Είναι Φεβρουάριος και στην Αθήνα προμηνύεται μπόρα, μια από εκείνες τις παροδικές αττικές καταιγίδες. Δυο Γερμανοί ξεκινούν αυτή την ώρα έναν περίπατο στο Α΄ Νεκροταφείο. Ο ένας είναι ο Αντρέας Ντέφνερ, ανώτερο στέλεχος του γερμανικού υπουργείου Υγείας και επίδοξος συγγραφέας ενός βιβλίου για την Ελλάδα. Η άλλη είναι η αρχαιολόγος Γιούτα Στρότσεκ που ως μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου κάνει ανασκαφές στον Κεραμεικό. Θέλει να δείξει στον Ντέφνερ τον τάφο ενός μακρινού συγγενή του, του Μιχαήλ Δέφνερ που έζησε στην Αθήνα από το 1871 ως το 1934, οπότε πέθανε, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Γλωσσολογία και Λατινικά, μελέτησε την τσακωνική διάλεκτο, διετέλεσε υποδιευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης και δάσκαλος γερμανικών του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο περίπατος αυτός, κατάδυση στην ιστορία της οικογένειας, σπουδή της νεοελληνικής ιστορίας και μελέτη της σχέσης των Ελλήνων με τον θάνατο, θα γίνει ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου του Ντέφνερ.
Κυκλοφόρησε στα μέσα του 2010, εν μέσω της «ελληνικής κρίσης», με τον τίτλο «Το ελληνικό καφεμαντείο», 18 συνολικά περίπατοι με εναλλασσόμενους συνοδούς στα πιο διαφορετικά μέρη της Ελλάδας. Είναι ένας πρωτότυπος ταξιδιωτικός οδηγός· μια ξενάγηση στα ελληνικά αξιοθέατα, αλλά και μια ξενάγηση στην ελληνική νοοτροπία. «Είχα κλείσει συμβόλαιο με έναν οίκο πριν από δυο χρόνια», μας είπε ο συγγραφέας, «και το βιβλίο προβλεπόταν να εκδοθεί το καλοκαίρι του 2010. Τον περασμένο Φεβρουάριο είχε περάσει κιόλας την πρώτη διόρθωση. Και μου τηλεφωνεί μια ωραία πρωία η εκδότρια για να μου πει ότι η ελληνική κρίση την προβλημάτιζε και σκεφτόταν να αναβάλει την έκδοση για τρία ως πέντε χρόνια, μήπως και δεν πουλήσει το βιβλίο λόγω του αρνητικού κλίματος. Και έτσι απευθύνθηκα σε έναν μικρό οίκο και το έβγαλα μόνος μου».
Στο βιβλίο ο συγγραφέας, και μαζί του ο αναγνώστης, περιδιαβάζει πότε το Κολωνάκι με τη συγγραφέα Λένα Διβάνη, πότε το χιονοδρομικό κέντρο Περτουλίου στην Πίνδο με τον Κώστα, πότε τη Σαλαμίνα, με το εκλεκτό χταποδάκι της, μαζί με έναν απόστρατο αξιωματικό και πότε τη γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα με τη βοήθεια ενός γεροδάσκαλου στο Τολό. Στο Τολό ξεκίνησε πριν από 15 και πλέον χρόνια και η ελληνική περιπέτεια του Αντρέας Ντέφνερ. Ενας καθηγητής είχε προτείνει στην τάξη να κάνει τη μεγάλη εκδρομή μετά το απολυτήριο στην Ελλάδα κι έτσι ο Ντέφνερ κατέληξε στο Τολό, δέθηκε με μια φιλόξενη οικογένεια και απέκτησε μια καινούργια πατρίδα, της δικής του επιλογής. «Πρόσεξα», μας είπε, «ότι όποτε πήρα φίλους για πρώτη φορά μαζί μου στην Ελλάδα είχαν στην αρχή προβλήματα με την ελληνική νοοτροπία. Για παράδειγμα, ο Ελληνας ξέρει ότι όταν έχει ραντεβού και ο άλλος δεν έρθει στην ώρα του δεν σημαίνει κακή πρόθεση. Για τον Γερμανό αυτό δεν είναι αυτονόητο. Πολλοί τουρίστες μάλιστα δεν ανοίγονται στην ελληνική νοοτροπία και χαλάνε οι ίδιοι τις διακοπές τους».
