Το Κλόστερχαϊμ είναι μια σκοτεινή πόλη στον ερεβώδη γερμανικό Βορρά του 17ου αιώνα. Είναι η περίοδος που ο Τριακονταετής Πόλεμος (1618-1648) εισέρχεται στην τελευταία φάση του αφήνοντας πίσω μια ρημαγμένη και αιματοβαμμένη ευρωπαϊκή ύπαιθρο. Το ομιχλώδες αυτό μέρος, που το ζώνει ένα φοβερό δάσος όπου βλασταίνει οργιαστικά ο τρόμος, ξεπήδησε από τη φαντασία του άγγλου συγγραφέα Τόμας Ντε Κουίνσι. Συνιστά μια προσπάθεια να χαρτογραφηθεί και πάλι ο εσώτερος κόσμος ενός ανθρώπου που το 1822 εξέδωσε τις αυτοβιογραφικές Εξομολογήσεις ενός άγγλου οπιομανούς (Ερατώ, 2008) ανοίγοντας ρηξικέλευθα τον δρόμο στους μεταγενέστερούς του να προσεγγίσουν το υποκείμενο από ένα ολότελα καινούργιο, πιο θαρραλέο και αρκούντως υποψιασμένο για την ύπαρξη και την αισθητική φάσμα.

Ο Τόμας Ντε Κουίνσι απασχόλησε με τα αταξινόμητα γραπτά του μείζονα ρεύματα του λογοτεχνικού κόσμου, από τους σύγχρονούς του ρομαντικούς ποιητές, τον υπέρτατο εκφραστή της μοντέρνας ευαισθησίας Σαρλ Μποντλέρ, ως και τους εξομολογητικούς beat του 20ού αιώνα. Το Κλόστερχαϊμ ή Η μάσκα, αυτό το πρωτοποριακό γοτθικό αφήγημα που κυκλοφόρησε το 1832, είναι μια ιστορία εγκιβωτισμένη μέσα σε μια άλλη. Η διερεύνηση του ανθρώπινου ασυνειδήτου επιχειρείται μέσα από μια αφήγηση για την εξουσία και τον έρωτα στα χρόνια που τα κρατίδια της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (του γερμανικού έθνους) αλληλοσπαράσσονται για τον συσχετισμό της πολιτικής δύναμης έναν αιώνα μετά τη θρησκευτική Μεταρρύθμιση του Μαρτίνου Λούθηρου, ο οποίος υπήρξε ο καταλύτης στην εγκαθίδρυση του προτεσταντισμού. «Λανδγράβε, προσοχή! Εφ΄ εξής, όχι εσύ,αλλά εγώ κυβερνώ στο Κλόστερχαϊμ» αναφέρει ένα σημείωμα που έχει κολληθεί στους τοίχους πολλών δημόσιων χώρων της πόλης προκαλώντας την αναταραχή της δεισιδαίμονος κοινωνίας. Αποδέκτης του είναι ο τοπικός κόμης, ο πρίγκιπας με μυθοπλαστικούς όρους, που έχει την απόλυτη δικαιοδοσία στη συγκεκριμένη περιοχή και επιπλέον έχει συμμαχήσει με τους Σουηδούς ενάντια στην κεντρική εξουσία του αυτοκράτορα.

Πορτρέτο του Τόμας Ντε Κουίνσι φιλοτεχνημένο από τον σερ Τζον ΓουότσονΓκόρντον, ο οποίος το 1865 το δώρισε στη Νational Ρortrait Gallery του Λονδίνου

«Ετσι τιμωρώ την αντίσταση · οίκτο στην εθελούσια υποταγή·αλλά εφ΄ εξής θάνατο στους πείσμονες!» επανέρχεται ο μυστηριώδης άνδρας που υπογράφει τα σύντομα και επιθετικά κείμενά του ως «Η μάσκα» και ήρθε να κλονίσει τα θεμέλια της σφετεριστικής αλλά και φοβισμένης εξουσίας που επιβάλλεται στους υπηκόους της με τρομοκρατία και βία. Ο γιγαντόσωμος άνδρας, ένα είδος σούπερ ήρωα που ευθύνεται για εκπληκτικές δολιοφθορές και ένα σωρό ακατανόητες ενέργειες που σπέρνουν τον πανικό, προκαλεί μια πρωτόφαντη αναστάτωση στο προδοτικό πριγκιπάτο του Λανδγράβου, το οποίο νιώθει ότι οι επικείμενες στρατιωτικές εξελίξεις θα τερματίσουν και τη δική του εξουσία.

