά του, με πολλαπλές ροπές και ταχύτητες: περιφερειακός και απομονωμένος και συνάμα ανοιχτός και δυναμικός, αμυντικός και φοβικός και παράλληλα εξωστρεφής και αεικίνητος. Τι να σημαίνουν όλα αυτά; Εναν νεοηθογράφο, που ψάχνει τη λύτρωση πίσω από τα τείχη της κοινότητάς του, χωρίς να διαθέτει το βάθος της υποβολής και την απόκοσμη μαγεία του Παπαδιαμάντη, ή έναν αδογμάτιστο και απαλλαγμένο από ιδεολογικά βαρίδια συγγραφέα, που ψάχνει στο τοπικό τη λεπτή διαπλοκή του ατομικού με το συλλογικό, αλλά και, πιθανότατα, την περιδίνηση και το ζαλιστικό κενό της οικουμενικής ύπαρξης;

Κοιτάζω τη δεύτερη νουβέλα (και τέταρτο πλέον πεζογραφικό έργο) του Μακριδάκη, που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό με τον ιδιότυπο τίτλο Λαγού μαλλί (πρόκειται για ένα είδος χοντρού πειράγματος μεταξύ των ψαράδων λίγο προτού ξεκινήσουν τη δουλειά), και τείνω να ταχθώ με το δεύτερο σκέλος των προηγούμενων συλλογισμών: το τοπικό αποτελεί για τον Μακριδάκη μια περίπλοκη έκφραση της σύγχρονης πραγματικότητας, κεντημένη στο εσωτερικό ενός χαμηλόφωνου, αλλά σταθερού και ιδιαίτερα επίμονου υπαρξιακού προβληματισμού.

Η μοναξιά και η θάλασσα

Ο χρόνος της αφήγησης στο Λαγού μαλλί δεν υπερβαίνει τον χρόνο της εξοδίου ακολουθίας: τέσσερις συντοπίτες, το Λευτερό ο Καβγατζής, ο Νικολής η Μουγγριά, ο Λάμπης ο λιμενικός και ο Πέτρος ο καθηγητής, κηδεύουν τον Σίμο το Σφαντό, τον λατρεμένο τους ψαρά και καραβοκύρη, που πέρασε τη ζωή του, όπως προκύπτει από τις σπασμένες και μπερδεμένες μνημονικές αναδρομές των φίλων του, μέσα στην πιο σκληρή δουλειά, ξέροντας να διαφεντεύει το πέλαγος όσο κανένας άλλος. Ενας μοναχικός και παράξενος γερόλυκος, όπως και οι άλλοι αρσενικοί πρωταγωνιστές του Μακριδάκη, που θα υπερασπιστεί με νύχια και με δόντια τη μοναξιά του και θα πεθάνει γενναία μαζί της, όταν ο εκσυγχρονισμός του αλιευτικού επαγγέλματος θα φέρει τα πάνω κάτω στην αναστατωμένη καρδιά του, επιβάλλοντας το αναπόφευκτο τέλος.

Και να η λεπτή συμπλοκή του συλλογικού με το ατομικό για την οποία έκανα πρωτύτερα λόγο. Ο θάνατος του Σίμου μπορεί να έρχεται ως αποτέλεσμα της κοινοτικής περιχαράκωσης (της άλωσης του τοπικού από τον κεντρικό αστικό έλεγχο), αλλά τα νερά του μηδενός θα σκεπάσουν από πιο πριν τον νου και την καρδιά του, που αποτελούν τον πυρήνα της ατομικότητας. Ο Σίμος δεν θα χρειαστεί το πλήγμα που θα υποστούν η συνοχή και το αρραγές του κοινοτικού ιστού για να οδηγηθεί στο ρήγμα με τον περίγυρό του. Η ύπαρξή του θα χαντακωθεί εξαρχής στη στενή περίμετρο του περιβόλου της και η τοπικότητα, απομακρύνοντας κάθε περιβολή αυθεντικότητας και κύρους (κουνώντας μαντίλι στην παρηγορητική συνδρομή και στις ηθικές εγγυήσεις της παράδοσης), θα εγγράψει (και εδώ είναι η μεγαλύτερη επιτυχία του συγγραφέα) χωρίς δυσκολίες στην επιφάνειά της την κατεξοχήν αστική ασθένεια- τον χορό της απόγνωσης και του τρόμου πάνω από την απεραντοσύνη του άδειου. Αυτόν τον χορό χορεύει διά βίου ο Σίμος: και όταν κοιτάζει ανεμπόδιστος τον θαλασσινό ορίζοντα, με τη δουλειά και την ψυχή του προστατευμένες από την τοπική κοινωνία, και όταν ετοιμάζεται να κατέβει στον Αδη, με κάθε μηχανισμό κάλυψης να έχει καταστραφεί ολοσχερώς.

Εύστροφος και προκισμένος τεχνίτης

Στη Δεξιά τσέπη του ράσου ο Μακριδάκης αντιπαραβάλλει ευθέως ένα κορυφαίο εκκλησιαστικό συμβάν (τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου) με το μικρό, ατομικό δράμα του ήρωά του, που είναι η σωτηρία και το ανάθρεμμα του κουταβιού του. Στο Λαγού μαλλί ο συγγραφέας συσχετίζει δύο εξαιρετικά οδυνηρά πολιτικά γεγονότα (την ανακοίνωση του πρωθυπουργού από το Καστελόριζο για την εισδοχή της Ελλάδας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τους νεκρούς της καμένης τράπεζας επί της Σταδίου) με την ολιγοπρόσωπη κηδεία του ανώνυμου πρωταγωνιστή του.

Και στις δύο νουβέλες του Μακριδάκη το πολιτικό και το ιστορικό έρχονται να συναντήσουν το προσωπικό, για να επιτρέψουν στο τελευταίο να καταλάβει το μεγαλύτερο και το κρισιμότερο κομμάτι της πραγματικότητας, με τις μορφές του συλλογικού να μεταβάλλονται σε ραδιοφωνικό ήχο (ο μοναχός Βικέντιος παρακολουθεί τα σχετικά με τον Χριστόδουλο από το τρανζιστοράκι του) ή σε τηλεοπτική εικόνα (οι θρήνοι για τον Σίμο μπερδεύονται από ένα σημείο και μετά με τη μετάδοση από την τηλεόραση των ειδήσεων για το ΔΝΤ και την τραπεζική τραγωδία). Για να παραγάγουν τις συνέπειές τους στη σημερινή κοινωνία και λογοτεχνία, η πολιτική και η Ιστορία πρέπει να σμικρυνθούν μέχρις εσχάτων και να μεταβληθούν σε άυλη, ακουστική ή οπτική μάζα. Σίγουρα, ένας εύστροφος και ποικιλοτρόπως προικισμένος τεχνίτης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