Μέσα από μια αλληλουχία τοπίων και σκηνών της καθημερινότητας ο Αντρέας Ντέφνερ εισάγει με τρόπο γοητευτικό τους συμπατριώτες του στα «μυστήρια» του νεοελληνικού βίου. «Και στη Γερμανία πίνουμε καφέ», μας είπε, «νομίζω μάλιστα ότι η κατά κεφαλή κατανάλωση είναι μεγαλύτερη. Στην Ελλάδα όμως ο καφές είναι μια άλλη τελετουργία με πολλαπλές λειτουργίες. Επρόκειτο στην Αθήνα να δω έναν δικηγόρο και μου είπε αντί να συναντηθούμε στο γραφείο του να πάμε για καφέ και να τα συζητήσουμε! Οι Γερμανοί είναι πολύ πιο κλειστοί, κάνουν τις δουλειές τους ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους. Οι Ελληνες βγαίνουν έξω· αναζητούν την επαφή». Υπάρχουν φυσικά και Γερμανοί που θέλγονται τόσο από την Ελλάδα ώστε εγκαθίστανται μόνιμα σε αυτήν, όπως ο συγγραφέας Ρόμπερτ Μπόιρλε που έζησε την τελευταία δεκαετία στην Κέρκυρα και πέθανε τα περασμένα Χριστούγεννα. Εχει γράψει με το ψευδώνυμο Ρομπέρτο Μπαρντέζ μια μικρή σειρά κερκυραϊκών αστυνομικών. Ενας περίπατος μαζί του θα είναι ένα από το κεφάλαια του δεύτερου βιβλίου του Ντέφνερ για την Ελλάδα, συνέχεια του πρώτου.
Αναρωτιέται κανείς, με τόσους φίλους της Ελλάδας στη Γερμανία, με άλλους τόσους διστακτικούς Γερμανούς που τελικά εξοικειώθηκαν μαζί μας, σε ποιο κοινό απευθύνονταν τελικά τα πικρόχολα άρθρα και σχόλια του γερμανικού λαϊκού Τύπου κατά τη διάρκεια της «ελληνικής κρίσης». «Πολλοί δημοσιογράφοι», απαντά ο Ντέφνερ, «απλώς δεν ήταν καλά ενημερωμένοι για το πώς λειτουργεί το ελληνικό σύστημα. Από την άλλη η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα της ευρωζώνης που ενεπλάκη στην κρίση των υπέρογκων χρεών κι έτσι έπαιξαν έναν ρόλο και τα στερεότυπα. Δεν ήταν δύσκολο εκείνη τη στιγμή να γελοιοποιήσουν τον χαλαρό και άνετο ελληνικό τρόπο ζωής». Η όλη προσπάθεια του Αντρέας Ντέφνερ έγκειται ακριβώς στην εκλογίκευση της δικής του αγάπης για την Ελλάδα, έτσι ώστε να προκύψει ένα χρήσιμο αναγνωσματάριο εισαγωγής στα καθ΄ ημάς. Κλείνουμε με μια ομολογία του συγγραφέα: «Το αργότερο από το 1974 και μετά οι ελληνογερμανικές σχέσεις ήταν πολύ καλές και είχα την εντύπωση ότι χρόνο με τον χρόνο αγαπούσαμε την Ελλάδα όλο και πιο πολύ. Και αντίστροφα, παρά τα όσα συνέβησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σχεδόν ποτέ όλα αυτά τα χρόνια στην Ελλάδα δεν μου έτυχε να με πούνε “Ναζί”, όπως συμβαίνει με γερμανούς τουρίστες σε άλλες χώρες. Και για πρώτη φορά τον περασμένο Δεκέμβριο που ήμουν κοντά στην Καλαμάτα με ρώτησε κάποιος αν είμαι από τη Γερμανία, “τη χώρα των ναζί που τολμά να βρίζει κι από πάνω τους Ελληνες”. Νομίζω ότι οι καμπάνιες των ΜΜΕ κατέστρεψαν ορισμένα πράγματα και είναι πραγματικά κρίμα».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