Ο ψυχίατρος και ψυχαναλυτής Θανάσης Τζαβάρας άνοιξε την πόρτα της Κόλασης αλλά πρόλαβε να την κλείσει γρήγορα και να μείνει απέξω. Εζησε εκατόν πέντε ημέρες στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του «Ευαγγελισμού», σαράντα από αυτές σε καταστολή και αργότερα με τραχειοστομία. Δηλαδή πέρασε τρεισήμισι μήνες μεταξύ ζωής και θανάτου μέσα σε μια κατάσταση αμφίθυμη, ψυχικά διαταραγμένη και πολύπλοκη, αλλά καλλιτεχνικά ενδιαφέρουσα. Το ταξίδι του αυτό προς την Κόλαση καταγράφεται με ειλικρίνεια, ένα ταξίδι γεμάτο φαντασιώσεις, οράματα και ψευδαισθήσεις που θα ζήλευαν καλλιτέχνες των παραισθήσεων όπως ο Σαλβατόρ Νταλί και ο Μαρσέλ Ντυσάν.
Ο Θανάσης Τζαβάρας βρίσκεται για διακοπές στα Κύθηρα, όταν παθαίνει κρίση. Διαπιστώνεται πνευμονικό οίδημα και επιβάλλεται να μετακινηθεί από το Κέντρο Υγείας Κυθήρων- «ένα ξενοδοχείο τρίτης κατηγορίας που μου θύμισε την παρθενική μου νύχτα σε βρόμικο ξενοδοχείο την 1η Απριλίου του 1955 στην Ελασσόνα»- στην Αθήνα. Τα ελικόπτερα δεν πετάνε, η Ολυμπιακή έχει πρόβλημα, οπότε τον φορτώνουν ετοιμόρροπο σε ένα αυτοκίνητο του ΕΚΑΒ λέγοντάς του: «Μην ανησυχείς Σπάρτη- Αθήνα, σε μιάμιση ώρα θα είμαστε στον “Ευαγγελισμό”»! Φυσικά ανησυχεί αλλά βρίσκεται ήδη στο οξυγόνο και οι αισθήσεις του έχουν αρχίσει να χαλαρώνουν. Φτάνουν στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) και αμέσως τίθεται σε καταστολή. Πέντε εβδομάδες μετά ξυπνάει και προσπαθεί να πιάσει επαφή με το περιβάλλον. Είναι, όπως γράφει ο ίδιος, «η πιο πλούσια σε παραγωγικές φαντασιώσεις, παραισθήσεις και ψευδαισθήσεις περίοδος, που, λόγω της παιδείας μου, με παρέπεμπαν ευθέως σε παραλήρημα και οργανική ψύχωση».
Οι φαντασιώσεις του Θ. Τζαβάρα είναι αρκούντως καλλιτεχνικές, ο ίδιος τις παρομοιάζει με το σενάριο της ταινίας «Ηellzapoppin» (1941, Ρotter), όπου σε έναν χώρο που παραπέμπει στην Κόλαση ο Διάβολος συναντάται με τον σερίφη της Αριζόνας (!) ανάμεσα σε άπειρα καλαμπούρια και σκηνές αμιγούς τρέλας. Ο Θ. Τζαβάρας διηγείται πώς η ΜΕΘ μετατρεπόταν σε ένα ονειρικό σκηνικό, όπου το νοσηλευτικό προσωπικό αποτελείται από πονηρά πλάσματα, κυρίως τσιγγάνες, με έναν τρομερό αρχηγό που καθοδηγούσε τους πάντες και που στην πορεία έπαιζε και πολιτικό ρόλο. Υπήρχε ακόμα ένας πονηρός δικηγόροςεκ των υστέρων αναγνωρίζει σε αυτόν το πρόσωπο ενός μαθητή του από τα σεμινάρια στου Γουδή- ο οποίος είχε στήσει στο υπόγειο του νοσοκομείου μηχανισμό αντιγραφής των επίσημων εγγράφων του κράτους, υπονομεύοντας τη νόμιμη κυβέρνηση Σημίτη. Φυσικά αυτό το ιλαροτραγικό σκηνικό στον Θ. Τζαβάρα δημιουργεί φόβο και άγχος. Τα παραληρήματα συνεχίζονται και ο ασθενής βλέπει έναν παπά που είναι ταυτόχρονα χριστιανός και μουσουλμάνος και τον μεταφέρει σε ονειρικά μέρη. Ρωτάει τη νοσοκόμα πού τον πάνε, αυτή απλώς χαμογελάει. Οταν συνέρχεται από την καταστολή μέσα στη ΜΕΘ, ακούει αεροπλανάκια να προσγειώνονται στον διάδρομο και νομίζει ότι τον επισκέπτεται ο Αntoine Saint Εxupery, ενώ άλλοτε νομίζει πως βρίσκεται σε ένα πλοιάριο που κόβει βόλτες στη διαδρομή Χαλκίδα- Αιδηψός. Συνεχίζουν να τον πολιορκούν πολιτικές φαντασιώσεις ότι μια παγκόσμια τεχνοκρατική συνωμοσία ελέγχει όλον τον κόσμο κτλ.
Ο Θ. Τζαβάρας καταγράφει επίσης τις αντιδράσεις φίλων και συγγενών, όπου στην προσπάθειά τους να εφεύρουν αντιφοβικά ενεργήματα καταφεύγουν στις εκκλησιές και στα ξωκλήσια, ανάβουν κεράκια σε κάθε ερημιά, κάνουν δεήσεις, επικαλούνται ζωντανούς κρυστάλλους, ρέικι και άλλα μαγικά και εξωτικά τερτίπια για να παρακαλέσουν μια ανώτερη δύναμη να τον προστατέψει από το κακό. Παρατηρεί επίσης ότι οι φίλοι του επιστήμονες προσπαθούν να εξηγήσουν την περίπτωσή του με ψυχοσωματικές ή ψυχαναλυτικές θεωρίες και αυτός, ένας ψυχαναλυτής, τους οικτίρει.
Ο Θ. Τζαβάρας σε αυτό το βιβλίο, το οποίο κυκλοφορεί σε νέα έκδοση με πολλές προσθήκες, γράφει και καταγράφει με ειλικρίνεια, μονολογεί, εξιστορεί, κρίνει, κοροϊδεύει τον εαυτό του, μιλάει για τους φίλους του και τη γυναίκα του, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται. Το οργανικό ψυχοσύνδρομο, η αίσθηση του αβοήθητου στη ΜΕΘ, το άγχος του θανάτου, η διαταραχή των γνωστικών λειτουργιών γίνονται αφορμή για μια ενδοσκόπηση που προσφέρεται μέσα από αυτό το βιβλίο στους φίλους, αντίδωρο για την αγρύπνια τους, αλλά και δείγμα ευγνωμοσύνης για τους γιατρούς που τον συνέδραμαν. Παράλληλα ο Θ. Τζαβάρας καταλαβαίνει ότι όλα αυτά σηματοδοτούν ένα καινούργιο κεφάλαιο για τη ζωή του ή, όπως λέει ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, «… ακόμη και η ζωή μου αποκτά σημασία, όταν τη διηγούμαι σε κάποιον…».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