Θέλω να μιλήσω παρεκβατικά για την οικονομία- τη «γενική οικονομία»- που διέπει τη μνημειώδη χειρονομία του Δ. Ν. Μαρωνίτη να μεταφράσει την Οδύσσεια και την Ιλιάδα στα γηρατειά του, ώρα που μπορεί κανείς να παραδώσει και να απολογηθεί.

Λέω λοιπόν «οικονομία» διότι το διαφορικό στοιχείο που διακινείται από το μεταφραστικό διάβημα του Μαρωνίτη είναι, προφανώς, η ποσοτική διαφορά του από τους άλλους φιλολόγους, αλλά κυρίως η ποιοτική του διαφορά από και με τον εαυτό του. Θα πρόσθετα: και καθ΄ υπερβολήν του εαυτού του, εάν συγκατέλεγα στην οικονομία αυτήν και τη μεταφραστική του εργασία ως καθαρή δαπάνη από την οποία τίποτα και από κανέναν δεν προσδοκά.

Εννοείται πως στο διαφορικό αυτό στοιχείο αποτυπώνεται το στοιχειό: ο δαίμονας του Μαρωνίτη, η γραφή του, ανάμεσα στην ποίηση και στη φιλολογία· γραφή εξαιτίας της οποίας το σώμα φέρει μια κρυμμένη γλώσσα και η γλώσσα συστήνει ένα ένδοξο σώμα, όπως παρατηρεί ο Ντελέζ για τον Κλοσοφσκί.

Μεταφράσιμο δυναμικό
Δεν μου επιτρέπεται προφανώς να σχολιάσω φιλολογικά το μετάφρασμα. Προτιμώ ν΄ αναφερθώ σε εκείνο το «μεταφράσιμο δυναμικό» που, όπως επισημαίνει ο Μαρωνίτης, ελλοχεύει στο ίδιο το έπος. Θα έπρεπε ίσως να πω: το «δυναμικό» αυτό καθαυτό, διότι ούτε για το μεταφράσιμο έχω ούτως ειπείν λόγο, παρεκτός του ότι υποδέχομαι ως εξ επαφής μια συγκεκριμένη ρυθμική διάταξη που με παραπέμπει κατευθείαν στον Νεκρόδειπνο του Σινόπουλου, κυρίως όπως τον άκουσα από τον Μαρωνίτη στη γιορτή για την έκδοση του δεύτερου τόμου της Ιλιάδας από τον Σταύρο Πετσόπουλο. Εχω μάλιστα την αίσθηση ότι δέχομαι από τη μετάφραση ένα επείγον ηχητικό σήμα πέραν του νοήματος, εφόσον η ιεράρχηση των τονικών υψών στην αδρή δημοτική του Μαρωνίτη φανερώνει πως ο πρώτος που ακούει, κρίνοντας μουσικολογικά, το μετάφρασμά του είναι ο ίδιος ο μεταφραστής, καλώντας εξ υστέρου τον συνακροατή του αναγνώστη σε δυναμική ακρόαση του έπους, που το εισπράττω ως αποτέλεσμα αφενός της θείας αφέλειας του Ομήρου, αφετέρου των δισταγμών, των παλινδρομήσεων, ακόμη και των λαθών του μεταφραστή- εάν κακεντρεχείς φιλόλογοι το επιθυμούν.

Διευκρινίζω πως ο δάνειος όρος «δυναμικό» προοιωνίζεται και την περίφημη «προδικαστική αντίρρηση» ως προς το μη μεταφράσιμο της ποιήσεως, η οποία, σημειώνει ο Βαλερύ, πρέπει να ακούγεται ως «παρατεταμένος δισταγμός ανάμεσα στον ήχο και στο νόημα». Ο Μαρωνίτης «μελοποίησε» τον δισταγμό ανασυστήνοντας, στη σκηνή της γραφής, τον μουσικό πυρήνα της τραγωδίας.

