«Είμαι multitasker» μου λέει ο Νίκος Παπανδρέου.

Πολυτεχνίτης.

Οχι σε σχέση με διάφορες ιστορίες πολιτικοοικονομικού ενδιαφέροντος που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας και τον φέρουν ως πρωταγωνιστή. Αλλά πολυτεχνίτης με την τέχνη του. Την τέχνη της γραφής. Λογοτεχνία, σινεμά, δηλαδή σενάριο, θέατρο, δοκίμιο.

Συναντηθήκαμε στα γραφεία του Ιδρύματος Ανδρέα Παπανδρέου, στην οδό Πειραιώς, με αφορμή την έκδοση του καινούργιου βιβλίου του, της συλλογής διηγημάτων Ερωτας υπό αίρεση. «Αυτό το “υπό αίρεση” με χαρακτηρίζει» αναφέρει. «Στη λογοτεχνία με ενδιαφέρει ό,τι έχει ερωτηματικό, ό,τι κινείται, ό,τι δεν είναι δεδομένο». Κινητήριος δύναμη σε όλα τα διηγήματα της συλλογής είναι ο έρωτας. Με τα κοινωνικά προβλήματα να υπάρχουν στο φόντο. Και δεν υπάρχει τίποτε πιο ευμετάβλητο, πιο ρευστό από τον έρωτα. Αμερική και Ελλάδα

Το άλλο στοιχείο που χαρακτηρίζει το βιβλίο είναι η διχοτομία ανάμεσα στην Αμερική και στην Ελλάδα. Η συλλογή διακρίνεται σε δύο μέρη. Τα διηγήματα του πρώτου μέρους στεγάζονται κάτω από τον τίτλο «Στην Αμερική». Τα διηγήματα του δεύτερου μέρους, κάτω από τον τίτλο «Εν Ελλάδι». Είναι η πρώτη φορά που ο Νίκος Παπανδρέου δηλώνει τόσο φανερά τη διπλή ταυτότητά του. «Δεν θα το έκανα παλιότερα. Ισως γιατί δεν ήθελα. Ισως γιατί και ο κόσμος να μην ήθελε. Τώρα βγαίνω και το λέω. Εχω και τις δύο χώρες μέσα μου. Συμφιλιώνομαι με αυτό που είμαι. Μέσα από τη μυθοπλασία μου, μέσα από τα διηγήματά μου αποδέχομαι τη διπλή καταγωγή μου. Και λέω σε όλους “αποδεχτείτε με”».

Γράφει πότε αγγλικά, πότε ελληνικά, ανάλογα με το είδος. Και έχει καλούς φίλους που διαβάζουν τα αγγλικά και τα ελληνικά κείμενά του. «Οι δύο γλώσσες διαφέρουν» εξηγεί. «Τα αγγλικά έχουν λογοπαίγνια και σύντομες ή μονοσύλλαβες λέξεις που δίνουν στο κείμενο ρυθμό. Από την άλλη πλευρά τα ελληνικά έχουν μπλα μπλα, κάτι το δικηγορικό που δίνει στο κείμενο μιαν άλλη κίνηση».

Τα αμερικανικά διηγήματά του έχουν πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Τα ελληνικά είναι αποτέλεσμα παρατήρησης και έρευνας. Τα αμερικανικά παραπέμπουν σε επιρροές αγγλοσαξόνων συγγραφέων, του Ρέιμοντ Κάρβερ, του Φίλιπ Ροθ, του Κίνγκσλεϊ Εϊμις, ιδιαίτερα για το χιούμορ και την ανατρεπτική δύναμή του στην αφήγηση. Τα ελληνικά, κατά έναν περίεργο τρόπο, παραπέμπουν στον Παπαδιαμάντη, σε ένα ηθογραφικό υπόβαθρο που είναι ενδιαφέρον να το παρατηρείς σε έναν συγγραφέα με τη μεικτή υποδομή του Νίκου Παπανδρέου. Πάντως από τους σημερινούς έλληνες συγγραφείς διαβάζει τη Ζατέλη. «Την παραδέχομαι τη Ζατέλη. Εχει εικονοποιητική δύναμη και αφηγηματική τρέλα. Εχω μεταφράσει σελίδες της και τις έχω παρουσιάσει στο εξωτερικό, στο ΒΒC. Δεν θα το ξέρει».

