Οι γυναίκες της Ιωάννας Καρυστιάνη κάποτε είχαν άγιο, τον άγιο της μοναξιάς. Τώρα ο άγιος έφυγε, έμεινε η μοναξιά. Στο καινούργιο μυθιστόρημα, «Τα σακιά», καθένας μένει μόνος με το σακί του, με την ύπαρξή του, την παραγεμισμένη εμπειρίες, συνήθως πικρές. Κεντρικό πρόσωπο η αντιηρωίδα Βιβή Χολέβα, μια κοπέλα που διάβαζε πολύ στο χωριό ώστε όταν μεγαλώσει να γίνει γιατρός. Λιγομίλητο κορίτσι, πάντα ήσυχο, πάντα στην άκρια, ξεκίνησε από την Πελοπόννησο για να αλλάξει ζωή, χωρίς όμως να έχει ούτε ιδιαίτερο κέφι για πάλη ούτε ιδιαίτερες επιδιώξεις, επιστημονικές, κοινωνικές, προσωπικές. Η εποχή επέτρεπε τα όνειρα για μεγάλες ανατροπές αφού η εγγραφή της στην Ιατρική συνέπεσε με τις θυελλώδεις συνελεύσεις στα αμφιθέατρα, με τις πορείες στην πτώση της χούντας, με την κομμουνιστική έξαρση. Βλέπει τους συνομηλίκους να ορθώνουν τη γροθιά απαιτώντας καλύτερη ζωή αλλά εκείνη επιστρέφει στα διαβάσματα, στη μουχλιασμένη υπόγεια γκαρσονιέρα της οδού Επτανήσου. Εκεί γύρω θα περάσει τη ζωή της: Κυψέλη, Πατήσια, Γκύζη.

Η ενηλικίωση της Βιβής Χολέβα παρουσιάζεται μέσα από τις αλλαγές που συντελούνται στις νοοτροπίες μιας γενιάς, μέσα από τις αλλαγές που παρατηρούνται στην πόλη. Στην αρχή του βιβλίου είναι μια φοιτήτρια ευτυχής που αφανίζεται στη χοάνη μιας άσχημης μεγαλούπολης. Στα 30 χρόνια που ακολουθούν, το κέντρο της Αθήνας προσελκύει οικονομικούς μετανάστες που βολεύουν τους πάντες, κυρίως τους ανήμπορους γέροντες που θέλουν μια Βουλγάρα να τους περιποιείται. Η Βιβή ως τα πενήντα της ζει εξαφανισμένη στο ανώνυμο πλήθος.

Αυτό που μαθαίνουμε από τις πρώτες σελίδες είναι ότι έχει έναν γιο, με τον οποίο προσπαθεί να τα ξαναβρεί και ότι το επίθετό τους είναι γνωστό στο πανελλήνιο, όχι όμως για κάποιο επίτευγμα. Το επίθετο «Χολέβας» είναι συνώνυμο του κακού και του ασυγχώρητου. Στα πενήντα της η Βιβή κυκλοφορεί με το πατρικό της όνομα, κρύβεται πίσω από μαύρα γυαλιά, παίρνει κιλά και περνά ολόκληρες νύχτες μετρώντας τα ψίχουλα της φρυγανιάς στο πιάτο.

Στον ομφαλό της Γης

Η απρόσωπη μικροαστική Κυψέλη είναι μέρος της γεωγραφίας στο μυθιστόρημα της Καρυστιάνη

Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου μάνα και γιος πάνε μαζί πενθήμερη εκδρομή στους Δελφούς. Εκείνη αναζητεί ένα σημείο επαφής με το παιδί της, εκείνος είναι αδιάφορος για τη ζωή. Το δικό του σακί είναι φορτωμένο ως επάνω, δεμένο γερά με το κορδόνι ενός παπουτσιού. Το δικό της σακί έχει περιθώριο να γεμίσει κι άλλες πίκρες. Ξεκινά τη διαδρομή προς τον ομφαλό της Γης έτοιμη για όλα. Ολα τα δεδομένα συνηγορούν σε μια εκτίμηση: έχει αποτύχει οικτρά ως μάνα. Επιχειρεί να βρει την αρχή της αποτυχίας. Μήπως ήταν στις συνεχείς παρατηρήσεις, από τη νηπιακή ηλικία, να κάνει ησυχία; Ο Λίνος Χολέβας, κλεισμένος στο αθηναϊκό διαμέρισμα, έπρεπε να αναπνέει σιωπηρά, να μην ακούγεται, να παίζει μόνο με παζλ και τουβλάκια.