Η μάσκα είναι μια γνήσια γοτθική ιστορία, όψιμη και ταυτόχρονα ιδρυτική των μοτίβων ενός λογοτεχνικού είδους που στην πορεία κατέστη ιδιαίτερα δημοφιλές. Είναι μια σύνθεση εικόνων (άλλοτε μιας καλειδοσκοπικής αφήγησης και άλλοτε μιας θεατρικής έμπνευσης) που μοιάζουν «με το χάος ενός ονείρου μάλλον παρά με κάποιο σύνηθες θέαμα της ανθρώπινης ζωής» . Το γοτθικό, επί της ουσίας, δεν αφορά τόσο τον κατά τα άλλα ελκυστικό εξωτερικό διάκοσμο (ιππότες, μάχες, μυστήριο, σκοτάδι, κρύπτες, υπερφυσικές δυνάμεις) αλλά τον εσωτερικό, εκεί όπου η συνείδηση καθίσταται φασματική και γίνεται το θύμα του ανθρώπινου μυστηρίου.

Ο Τόμας Ντε Κουίνσι συνθέτει μια ελεγεία για τον επικρεμάμενο φόβο, την ελλοχεύουσα και πανταχού παρούσα απειλή, τον μεγάλο και βασανιστικό τρόμο της ανθρώπινης εμπειρίας μπροστά στο άγνωστο, ο οποίος πρέπει «να απολογηθεί για εγκλήματα μη εξιλεωθέντα, ενώπιον δικαστηρίου όπου καμία εξουσία εξόν από την αθωότητα δεν (θα) μπορούσε να τον απαλλάξει». Αν ο Κάφκα τελειοποίησε τη διαδικασία της αναγνωστικής καθήλωσης (υποβολή περισσότερο και όχι «ατμόσφαιρα») μέσω μιας υπαρξιακής ανησυχίας, ο Ντε Κουίνσι πέτυχε πρώτος κάτι ανάλογο στο αντίστοιχο επίπεδο της αισθητικής. Οι δυο τους έχουν, άλλωστε, πολλές αναλογίες στη ζωή και στο έργο τους.

Ο «βικτωριανός Μπόρχες»

Σκηνή από την ταινία «V for Vendetta» (2006) του Τζέιμς Μακ Τιγκ,η οποία βασίζεται στο κόμικ με τον ίδιο τίτλο που δημιούργησαν το 1981 οι Αλαν Μουρ και Ντέιβιντ Λόιντ.O αναγνώστης θα βρει πολλές αναλογίες με τη «Μάσκα»,ειδικά ως προς την τακτική του μασκοφόρου που πολεμά το «καθεστώς» με τα ίδια του τα μέσα

Ο Τόμας Ντε Κουίνσι γεννήθηκε το 1785 στο Μάντσεστερ της Αγγλίας. Ο πατέρας του ήταν ένας επιτυχημένος έμπορος που αγαπούσε τη λογοτεχνία αλλά πέθανε όταν ο ταλαντούχος γιος του ήταν πολύ μικρός. Από τότε, και εξαιτίας μιας ζωής με πολύ μεγάλα διαστήματα ανέχειας και καταχρήσεων ναρκωτικών ουσιών, ο μετέπειτα συγγραφέας και διανοούμενος ήταν αρκετά αδύναμος και φιλάσθενος.

Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους και πιο ευρυμαθείς συγγραφείς του 19ου αιώνα, του αποδίδεται μάλιστα ο λογοτεχνικός πρωθύστερος χαρακτηρισμός «βικτωριανός Μπόρχες» εξαιτίας της μεγάλης επιρροής που είχε σε κορυφαίους ομοτέχνους του.

Το έργο του απαρτίζεται από δημοσιογραφικά κείμενα, γραμμένα προς εξασφάλιση του βιοπορισμού του, αλλά και ιστορικά και φιλολογικά δοκίμια, μεταξύ άλλων για τους μεγάλους ρομαντικούς ποιητές Γουίλιαμ Γουερντσγουέρθ και Σάμιουελ Τέιλορ Κόλριτζ. O Νίκος Σταμπάκης, που μας μεταφέρει σε μια δόκιμη και ενδιαφέρουσα γλώσσα το πυκνογραμμένο αγγλικό πρωτότυπο, επισημαίνει στα προλεγόμενά του ότι το βιβλίο γνώρισε επιτυχία στην εποχή του, διασκευάστηκε για το θέατρο, ενώ ο Κόλριτζ το επαίνεσε για το ύφος του τοποθετώντας το πιο πάνω στην εκτίμησή του από δημιουργίες τού συνήθους υπόπτου σερ Γουόλτερ Σκοτ.