Το Τορόντο και γενικά ο Καναδάς, το Γέιλ, η ζωή στα αμερικανικά πανεπιστημιακά κάμπους, τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής, ο ρατσισμός, η ελευθερία της σεξουαλικής ζωής μαζί με έναν παράδοξο πουριτανισμό, ο Σαρτρ και οι γάλλοι φιλόσοφοι, οι άσπρες Κάντιλακ είναι μερικά από τα αυτοβιογραφικά στοιχεία στα «αμερικανικά» διηγήματα της συλλογής. «Ηθελα να τεκμηριώσω αυτά που έγραφα μέσα από τη δική μου εμπειρία» τονίζει ο Νίκος Παπανδρέου. Αντίθετα στα «ελληνικά» διηγήματά του το βίωμα δίνει τη θέση του στην παρατήρηση και στην εμπειρία των άλλων. Οπως, για παράδειγμα, σε ένα διήγημα που εκτυλίσσεται στα Ταμπούρια. «Εκανα έρευνα στην περιοχή» σημειώνει. «Αλλά συνέβη και κάτι άλλο παράξενο. Τρεις φίλοι με τους οποίους έκανα παρέα στην Αμερική, όλοι με Ρhd (διδακτορικά), κα τάγονταν από τα Ταμπούρια, από την Κοκκινιά, από αυτές τις περιοχές του Πειραιά. Ηταν μια απίθανη σύμπτωση. “Πηγαίνετέ με σε αυτήν την περιοχή που βγάζει εσάς, που ξεκινάτε φτωχοί και φτάνετε στο Κορνέλ” τούς είπα. Με πήγαν και με ξενάγησαν». Η ματιά του Νίκου Παπανδρέου στην ελληνική πραγματικότητα που παρουσιάζει στα διηγήματά του είναι κάπως έκκεντρη ή καλύτερα «κάπως απ΄ έξω». Το παραδέχεται. «Κοιτάζω λίγο απ΄ έξω. Και αυτό με βοηθάει να βρω στοιχεία που ο ίδιος ο Ελληνας δεν ενδιαφέρεται να δει».

Δίνει στην καθημερινότητα μια διάσταση ηρωική. Ακόμη και οι έλληνες «λούζερ» ήρωές του κάνουν προσπάθειες να ξεφύγουν από την κατάστασή τους, έστω και αν αυτή η φυγή διαρκεί μόλις λίγα δευτερόλεπτα. Πιστεύει στην παρέμβαση ενός προσώπου ή ενός γεγονότος που αλλάζει τη ροή των πραγμάτων. «Εχουμε την ψευδαίσθηση ότι ελέγχουμε τα πάντα αλλά οι μεγάλες αποφάσεις είναι θέμα ενστίκτου. Οπως όταν σκεφτόμαστε τι θα γίνουμε σε δέκα χρόνια» υπογραμμίζει. Τον ρωτάω, αυτός τι σκεφτόταν ότι θα γίνει και μου απάντησε χωρίς δισταγμό: «Σκεφτόμουν να γίνω καθηγητής, για να έχω μαζί μου τη γνώση». Προφανώς τα γονίδια και το ακαδημαϊκό περιβάλλον της παιδικής ηλικίας του.

Η αλλαγή σκυτάλης

Ο Νίκος Παπανδρέου φωτογραφίζεται στην ταράτσα του Ιδρύματος Ανδρέα Παπανδρέου στον Κεραμεικό

Το Ερωτας υπό αίρεση είναι το έβδομο βιβλίο του. «Παρ΄ όλα αυτά οι έλληνες κριτικοί δεν γράφουν για μένα» λέει. «Προφανώς δεν θέλουν, λόγω ονόματος». Είναι εργασιομανής. Πιστεύει στην αφήγηση. Να σπρώχνει τον αναγνώστη να πάει πιο κάτω και να κάνει την επόμενη ημέρα του ήρωά του να είναι διαφορετική από την προηγούμενη. Εχει αρχίσει και γράφει ένα μυθιστόρημα με ήρωα του παππού του Γεώργιο Παπανδρέου και έχει κιόλας έτοιμο ένα σενάριο κινηματογραφικής ταινίας για τον Μίκη Θεοδωράκη. Αλλωστε ο συνθέτης υπάρχει ως ήρωας σε ένα από τα διηγήματα της συλλογής. «Με ενδιαφέρει πολύ η γενιά του Μίκη και κυρίως το πώς αυτή η γενιά πείθει ή όχι τη γενιά των δικών μας παιδιών» παρατηρεί. «Η διαχείριση μιας γενιάς είναι ένα θέμα που με απασχολεί πολύ. Ιδιαίτερα, πώς διαχειριζόμαστε την αλλαγή σκυτάλης».

