Θα έτρωγα ποτέ τον σκύλο μου; αναρωτιέται ο Τζόναθαν Φόερ, τότε γιατί τρώω άλλα ζώα; Τι πρέπει να τρώει το παιδί μου; Ποιος αποφασίζει πάνω στη Γη ποιος θα σκοτωθεί, ποιο ζώο θα πεθάνει και ποιο όχι; Χρειάζεται όλη αυτή η βιομηχανική κτηνοτροφία με τις φρικιαστικές σφαγές ζώων; Μήπως είμαστε δέσμιοι τραγικών διατροφικών συνηθειών;

Ο Τζόναθαν Σάφραν Φόερ πέρασε τα εφηβικά και τα φοιτητικά του χρόνια ταλαντευόμενος ανάμεσα στην κρεατοφαγία και στη χορτοφαγία. Στο κατώφλι της νέας του ζωής ως πατέρα, όμως, μπροστά στην προοπτική του να πρέπει να αποφασίσει ο ίδιος τι διατροφή θα ακολουθήσει ο γιος του, ο χαλαρός προβληματισμός του απέκτησε μια νέα, επείγουσα διάσταση.

Ψάχνοντας για απαντήσεις, ο Φόερ αναγκάστηκε να επισκεφθεί βιομηχανικές φάρμες μέσα στα μεσάνυχτα, να αναλύσει όλα τα συναισθηματικά υλικά από τα οποία ήταν φτιαγμένα τα γεύματα της παιδικής του ηλικίας και να βάλει στο μικροσκόπιο ορισμένα από τα πιο πρωτόγονα ένστικτά του σχετικά με το τι είναι σωστό και τι λάθος.

Είναι δύσκολο να κατατάξεις κάπου αυτό το βιβλίο. Θα μπορούσες να πεις ότι είναι ένα non fiction βιβλίο αλλά σε διαψεύδει. Είναι γεμάτο ιστορίες. Τι του έλεγε η γιαγιά του για το φαγητό, πώς ο ίδιος μαζί με μια ακτιβίστρια, τη Σι, μπουκάρουν βράδυ κρατώντας φακούς και φορώντας λαστιχένια γάντια σε μια φάρμα με γαλόπουλα προορισμένα για σφαγή, τι του είπε ο γιος του βλέποντας ψάρια στο ενυδρείο. Από την άλλη, υπάρχουν ντοκουμέντα, συζητήσεις- ρεπορτάζ με ανθρώπους που διευθύνουν κτηνοτροφικές φάρμες, σκέψεις κοινωνιολογικές- φιλοσοφικές… Ο Φόερ συνδυάζει πραγματικά ευφυώς το ντοκουμέντο με τη φιλοσοφία, το ρεπορτάζ με τη λογοτεχνία, την επιστήμη με την αυτοβιογραφία του.

Το Τρώγοντας ζώα μιλάει με ιστορίες για ιστορίες που εμείς οι ίδιοι χρησιμοποιούμε για να δικαιολογήσουμε τις διατροφικές μας συνήθειες. Ιστορίες της λαϊκής παράδοσης, οικογενειακές παραδόσεις, εθνικούς γευστικούς μύθους, ιστορίες που δεν είναι πάντα αληθινές ή σωστές και που κατά τη γνώμη του μας αποκοιμίζουν και μας κάνουν να βουλιάξουμε στη λήθη. Το βιβλίο του τελικά είναι μια ιστορία γύρω από τις ιστορίες που μας έχουν πει- και τις ιστορίες που πρέπει τώρα εμείς να πούμε με τη σειρά μας.

Ο Τζόναθαν Σάφραν Φόερ είναι από τους νεότερους και πολυσυζητημένους αμερικανούς συγγραφείς. Γεννήθηκε το 1977 στη Νέα Υόρκη. Το μυθιστόρημά του Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά θεωρήθηκε το καλύτερο βιβλίο για τη μετά την 11/9 εποχή. Το πρώτο του βιβλίο Εverything Ιs Ιlluminated (προσεχώς από το Μελάνι) έχει κερδίσει πολυάριθμα βραβεία, όπως το Guardian First Βook Ρrize, το Νational Jewish Βook Αward και το Νew Υork Ρublic Library Υoung Lions Ρrize. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε τριάντα έξι γλώσσες σε όλον τον κόσμο. Ζει στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης.

Πώς ο Κάφκα έγινε χορτοφάγος

Ο αμερικανός συγγραφέας Τζόναθαν Σάφραν Φόερ

Στο κείμενο που προδημοσιεύουμε ο Τζόναθαν Σάφραν Φόερ αναφέρεται στις ιστορίες με ζώα που έγραψε ο Κάφκα για να αποδείξει, με τη βοήθεια του μεγάλου συγγραφέα της «Δίκης», ότι το σώμα των ζώων κουβαλάει και το βάρος της λησμονιάς δικών μας κομματιών που θέλουμε να ξεχάσουμε.

«Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ήταν ο πιο διεισδυτικός αναλυτής των ιστοριών με ζώα που έγραψε ο Κάφκα (…). Ο Μπένγιαμιν υπογραμμίζει ότι στους προγόνους του Κάφκα- στην άγνωστη οικογένειά του- περιλαμβάνονται και ζώα. Τα ζώα αποτελούν μέρος της κοινότητας μπροστά στην οποία ο Κάφκα θα μπορούσε να κοκκινίσει από ντροπή- με άλλα λόγια, βρίσκονται μέσα στη σφαίρα ηθικού προβληματισμού του συγγραφέα. Ο Μπένγιαμιν λέει επίσης ότι τα ζώα του Κάφκα είναι “δοχεία λησμονιάς”, μια παρατήρηση που, σε πρώτη ανάγνωση, ξενίζει.

