Η αναζήτηση προφορικών μαρτυριών από την περίοδο 1941-1946 από Χιώτες που εγκατέλειψαν το νησί και διέφυγαν στη Μέση Ανατολή οδήγησε τον συγγραφέα Γιάννη Μακριδάκη, που τον ξέρουμε από τις νουβέλες του και τα μυθιστορήματά του, στη συγκρότηση ενός σώματος περίπου 50 μαρτυριών ανδρών και γυναικών. Οι μαρτυρίες αυ τές αφορούν μια σελίδα της ιστορίας της Κατοχής και της Αντίστασης που είχε ελάχιστα φωτιστεί. Και πάντως όχι από το φως της προφορικής μαρτυρίας, που φέρει το ιδιαίτερο φορτίο του ζωντανού βιώματος. Το γεγονός πως ο Μακριδάκης ζει στο νησί, έχει δηλαδή άφθονο χρόνο να αφιερώσει στην έρευνα, γνωρίζει τους ανθρώπους, αυτοί τον γνωρίζουν και τον εμπιστεύονται, γνωρίζει την ντοπιολαλιά τους, συνέβαλε προφανώς καθοριστικά στη συγκέντρωση τόσων και τόσο πλούσιων μαρτυριών που πολλές φορές ο ανθρωπολόγος ή ο ιστορικός δυσκολεύεται να συλλέξει στα ερευνητικά του ταξίδια.

Ορισμένοι από τους Χιώτες που συμμετείχαν στα κινήματα ήταν ήδη αριστεροί, μιλούσαν για την Οργάνωση (δηλαδή το ΕΑΜ) που οργάνωσε τη διαφυγή τους. Οι περισσότεροι όμως δεν ήταν πολιτικοποιημένοι πριν από την αναχώρηση από το νησί. Μέσα στον στρατό πια, θα ενταχθούν στην ΑΣΟ (Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση), θα ακολουθήσουν τα δύο κινήματα και θα συλληφθούν. Οι περισσότεροι θα γνωρίσουν τον εγκλεισμό στα στρατόπεδα συγκέντρωσης που είχαν ιδρύσει οι Αγγλοι για τους κομμουνιστές. Θα μοιραστούν έτσι την εμπειρία των στρατοπέδων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο πόλεμος των χαρακωμάτων, ο Β΄ θα μπορούσε να ονομαστεί πόλεμος των στρατοπέδων, μια και εκατομμύρια άνθρωποι γνώρισαν τη φρίκη τους. Στα «σύρματα» του Ντεκαμερέ της Αβησσυνίας επί δύο χρόνια οι 1.500 βαρυποινίτες «συρματένιοι» θα ασπαστούν όντως τις κομμουνιστικές ιδέες, και όσοι δηλαδή δεν ήταν προηγουμένως έγιναν αριστεροί, μοιράστηκαν οράματα και αξίες.

Μια ιδιότυπη λοιπόν σελίδα του πολέμου, που εκτυλίσσεται εκτός Ελλάδος, αφηγείται αυτό το πολυφωνικό βιβλίο. Ο χρόνος: από το φθινόπωρο του ΄41, που φεύγουν οι πρώτοι, ως το καλοκαίρι του ΄46, που επιστρέφουν οι τελευταίοι. Ο χώρος: η Χίος, τα τουρκικά παράλια, η Μέση Ανατολή, η Κύπρος, η Βόρεια Αφρική. Το ταξίδι εγγράφεται ήδη στην Αντίσταση, αφού παραβαίνει τις γερμανικές απαγορεύσεις επισύροντας μεγάλους κινδύνους. Κορόνα-γράμματα παίζουν το κεφάλι τους όσοι φεύγουν νύχτα με άθλιες βαρκούλες που μπάζουν νερά, αλλά ακόμη χειρότερα διακινδυνεύουν οι βαρκάρηδες, που περνούν κόσμο απέναντι συστηματικά. Υπάρχουν και δωσίλογοι που καταδίδουν τους περατάρηδες. Ετσι κάποιοι συλλαμβάνονται και εκτελούνται, οι άλλοι όμως συνεχίζουν.

Είκοσι χιλιάδες άνθρωποι, το ένα τρίτο του πληθυσμού της Χίου, περνούν έτσι απέναντι. Ορμή για επιβίωση, κυρίως των γυναικόπαιδων,

Πόλεμος και διασκέδαση (χωρίς σχολιασμό, φωτογραφικό αρχείο Μιχάλη Βιττάκη)

όχι όμως μόνον: από την πλευρά των νέων ανδρών και επιθυμία στράτευσης για να πολεμήσουν τον εχθρό μέσα από τον στρατό της Μέσης Ανατολής, μια επιθυμία δηλαδή αντίστασης. Το ταξίδι ξεδιπλώνεται γλαφυρά μέσα από τις πολλαπλές αφηγήσεις που διασταυρώνονται, αλληλοσυμπληρώνονται και ολοκληρώνουν το ψηφιδωτό. Να επισημάνω τέλος την εξαιρετικά προσεκτική μεταγραφή του φωνητικού του υλικού, που διασώζει και αναδεικνύει το τοπικό ιδίωμα της Χίου, με σεβασμό σε λεπτομέρειες όπως το αρχικό δ τού δεν που δεν προφέρεται, το οποίο κάνει το υλικό προφανώς ενδιαφέρον και για γλωσσολόγους. Ισως ένα γλωσσάρι θα ήταν χρήσιμο. Αν λάβουμε υπ΄ όψιν μας ότι η προφορική μαρτυρία δεν έχει επαρκώς αξιοποιηθεί στην ιστοριογραφία της περιόδου, το βιβλίο είναι διπλά πολύτιμο: αφενός εμπλουτίζει την τοπική ιστορία της Χίου στην Κατοχή και την ιστορία των κινημάτων στον στρατό της Μέσης Ανατολής, αφετέρου αναδεικνύει τη δύναμη και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της προφορικής μαρτυρίας.

Η κυρία Οντέτ Βαρών-Βασάρ είναι ιστορικός και συγγραφέας του βιβλίου «Η ενηλικίωση μιας γενιάς. Νέοι και νέες στην Κατοχή και στην Αντίσταση», Εστία, 2009.

Με βάρκες και καΐκια

Γυναικόπαιδα στο Σουκ Ελ Γκαρπ του Λιβάνου,το 1943 (φωτογραφικό αρχείο Μιχάλη Βιττάκη)

Ο τρόπος που ο Μακριδάκης επεξεργάστηκε το υλικό είναι ο εξής: ανέδειξε σε εννέα χωριστά κεφάλαια μεγάλες θεματικές που ξεκινούν από την περιγραφή της γερμανικής Κατοχής στο νησί,την πείνα και την εξαθλίωση που επικρατούν και ωθούν χιλιάδες ανθρώπους να φύγουν με βάρκες και καΐκια και να περάσουν στα τουρκικά παράλια.Στη συνέχεια,μέσα από αποσπάσματα των ίδιων των αφηγητών,με μικρά συνδετικά κείμενα του Μακριδάκη, παρακολουθούμε το επίπονο και ριψοκίνδυνο αυτό ταξίδι,την προώθηση των ανδρών που θα καταταγούν όλοι στον στρατό της Μέσης Ανατολής (ναυτικό ή πεζικό) και την εγκατάσταση των γυναικόπαιδων σε καταυλισμούς,όπου και θα ζήσουν όλη την υπόλοιπη Κατοχή (στις Πηγές του Μωυσέως και στην Κύπρο). Οι μαρτυρίες από τη ζωή στο στράτευμα αφορούν βέβαια και τα κινήματα.