«Οσο ζω εγώ, δήμαρχος εσύ δεν γίνεσαι!» φέρεται να είπε ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ανθιμος στον, μέχρι πρότινος, υποψήφιο δήμαρχο της πόλης Γιάννη Μπουτάρη. Τελικά, και ο ένας έγινε δήμαρχος και ο άλλος είναι, ευτυχώς, καλά στην υγεία του. Η φράση αυτή, όμως, αν πράγματι ειπώθηκε, αποτελεί τον πιο πρόσφατο «κρίκο» στη μακρά αλυσίδα της ιστορίας των παρεμβάσεων της Ελλαδικής Εκκλησίας στα πολιτικά πράγματα.

Μπορεί εμείς να θυμόμαστε την υπόθεση των ταυτοτήτων ή τα συλλαλητήρια του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου για τη Μακεδονία, αλλά οι εκκλησιαστικές παρεμβάσεις στα τεκταινόμενα της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα έχουν τις ρίζες τους πολύ βαθιά στον χρόνο. Αλλωστε, πέρα από τις παρεμβάσεις, η «χρηστική» σχέση Εκκλησίας- πολιτικής υπήρξε αμφίδρομη: η Εκκλησία προσπάθησε συχνά να χρησιμοποιήσει το κράτος μέσα από την επιρροή της στις κυβερνήσεις καθώς και εκείνες, εξίσου συχνά, επιχείρησαν να «αξιοποιήσουν» πολιτικά την Εκκλησία…

Η απόπειρα «κατάληψης» του κράτους

Σκίτσο του Φωκίωνα Δημητριάδη σχετικά με την υπόθεση αρχιερέων που είχαν κατηγορηθεί για συμμετοχή ή εύνοια στο βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935

Στην πραγματικότητα, όπως ξεκάθαρα προκύπτει και μέσα από αυτήν τη μελέτη που ξεκινά από τις νίκες των Βαλκανικών Πολέμων και φτάνει ως την Κατοχή, «το κόμμα του Θεού» είναι «θεσμικό», δεν έχει χρώμα. Γι΄ αυτό και οι πολιτικές δράσεις της Εκκλησίας δεν είναι ταυτισμένες με αυτό που οι πιο πολλοί δικαίως φαντάζονται, δηλαδή με τα δεξιά του πολιτικού φάσματος- το αντίθετο μάλιστα: «Η Ορθόδοξος Ιεραρχία δεν δύναται να παραδεχθεί ότι η Κυβέρνησις των φιλελευθέρων και ο μεγαλοπράγμων αυτής ηγέτης, ο το παν ανακαινίσας εν τω Κράτει, ο κλείσας αυτό και οδηγήσας δόξη και τιμή εστεφανωμένον επί της οδού της νίκης, του θριάμβου και της εθνικής παλιγγενεσίας θα θελήσει να εγκαταλείψει την Ορθόδοξον Ελληνικήν Εκκλησία έρμαιον του πρώτου τυχόντος μικροκομματάρχου…». Το κείμενο του Εκκλησιαστικού Αρχιερατικού Συμβουλίου του Ιουνίου 1920 έχει σκοπό να πείσει την κυβέρνηση Βενιζέλου, λίγο πριν από την αναπάντεχη πτώση της να εξασφαλίσει στην Εκκλησία θεσμοθετημένη συμμετοχή στα υφιστάμενα, τότε, ή στα αναμενόμενα να λειτουργήσουν νομοθετικά και τα δικαστικά σώματα του κράτους: τη Βουλή, τη Γερουσία, το Συμβούλιο της Επικρατείας. Τα επιχειρήματα της Εκκλησίας ήταν τριών κυρίως κατηγοριών: ιστορικά, σχετικά με τον ρόλο της Εκκλησίας στην ελληνική επανάσταση, πολιτικά, με τη λογική ότι δεν μπορούν ερήμην της Εκκλησίας να νομοθετούν για αυτήν αλλόθρησκοι βουλευτές στην Ελληνική Βουλή και, κυρίως, ότι μια τέτοια «μεταρρύθμιση» ήταν στο πνεύμα του κομματικού προγράμματος των Φιλελευθέρων… Οι εκλογές του Νοεμβρίου έριξαν την κυβέρνηση Βενιζέλου και έτσι εκείνες οι προσπάθειες της Ιεράς Συνόδου δεν είχαν συνέχεια.

Από το «Γουδί της εκκλησίας», όπως χαρακτηρίζει ο συγγραφέας τις προσπάθειες για την αναθεώρηση της εκκλησιαστικής νομοθεσίας και την ανασυγκρότηση της εκκλησίας στα έτη 1913-1915, ως την ανακίνηση του αρχιεπισκοπικού ζητήματος τα έτη 1940-1941, εν μέσω πλέον Κατοχής, η Εκκλησία με το κράτος βρίσκονται σε συνεχή «διάλογο» που, σε μεγάλο βαθμό, παρακολουθεί και αποτυπώνει τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα.

Στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού διχάζεται και η Ιεραρχία. Και διχάζεται βαθιά. Οι «βενιζελικοί» διώκουν σκληρά στο «Κράτος της Θεσσαλονίκης» τους αντιβενιζελικούς αρχιερείς και το αντίστροφο ακριβώς συμβαίνει στις περιοχές που ελέγχει η Αθήνα. Το «Ανάθεμα» πέφτει στον Βενιζέλο, που, σε ορισμένες περιοχές, ομοιώματά του ρίχνονται στην πυρά. Η νίκη του Βενιζέλου αποτυπώνεται εκκλησιαστικά με την άνοδο του Μελέτιου Μεταξάκη στον μητροπολιτικό θρόνο Αθηνών, όπου η «κάθαρσις» της Εκκλησίας από τα αντιφρονούντα στοιχεία συνεχίζεται, ενώ καταβάλλονται σημαντικές προσπάθειες για τη θεσμοποίηση της δυνατότητας πολιτικής παρέμβασης της Ιεραρχίας. Η πτώση του Βενιζέλου ρίχνει και τον Μεταξάκη και η «άλλη πλευρά» επιστρέφει στα πράγματα. Στα χρόνια όμως από τις εκλογές του ΄20 ως την ήττα στη Μικρά Ασία και τη Συνθήκη της Λωζάννης, αυτό το «εσωτερικό μέτωπο» της Εκκλησίας τελικά κλείνει και επέρχεται ο εσωτερικός συμβιβασμός. Τώρα πια η Ιεραρχία έχει να τοποθετηθεί απέναντι στην επερχόμενη αβασίλευτη δημοκρατία.

Στα χρόνια του Μεταξά
Η Εκκλησία διανύει μέσα σε κλίμα προσεκτικών ισορροπιών τα χρόνια της νέας σύγκρουσης «βενιζελικών» – αντιβενιζελικών κυβερνήσεων, αλλά, το 1936, με τον Βενιζέλο να έχει πεθάνει λίγους μήνες πριν, έρχεται αντιμέτωπη με την άνοδο του Ιωάννη Μεταξά στην εξουσία. Και εκεί η εξίσωση είναι ακόμη πιο δύσκολη. Ο Δαμασκηνός εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος τον Νοέμβριο του 1938 με τριάντα ψήφους, όμως, η δικτατορία Μεταξά βοήθησε τον μειοψηφούντα κατά μία ψήφο ανθυποψήφιό του Χρύσανθο να γίνει τελικά Αρχιεπίσκοπος, πιέζοντας ασφυκτικά τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου που θα έκριναν την ένσταση της εκλογής. Ο Δαμασκηνός καταλήγει να ζει φρουρούμενος από την ειδική ασφάλεια του Μεταξά στη Σαλαμίνα. Το 1941, όταν μπαίνουν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, ο Χρύσανθος αρνείται να παραστεί στην τελετή κατάληψης της Αθήνας, να τελέσει δοξολογία και να ορκίσει την κυβέρνηση Τσολάκογλου, ενώ σχεδόν καθυβρίζει τους γερμανούς επιτελείς στην πρώτη τους συνάντηση. Τον Μάιο του 1941 ο Τσολάκογλου καταργεί… διά νόμου το καθεστώς Μεταξά και στέλνει σε δίκες συνεργάτες του. Στις 4 Ιουλίου η κατοχική πολιτεία αναγνωρίζει ως νόμιμο αρχιεπίσκοπο τον Δαμασκηνό, τον οποίο, λίγα χρόνια μετά στα Δεκεμβριανά, ο Τσόρτσιλ τοποθετεί αντιβασιλέα της Ελλάδος.

«Ελευθερίω Βενιζέλω ανάθεμα έστω»

Το ανάθεμα κατά του Βενιζέλου

Στις 12 Δεκεμβρίου 1916, μια περίπου… σατανιστική τελετή λαμβάνει χώρα στην Αθήνα: το Ανάθεμα εναντίον του Βενιζέλου.«Ελευθερίω Βενιζέλω επιβουλευθέντι την βασιλείαν και την Πατρίδα και καταδιώξαντι και φυλακίσαντι Αρχιερείς, ανάθεμα έστω» είπαν εν χορώ τα μέλη της Ιεραρχίας που είχαν μείνει στο «κράτος της Αθήνας»,με παρόντες πλήθος άλλους εκκλησιαστικούς και κρατικούς αξιωματούχους.Ηταν συγκεντρωμένοι μπροστά σε έναν μεγάλο λάκκο,στο κέντρο του οποίου δέσποζε το ομοίωμα του Βενιζέλου όπου στην κορυφή του στεκόταν ένα κρανίο ταύρου.Μόλις ειπώθηκε το ανάθεμα οι «πιστοί» άρχισαν να πετούν στον λάκκο κομμάτια μαρμάρων και πέτρες, επαναλαμβάνοντας τα λόγια όσο διαρκούσε ο λιθοβολισμός,ώσπου ένας τεράστιος σωρός από πέτρες σχηματίστηκε…Το φαινόμενο έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση και έξω από τα ελληνικά σύνορα.Ο υπουργός Εξωτερικών Ευγένιος Ζαλοκώστας ανέλαβε να εξηγήσει τα ανεξήγητα στις ξένες κυβερνήσεις: «Παρά επιμόνους ενεργείας κυβερνήσεως,ο λαός της Αττικής προέβη προχθές εις έμπρακτον εκδήλωσιν εναντίον επαναστάσεως Θεσσαλονίκης.Πλήθη λαού,ανερχόμενα εις δεκάδες χιλιάδων,μετέβησαν εις το Πεδίον του Αρεως και έρριψαν λίθον αναθέματος κατά “προδότου”.Αιτήσει των συντεχνιών μετέσχεν ο Μητροπολίτης Αθηνών»…