Αναφέρω εδώ αυτές τις λεπτομέρειες ως πλαίσιο μιας μικρής ιστορίας όπου το βλέμμα του Κάφκα πέφτει πάνω σε κάτι ψάρια σε ένα ενυδρείο του Βερολίνου. Οπως αφηγείται ο στενός του φίλος Μαξ Μπροντ:

Ξαφνικά άρχισε να μιλάει στα ψάρια μέσα στις φωτισμένες δεξαμενές τους. “Τώρα μπορώ τουλάχιστον να σας κοιτάξω ήρεμος, έχω σταματήσει πια να σας τρώω”. Ηταν την εποχή που έγινε αυστηρά χορτοφάγος. Και αν δεν έχεις ακούσει ποτέ τον Κάφκα να λέει τέτοιου είδους πράγματα, είναι δύσκολο να φανταστείς με πόση απλότητα και ευκολία τα ξεστόμιζε, χωρίς καμία επιτήδευση, χωρίς τον ελάχιστο συναισθηματισμό- κάτι που ήταν τελείως ξένο προς αυτόν.

Τι ήταν αυτό που έκανε τον Κάφκα να γίνει χορτοφάγος; Και γιατί ο Μπροντ χρησιμοποιεί ένα σχόλιο για τα ψάρια προκειμένου να θίξει το θέμα της διατροφής του; Σίγουρα ο Κάφκα είχε κάνει σχόλια και για χερσαία ζώα κατά τη διάρκεια της μεταστροφής του.

Μια πιθανή απάντηση βρίσκεται στη σύνδεση που κάνει ο Μπένγιαμιν μεταξύ ζώων και ντροπής από τη μία και μεταξύ ζώων και λησμονιάς από την άλλη. Η ντροπή είναι το όπλο της μνήμης ενάντια στη λησμονιά. Η ντροπή είναι αυτό που νιώθουμε όταν ξεχνάμε σχεδόν τελείως- όχι τελείως, όμως- τις κοινωνικές προσδοκίες και τις υποχρεώσεις μας απέναντι στους άλλους, για χάρη της δικής μας, άμεσης, ικανοποίησης. Τα ψάρια για τον Κάφκα πρέπει να ήταν ακριβώς η ενσάρκωση της λησμονιάς:

οι ζωές τους ξεχνιούνται με τρόπο τόσο ριζικό που σπάνια τον συναντάμε όταν μιλάμε για τα χερσαία ζώα των αγροκτημάτων.

Πέρα από αυτή την κυριολεκτική διάσταση της λησμονιάς, για τον Κάφκα το σώμα των ζώων κουβαλάει και το βάρος της λησμονιάς δικών μας κομματιών που θέλουμε να ξεχάσουμε. Οποτε θέλουμε να αποκηρύξουμε κάποιο χαρακτηριστικό της φύσης μας το ονομάζουμε “ζωώδες”. Στη συνέχεια το καταπιέζουμε ή το καλύπτουμε, όμως, παρ΄ όλα αυτά, όπως ο Κάφκα γνώριζε καλύτερα απ΄ όλους, ξυπνάμε μια μέρα και συνειδητοποιούμε ότι εξακολουθούμε να μην είμαστε τίποτ΄ άλλο παρά ζώα. Και αυτό έχει μια λογική. Ποτέ δεν κοκκινίζουμε από ντροπή μπροστά στα ψάρια. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε πάνω τους κομμάτια του εαυτού μαςσπονδυλικές στήλες, υποδοχείς πόνου, ενδορφίνες (που ανακουφίζουν από τον πόνο), γνωστές αντιδράσεις στον πόνο- αλλά αρνούμαστε ότι όλες αυτές οι ομοιότητες μπορεί να έχουν κάποια σημασία- αρνούμενοι, έτσι, και πολλά σημαντικά κομμάτια της ανθρώπινης φύσης μας. Αυτά που ξεχνάμε για τα ζώα αρχίζουμε να τα ξεχνάμε και για τον εαυτό μας.

Σήμερα, στο ερώτημα της κρεατοφαγίας διακυβεύεται, εκτός από την ικανότητά μας να επικοινωνήσουμε με άλλα αντιληπτικά όντα, και η ικανότητά μας να επικοινωνήσουμε με κομμάτια της ίδιας της (ζωώδους) φύσης μας. Ο πόλεμος δεν γίνεται μόνο ανάμεσα σ΄ εκείνα και σε μας αλλά και ανάμεσα σε μας και στον εαυτός μας. Είναι ένας παμπάλαιος πόλεμος που πλέον χαρακτηρίζεται από μια ανισορροπία πρωτοφανή σε όλη την ανθρώπινη ιστορία. Το ζώο, σιωπηλό, μας κοιτάζει στα μάτια. Συναντάει το βλέμμα μας και, είτε αποτραβήξουμε το δικό μας (από το ζώο, από το πιάτο, από τον προβληματισμό, από τον εαυτό μας) είτε όχι, είμαστε εκτεθειμένοι. Είτε αλλάξουμε τη ζωή μας είτε δεν κάνουμε τίποτα, έχουμε ήδη ανταποκριθεί. Η απραξία είναι κι αυτή μια αντίδραση.

Ισως η αθωότητα των μικρών παιδιών και το γεγονός ότι είναι ελεύθερα από ορισμένες ευθύνες τους επιτρέπουν να απορροφούν τη σιωπή και το βλέμμα των ζώων με περισσότερη ευκολία από τους ενηλίκους. Ισως τα παιδιά μας τουλάχιστον να μην έχουν πάρει θέση στον δικό μας πόλεμο (μόνο τα λάφυρα)».

Φάρμα αγελάδων στην Ελλάδα