Πώς είναι να είσαι ένα κορίτσι που ζει στα όρια, με φίλους, πάρτι, ποτά, αστραφτερά αυτοκίνητα και ξαφνικά να βρεθείς τσακισμένη μέσα σε μια κλινική μόνη με τον εαυτό σου; Πώς είναι να παλεύεις ενάντια στο σώμα σου, την ψυχή σου, ενάντια σε ό,τι σε καθορίζει ως εκείνη τη στιγμή;

Η Φρανσουάζ Σαγκάν στο Τoxique καταθέτει το ημερολόγιο της απεξάρτησής της. Με λίγες, κοφτές φράσεις, γεμάτες θλίψη, πόνο, ονειροπολεί τη ζωή που έζησε, σκέφτεται τους φίλους της, ανησυχεί για τις επόμενες ημέρες- πώς θα είναι η ίδια όταν βγει από την κλινική, αν βγει…

Η Φρανσουάζ Σαγκάν βρέθηκε στην κλινική απεξάρτησης σε μια στροφή της ζωής της. Το 1957 η 22χρονη Φρανσουάζ περίμενε τη Μελίνα Μερκούρη και τον Ζυλ Ντασσέν για δείπνο στη βίλα που νοίκιαζε στο Σεν Τροπέ. Το ζευγάρι καθυστέρησε και η Φρανσουάζ βγήκε στους δρόμους να τους προϋπαντήσει τρέχοντας με βιάση πάνω στην αγαπημένη της, νέα Αστον Μάρτιν. Το αυτοκίνητο ντεραπάρισε και το εύθραυστο κορμάκι της Φρανσουάζ Σαγκάν βρέθηκε τσαλακωμένο. Επεσε σε κώμα, ο Τύπος θεώρησε ότι πεθαίνει και βιάστηκε να την αποκαλέσει «θηλυκό Τζέιμς Ντιν» – ο αμερικανικός μύθος είχε σκοτωθεί μόλις πριν από έξι μήνες- αλλά ως εκ θαύματος η Σαγκάν σώθηκε. Στην κλινική Μαγιό, όπου θεραπευόταν, θα παραστεί ανάγκη να πάρει ισχυρά αναλγητικά φάρμακα και πιο συγκεκριμένα το Πάλφιουμ 875- αυτό θα της δημιουργήσει τοξικοεξάρτηση. Ετσι θα πρέπει να απεξαρτηθεί σε άλλη κλινική. Το «Τoxique» (1964, έκτο μυθιστόρημα της Σαγκάν) γράφτηκε ενόσω προσπαθούσε να συνέλθει.

13 ώρες χωρίς αμπούλα

Η Φρανσουάζ Σαγκάν

Στην κλινική θα βιώσει όλες τις διαφορετικές φάσεις από τις οποίες περνάει όποιος προσπαθεί να απεξαρτηθεί. Στην αρχή νιώθει μια απέραντη μοναξιά: «Πάει καιρός που δεν έχω ζήσει με τον εαυτό μου,είναι ένα περίεργο συναίσθημα». Θα παλέψει ενάντια στον εαυτό της. Θα τον μισήσει: «Είμαι ένα ζώο που παραμονεύει ένα άλλο ζώο,βαθιά μέσα μου», αλλά και θα τον αγαπήσει: «Ξέρω τι μου απομένει να κάνω.Θα ξεμυαλιστώ μαζί μου,θα με φροντίσω,θα μαυρίσω, θα ξανακτίσω τους μυς μου ένανέναν,θα με ντύσω,θα προφυλάξω τα νεύρα μου με κάθε τρόπο,θα μου κάνω δώρα,θα μου ρίχνω στον καθρέφτη βλέμματα λάγνα.Θα μ΄ αγαπήσω». Η ζωή χάνει το νόημά της, όλα μοιάζουν μάταια… «Η πλήξη,ο μεγάλος έρωτας, που κρύβει το κεφάλι κάτω από τη φτερούγα του,τι μπορούμε να ξέρουμε γι΄ αυτόν και γιατί να δοκιμάσουμε…». Την κατακυριεύει η θλίψη, αυτήν που η ίδια καλωσόρισε με το πρώτο και πιο διάσημο μυθιστόρημά της «Καλημέρα θλίψη». Ομως εδώ θα βιώσει μια άλλη θλίψη, καταπιεστική, αγωνιώδη. Ας θυμηθούμε την αρχή του μυθιστορήματός της: «Σ΄ αυτό το άγνωστο συναίσθημα, που η θλίψη και η ηρεμία του με βαραίνουν, δειλιάζω να δώσω το όνομα, το όμορφο σοβαρό όνομα της θλίψης». Η θλίψη δεν είναι πια όμορφη, δεν έχει τη γοητεία και την αποκοτιά της νιότης, είναι πια κατάθλιψη.