Γιατί όμως εντάσσω το εγχείρημα του Μαρωνίτη σε μια «γενική οικονομία» όπου η δαπάνη (η δαπάνη του εαυτού) ελέγχεται ως αμετάκλητη ώστε να καθιστά εμφανή τον αρνητικό της αντίκτυπο και στην προσωπική του ζωή (κόπωση, αδημονία, ενδοτική ισχυρογνωμοσύνη); Αρνητικότητα που μεταλλάσσεται εν τούτοις σε μέγιστη κατάφαση προς τη ζωή (γενναιοδωρία, εποικοδομητική έριδα).

Πιστεύω ότι ολόκληρη η, φιλολογική σε πρώτη όψη, ποιητική σε δεύτερη, οικονομική σε τρίτη, εργασία του Μαρωνίτη προϋποθέτει έναν ανοικονόμητο τελεστή:έναν εμμενή- εμμένοντα Θυμό. Αλλά και το ίδιο το μετάφρασμα ερεθίζει και κατευνάζει. Σκόπιμη, θα έλεγα, όσο και απρόβλεπτη μεταφραστική τακτική, συνδεδεμένη τόσο με την αγράμματη-εγγράμματη φύση του ποιητή όσο και με την εγγράμματη-αγράμματη φύση του μεταφραστή, σε ιλιγγιώδη περιέλιξη του ενός στον άλλον ή σε συνεχή διαζευκτικό συλλογισμό εκείνου του πολύπαθου σώματος που διστάζει επιτελώντας.

Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αναγνώσω στο μετάφρασμα ό,τι το χωρίζει από το πρωτότυπο ή για να προφέρω μέσω του κειμένου ό,τι το χωρίζει από το άγραφο πλεόνασμά του. (Αλλά αυτά οι έλληνες φιλόλογοι, τους οποίους συνερίζεται και δεν συνερίζεται ο Μαρωνίτης, δεν τα καταλαβαίνουν. Εχω μάλιστα την εντύπωση πως εάν ο Μαρωνίτης, που τον παρακολουθώ από το ΄63, αναγνώριζε δημόσια τη διαφορά ανάμεσα σ΄ ένα σύστημα σκέψης και σ΄ ένα σύστημα γνώσης, εάν επιτέλους υποκλινόταν σε έναν εκκεντρικό Μαρωνίτη, τότε η «γενική οικονομία» του θα αποδεχόταν χωρίς πολλά-πολλά το ίδιον: πως η αρχή της απώλειας είναι ο οικουμενικός κανόνας).

Το ύψος του θανάτου

Αχιλλέας και Πάτροκλος σε παράσταση αγγείου του 5ου αιώνα π.Χ.

Αποκάλεσα μνημειώδες το εγχείρημα του Μαρωνίτη διότι δεν αναφέ ρεται σε καμία προετοιμασμένη τελειότητα, αλλά στην αδυναμία και στην ατέλεια που αυτός δοκιμάζει οδεύοντας προς το αναπόφευκτο. Τα λόγια του Οιδίποδα στον Κολωνό αντηχούν και στο «Προοίμιο» της Φαινομενολογίας του πνεύματος: «Ο θάνατος, αν θέλουμε να ονομάσουμε έτσι αυτή την απραγματικότητα, είναι ό,τι πιο τρομερό». Μόνο που στο έργο του Μαρωνίτη δεν τίθεται, όπως στον Εγελο, απλώς η γνώση «στο ύψος του θανάτου» αλλά και η αίσθηση.

Κράτησα για το τέλος αυτού του πονόψυχου κειμένου- αυτού του μεταφορικού ισολογισμού φιλίας- μιαν αυτοβιογραφική νύξη-νήμα της κοινής μας ταπητουργίας:το Ονομα. Κρατώ στη μνήμη μου το «Δ. Ν. Μαρωνίτης», ως όνομα μετά τον λογότυπο «υφηγητής» (υφηγητής Δ. Ν. Μαρωνίτης), που διάβαζα στο κατάστιχο της Φιλοσοφικής του ΑΠΘ προτού ακούσω τη φωνή του στο κεντρικό αμφιθέατρο.
Ονομα δ΄ Ορέστης
.