Υπάρχουν πολλοί τρόποι να διατηρηθεί η αγωνία του αναγνώστη στα αστυνομικά μυθιστορήματα, παρ΄ όλο που η βιομηχανοποίησή τους επιτρέπει σήμερα να διακρίνει κάποιος τον «ήρωα» και να προδικάσει το τέλος από τις πρώτες κιόλας σελίδες τους. Αλλά ο Αλαν Φερστ, ο νεοϋορκέζος συγγραφέας δημοφιλέστατων μυθιστορημάτων κατασκοπείας (spy novel), δεν ακολουθεί τη βιομηχανική συνταγή. Και είναι σπουδαίος στο είδος του. Σε ένα προηγούμενο διεθνές best seller του, στον «Κατάσκοπο της Βαρσοβίας», μας είχε δείξει πόση προσοχή δίνει στη γεωγραφική λεπτομέρεια και μας είχε γνωρίσει όλα τα πρόσωπα της πολωνικής στρατιωτικής ιεραρχίας. Στους «Κατασκόπους των Βαλκανίων» μας δείχνει και τον σεβασμό του στην ελληνική Ιστορία. Η όλη υπόθεση εκτυλίσσεται, με κέντρο τη Θεσσαλονίκη, από τον Οκτώβρη του 1940 ως την ημέρα της εισβολής των Γερμανών, στις αρχές Απριλίου του 1941. Ο Μεταξάς και ο Γκράτσι στο προσκήνιο, η αγγλική Ιντέλιτζενς διακριτική και ο ελληνικός ενθουσιασμός για τις νίκες στην Αλβανία στα μέτρα του. Ηρωας εδώ είναι ο Κώστας Ζανής, ένας διευθυντής της Ειδικής Ασφάλειας, πατριώτης, που «παρασύρεται»- αλλά το λέει η καρδιά του – και γίνεται διεκπεραιωτής της διαφυγής Γερμανοεβραίων μέσω Ελλάδας στην Τουρκία. Ο Φερστ είναι εντυπωσιακά πιστός στην ιστορική αφήγηση, στην προβολή των αντιδράσεων του ελληνικού στοιχείου προς τους Ιταλούς- φασίστες και αιχμαλώτους- και αποφεύγοντας τις σεξοερωτικές ακρότητες α λα Τζέιμς Μποντ παρεμβάλλει ισορροπημένα το γυναικείο στοιχείο στην όλη πλοκή. Γυναίκα τον έφερε στο κύκλωμα, γυναίκα στο Βερολίνο, σύζυγος συνταγματάρχη της Βέρμαχτ αλλά εχθρού της Γκεστάπο, που είναι το κεντρικό πρόσωπο του δικτύου διαφυγής, και γυναίκα είναι εκείνη- Ελληνίδα- που, αμέτοχη στο κύκλωμα και στο ό,τι γίνεται γύρω της, του παραστέκεται ψυχικά όταν σφίγγουν τα πράγματα.

Δεξιοτέχνης στην πλοκή, σχεδόν σχολαστικός στην αποτύπωση κινήσεων, προσώπων, αισθημάτων και εντυπωσιακά ακριβής στην ιστορική καταγραφή, ο Φερστ κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη όχι απλώς προσφέροντας την εξέλιξη της υπόθεσης, αλλά παρεμβάλλοντας ούτε μία ούτε δύο αλλά τέσσερις επί μέρους ιστορίες που όλες φυσικά αλληλοσυνδέονται και καταλήγουν στον ήρωά μας. Το ζευγάρι των Γερμανοεβραίων που διαφεύγει μέσω Βουδαπέστης περνά στιγμές αγωνίας – και ο αναγνώστης μαζί τουςόταν προκαλεί το ενδιαφέρον μιας φιλύποπτης βέρας Γερμανίδας. Στο Παρίσι ο θείος Αναστάσης του ήρωά μας δεν δυσκολεύεται να του εξασφαλίσει «ό,τι τρελό θα ήθελε», αφού οι γάλλοι αστυφύλακες με τα ποδήλατα έχουν δοκιμάσει πολλές φορές το ρακί που τους προσφέρει. Ο υπαξιωματικός των Ες-Ες στο Βερολίνο που κάτι μυρίζεται από τις εξαφανίσεις γερμανοεβραίων γειτόνων του επισκέπτεται κάποιο «ύποπτο πρόσωπο», του κάνει μερικές αθώες ερωτήσεις, ανεβάζοντας την αδρεναλίνη και στο «πρόσωπο» και στον αναγνώστη, αλλά αναβάλλει τη σύλληψη του ύποπτου, ο οποίος αναχωρεί την επομένη για την Ελβετία με κρατική Μερτσέντες.

Αν εξαιρέσει κάποιος μια… καραμπινάτη υπερβολή- από ένα χωράφι της κατεχόμενης Γαλλίας ένα αεροπλάνο φορτωμένο με όπλα (!) κάποιας διεθνούς μαφίας προσγειώνεται στη Σόφια, σε μια εποχή που τα αεροπλάνα δεν μπορούσαν να πετάξουν ούτε 300 χιλιόμετρα- «Οι Κατάσκοποι των Βαλκανίων» δεν προκαλούν με απιθανότητες. Το ότι ο έλληνας αστυνομικός είχε σχέσεις και επικοινωνούσε με τους ομολόγους του στη Σερβία και στη Βουλγαρία δεν προκαλεί απορίες, ούτε είναι ιστορικά λαθεμένο ότι το πραξικόπημα στο Βελιγράδι που ανέτρεψε το φιλοχιτλερικό καθεστώς το οργάνωσαν οι Αγγλοι εν γνώσει της Αθήνας. Κάπου βέβαια ο συγγραφέας μπερδεύει τους δικτάτορες

Η Θεσσαλονίκη υπό γερμανική Κατοχή.Το μυθιστόρημα του Φερστ τελειώνει τον Απρίλιο του 1941, με την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα

Μεταξά και Πάγκαλο- καταλογίζει στον πρώτο το μέτρο για το μήκος της γυναικείας φούστας, ενώ αυτό ήταν επιλογή του παππού του σημερινού αντιπροέδρου- και κάπου αλλού βλέπει το μπουζούκι και τη ρετσίνα να κυριαρχούν στην προπολεμική Θεσσαλονίκη. Ομως οι κινήσεις του «ήρωά» μας, η μεθόδευση των ενεργειών του, οι αντιδράσεις του συναδελφικού και του φιλικού κόσμου του, ακόμη και το παραπονιάρικο βλέμμα της σκυλίτσας του Ζανή, είναι ανθρώπινες, κατανοητές.

Συναρπαστικό και αληθινά απροσδόκητο είναι το τέλος. Εκείνος και εκείνη, που επρόκειτο να φύγουν από τη Θεσσαλονίκη όταν επιτέθηκαν οι Γερμανοί, βρέθηκαν στην Τουρκία επειδή το τρένο που πήραν δεν σταμάτησε στην Αλεξανδρούπολη όπου «εκείνος» ήθελε να κατεβεί για «να βγει στο βουνό, να κάνει αντίσταση».