Αλλες φορές παραιτείται, λιποψυχά: «… είμαι ανίκανη να κοροϊδεύω για πολύ το σώμα μου.Να σκοτωθώ – Θεέ μου, πόσο μόνη είμαι ώρες ώρες…Φοβάμαι εδώ και 4 μήνες.Φοβάμαι κι έχω βαρεθεί να φοβάμαι». Θα περάσει βράδια αγωνίας, που θα αναζητάει με απόγνωση μια αμπούλα φαρμάκου. Κι άλλες φορές θα δώσει μάχες με τον εαυτό της και θα κατακτήσει μια μικρή νίκη. « Πέρασα χθες 13 ώρες χωρίς αμπούλα », θα γράψει και εμείς αναγνωρίζουμε έναν μικρό θρίαμβο στη φωνή της.

Στις μέρες ηρεμίας θα αναζητήσει καταφύγιο στη λογοτεχνία. Θα γράψει ότι οι μόνες ευτυχείς σχέσεις με τον εαυτό της, πέραν των άλλων ανθρώπων και από κάποιες στιγμές έξα ψης ή σωματικής ευεξίας, είναι οι στιγμές που διαβάζει λογοτεχνία. Θα θυμηθεί τον Απολινέρ, τον Ρεμπό, τη μεγάλη αγάπη της, τον Προυστ. «Ξαναδιαβάζω ευτυχής τον Προυστ,το πάθος του Σουάν,γιατί είναι πραγματική ευτυχία το να συμπίπτει η αλήθεια με τη λογοτεχνία- σπάνιο πράγμα».

Δεν θα παραιτηθεί, θα παλέψει: «Εγώ που νιώθω η ίδια νιότη.Ομως δεν έχω μεγαλώσει,δεν έχω παραιτηθεί από τίποτε». Δεν θα εγκαταλείψει την πεμπτουσία της ζωής της. Στις κορυφώσεις της αγωνίας της θα αναρωτηθεί: «Πότε επιτέλους θα έχω τη δύναμη να οδηγήσω μια Αστον; να πάρω λίγο κλειστή τη στροφή στην πλατεία της Πορτ Μαγιό. Κάθε δρόμος,κάθε πλατεία,μια λύπη…». Και τελικά θα τα καταφέρει, θα απεξαρτηθεί και θα βγει από την κλινική όσο κι αν ξέρει ότι το τίμημα είναι μεγάλο: « Αδέλφια μου αλκοολικοί,ευγενική και άκακη φυλή της παρισινής νύχτας,δεν θα μπορώ να σας ακολουθώ από μπαρ σε μπαρ,από αμάξι σε αμάξι,μονάχα άπιωτη.Και φοβάμαι πως έτσι δεν γίνεται,μου φαίνεται θλιβερό ».

Με ένα μπουκάλι ουίσκι

«Αδέρφια μου αλκοολικοί, ευγενική και άκακη φυλή της παρισινής νύχτας».Αυτή η πρόταση της Φρανσουάζ Σαγκάν συνοδεύει το σκίτσο του Μπερνάρ Μπυφέ,ένα από τα πολλά σκίτσα του καλλιτέχνη που εικονογραφούν το βιβλίο

Τα τελευταία χρόνια της ζωής της Φρανσουάζ Σαγκάν κύλησαν μέσα στη θλίψη: με χάπια,παυσίπονα και κοκαΐνη.Οι θάνατοι των δικών της,τουαδελφού της Ζακ,της μητέρας της που έπασχε από αλτσχάιμερ,του τελευταίου συζύγου της Μπομπ Γουέστοφ και λίγο αργότερα της ερωμένης της Πεγκί Ρος την αποτελειώνουν.«Με ποιον θα κοιμάμαι τώρα;» αναρωτιέται.Λίγο προτού πεθάνει θα μπλέξει σε ένα οικονομικό σκάνδαλο,που θα συμμετέχει και ο Φρανσουά Μιτεράν,θα καταδικαστεί σε δώδεκα μήνες φυλάκιση με αναστολή για φορολογική απάτη. Χάνει τη βίλα και όλα τα συγγραφικά της δικαιώματα.Πεθαίνει τέτοιες μέρες,24 Σεπτεμβρίου 2004, απένταρη, με ένα μπουκάλι ουίσκι.