Πώς μπορείς όμως να μιλήσεις για τη σύγχρονη πραγματικότητα; «Θα πρέπει να πας στο πλάι για να μιλήσεις. Οπως κάνει ο Μάρκαρης, με την πρόφαση του αστυνομικού μυθιστορήματος. Γι΄ αυτό αρέσει. Διαφορετικά δεν μπορείς να ξεφύγεις από το ρεπορτάζ». Η ερώτηση τού έδωσε πάντως μια ιδέα: «Θα μπορούσα να κάνω ένα μυθιστόρημα για το σήμερα, μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις της γενιάς μου. Θα μπορούσα να γράψω για όλους τους ανθρώπους της ζωής μου, τρεις σελίδες για τον καθένα. Θα ξεκινούσα από την οικογένειά μου, ύστερα θα πήγαινα στον στενό κύκλο και μετά στον ευρύ. Αυτό για μένα θα ήταν ένα σύγχρονο βιβλίο. Θα το ονόμαζα Ρeople of my Life, (Ανθρωποι της ζωής μου), και θα ήταν μια ακτινογραφία της Ελλάδας».

Και η τεχνολογία; «Τα πάω πολύ καλά, αν και τώρα θέλω να είμαι πιο κοντά στο real world. Σκέφτομαι με τον κομπιούτερ. Και μολονότι μάς διασπά την προσοχή, ταυτόχρονα απελευθερώνει. Λες πράγματα που δεν θα τα έλεγες φάτσα κάρτα. Και έπειτα μάς συμφιλιώνει και πάλι με το γραπτό. Γράφουμε». Είναι ένας Παπανδρέου. Και μια ερώτηση για την πολιτική είναι αναπόφευκτη. «Είμαστε σε άμυνα» μου λέει. «Εχω ένα σχήμα για ό,τι ζούμε: άρνηση- αποδοχή, που σημαίνει συνειδητοποίηση της κατάστασής μας. Θλίψη που δημιουργείται από αυτήν τη συνειδητοποίηση, και στο τέλος χαρά. Προς το παρόν βρισκόμαστε ακόμη στην άρνηση».

Οι λογοτεχνικοί ήρωες Ανδρέας και Γεώργιος Παπανδρέου
«Τον πατέρα μου δεν θα μπορούσα να τον δω σαν ήρωα μυθιστορήματος.Θα τον έβλεπα μόνο θεατρικά. Ενα θεατρικό έργο, σαν το “Μάστερ κλας” του Τέρενς Μακ Νάλλυ για τη Μαρία Κάλλας.Πιστεύω ότι ο πατέρας μου και η Κάλλας έχουν κοινά στοιχεία,ιδιαίτερα αυτό το τραγικό τέλος. Αντίθετα ο παππούς μου είναι ο ήρωας του μυθιστορήματος που γράφω τώρα. Μέσα από αυτόν βλέπω τον 20όν αιώνα,επιμένοντας σε τέσσερις τομείς,τη γλώσσα, τη ρητορική, την πολιτική, υπό την ευρεία έννοια,τον έρωτα.Μολονότι ο ήρωάς μου είναι ο Γεώργιος Παπανδρέου, το βιβλίο αυτό θα είναι μυθοπλασία. Αλλωστε πολλοί συγγραφείς έχουν γράψει μυθιστορήματα με πραγματικά,ιστορικά πρόσωπα, όπως ο Γκορ Βιντάλ ή η Γιουρσενάρ. Στον παππού μου τα μυθιστορηματικά στοιχεία που με ελκύουν είναι η πρόκληση,η τρέλα, ένας ιδιαίτερος τρόπος χρήσης της θρησκείας,ο έρωτάς του για την Κυβέλη.Επιπλέον για μένα είναι μια τρελή πρόκληση να ασχολούμαι το 2010 με σκονισμένα χαρτιά του 1942.Και θέλω να το πω,γιατί αισθάνομαι ότι η Ελλάδα δεν έχει σεβαστεί το παρελθόν της. Φοβάμαι ότι όλα έχουν ξεχαστεί στη σκόνη».