Και ύστερα αναδύονται οι ενοχές. Η ηρωίδα πέρασε τη ζωή της δουλεύοντας χωρίς να κανακεύει το παιδί της, χωρίς να το χαϊδεύει, χωρίς να του στέλνει ένα βλέμμα θαυμασμού. Μεγάλωσε ένα παιδί με την επωδό «κάνε ησυχία» αλλά μόλις το παιδί μεγάλωσε και κλείστηκε στο καβούκι του άρχισε να το ενθαρρύνει, να βγει μια βόλτα, να βρει κορίτσι, να πάει για μπάνιο στη θάλασσα. Μαζί με τις συμβουλές έπεφταν και τα πεντοχίλιαρα στο κομοδίνο. Οταν λοιπόν βρίσκεται προ των ευθυνών της, όταν αντιλαμβάνεται ότι υπήρξε χορηγός και όχι γονιός ενός «παραστρατημένου» τελικά παιδιού (το «παραστράτημα» του γιου είναι η μεγάλη έκπληξη του βιβλίου, που για ευνόητους λόγους δεν την αποκαλύπτουμε), καλείται να πάρει μια μεγάλη απόφαση. Το κάνει εν κρυπτώ, οπότε σε δεύτερη φάση πρέπει να αποφασίσει αν θα πει στο παιδί της όλη την αλήθεια για τις πράξεις της.

Την ημέρα όπου ο κόσμος της Βιβής Χολέβα καταρρέει, εξαφανίζονται όλοι οι συγγενείς και γνωστοί ωσάν το κακό να είναι μεταδοτικό. Περισσότερο της κοστίζει η απώλεια της μοναδικής φίλης, της νονάς του παιδιού, της Ρόδως, που λειτουργούσε ως σύνδεσμος με την αληθινή ζωή. Κουβαλούσε πάντα το καινούργιο καλό βιβλίο, φρέσκες αφηγήσεις για εραστές, εμπειρία από τα νοσοκομεία όπου εργαζόταν ως καρδιολόγος. Η μάνα δεν μαθαίνει ποτέ πόσο αποσταθεροποιητικά λειτούργησε αυτή η γυναίκα στο παιδί, πόσο άσχημα επέδρασε στην εξέλιξη των δραματικών γεγονότων. Η μάνα δεν μαθαίνει ποτέ απλούστατα γιατί δεν είχε διαύλους επικοινωνίας μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Επέτρεπε εν αγνοία της την παρενόχληση του ντροπαλού εφήβου, ο οποίος δεν είχε κανέναν να αποταθεί για να ζητήσει βοήθεια. Πάντως όταν όλοι εγκαταλείπουν τη Βιβή Χολέβα επανεμφανίζονται δύο φίλοι του άντρα της από τα παλιά. Λεβέντες από την Κρήτη, κουκουέδες, δεν ρωτούν πολλά, βοηθούν στα μερεμέτια και δηλώνουν «παρών».

Είναι δυνατόν μια σχέση αδιαφορίας ανάμεσα στη μάνα και το παιδί της να γίνει ξαφνικά ουσιαστική και αγαπησιάρικη; Δύσκολο αυτό, όμως μπορεί να βρεθεί ένα σημείο επαφής. Μια αναπάντεχη στιγμή, όταν έχουν ειπωθεί τα πάντα, γίνεται το κλικ της μετάβασης σε μια καινούργια σχέση. Μάνα και γιος κάνουν αχάραγα ένα μπάνιο στη θάλασσα, μια θάλασσα που λειτουργεί ως κολυμπήθρα.

Η ματαίωση των ονείρων

Η Ιωάννα Καρυστιάνη

Η ηρωίδα του μυθιστορήματος είδε τα όνειρά της για σπουδές να ματαιώνονται όταν αντελήφθη πως είναι έγκυος από τον νεαρό μαραγκό που γνώρισε μέσω μιας συμφοιτήτριας.Ηταν ένα από τα καθήκοντα της εποχής,να συναναστρέφονται οι προοδευτικοί επιστήμονες την εργατική τάξη. Στα είκοσί τους βρέθηκαν με ένα μωρό στην αγκαλιά,χωρίς σίγουρα εισοδήματα.Το επιχειρηματικό πνεύμα νίκησε και άνοιξαν ένα από τα χαρακτηριστικά καταστήματα της εποχής.Μαγαζί με δώρα,ειδικευμένο στις διακοσμητικές κούκλες μπαλαρίνες.Η Καρυστιάνη με πλάγιους τρόπους καταγράφει την αισθητική της εποχής,όταν οι μικροαστοί επιχειρούσαν να βρουν το στυλ τους,προτού αποκτήσουν όλοι τους λευκούς καναπέδες (όπως αναφέρει σε άλλο βιβλίο της).Σπίτια,μαγαζιά,ντυσίματα,όλα καταγράφονται με ακρίβεια χωρίς να εξαντλούν τον αναγνώστη.