Μπορεί να ζήσει κανείς με την τέχνη; Σε αυτό το ερώτημα κατατείνουν, κατά τη γνώμη μου, όλα τα διηγήματα της συλλογής του Αλέξανδρου Ισαρη που κυκλοφόρησε με τίτλο «Βίνκελμαν ή το πεπρωμένο». Ποιητής, ζωγράφος, μεταφραστής και πεζογράφος, δίνει με το «Βίνκελμαν…» ένα αισθητικό στίγμα όσο και μια άποψη ζωής.

Πρόκειται για περίτεχνα κείμενα, άνισα στο μέγεθος, όπου οι ήρωες ανασαίνουν με την τέχνη, ιδίως με τη μουσική, ζουν με τα κείμενα της γερμανόφωνης λογοτεχνίας αλλά και των κλασικών του γαλλικού 19ου αιώνα. Θα έλεγε κανείς ότι στη ζωή αυτών των ανθρώπων η τέχνη είναι σε μεγάλο βαθμό η κινητήριος δύναμη, η vis poetica που τους παρακινεί να ζουν.

Το έναυσμα των διηγημάτων του Ισαρη είναι η πραγματικότητα την οποία βιώνει. Πάνω σε αυτήν ξετυλίγει τους μύθους του. Αν και ποιητής, εδώ αναπτύσσεται ρεαλιστικά. Αναγνωρίζω στα διηγήματά του τα στενά του Μετς πίσω από τον Αρδηττό, πρόσωπα του εγχώριου καλλιτεχνικού χώρου και, κυρίως, βιβλία και μουσικές που είναι, βεβαίως, οι προσωπικές επιλογές του συγγραφέα.

Στο πρώτο εκτενές διήγημα, το οποίο δίνει και τον τίτλο του στη συλλογή, ο ήρωας του Ισαρη αναζητεί ένα θέμα για μια ταινία. Πιστεύει ότι η αιμομικτική αγάπη δύο αδελφών, στο πρότυπο του Μούζιλ, είναι η αρχή της έμπνευσής του. Ωστόσο η τύχη ή το πεπρωμένο θα τον κάνει να επιλέξει ένα διαφορετικό θέμα. Ενα ταξίδι στην Τεργέστη θα τον φέρει σε επαφή με την προσωπικότητα του ελληνιστή αρχαιολόγου Βίνκελμαν. Ο περίεργος θάνατος του αρχαιολόγου θα τον οδηγήσει να εντρυφήσει στη βιογραφία του και να αποκαλύψει μύχια στοιχεία για αυτόν, που θα αποτελέσουν προκλητικό υλικό για τη σχεδιαζόμενη ταινία του. Ταυτόχρονα ο ήρωάς του θα ανακαλύψει σταδιακά ότι «ζούμε και πράττουμε σαν όλα να εξαρτώνται από εμάς,αλλά αυτό αποτελεί μεγάλη πλάνη».

Στο δεύτερο διήγημα με τίτλο «Βar Venus» δύο μοναχικοί άνδρες, μιας κάποιας ηλικίας, θα αναζητήσουν πληρωμένη ερωτική συντροφιά σε δύο νεαρές Ρωσίδες. Η βραδιά θα είναι μια αποτυχία, αλλά θα τους δώσει την ευκαιρία να συζητήσουν για τον Μούζιλ, τον Στάινερ, τις γερμανικές ενοχές, τον Βάγκνερ και τον Φουρτβένγκλερ και να αποφασίσουν αν οι σουίτες του Μπαχ για τσέλο είναι καλύτερες με τον Φουρνιέ ή με τον Καζάλς. Η τέχνη θα υπερισχύσει του κουρασμένου τους ισχίου και θα αποτελέσει τον πυρήνα της μη σωματικής απόλαυσής τους.

Ο Αλέξανδρος Ισαρης

Το τρίτο διήγημα, και από τα πιο προσωπικά του συγγραφέα, έχει τίτλο «Η σβούρα» και είναι μια καταβύθιση στα παιδικά του χρόνια με επίκεντρο την παρουσία μιας τρυφερής όσο και καταπιεστικής, στα τελευταία χρόνια της ζωής της, μητέρας. Στο τέταρτο διήγημα με τίτλο «Βέρθερος», ο ήρωάς του Φαίδων ζει μια ήρεμη ζωή, ισόποσα μοιρασμένη με την ευτυχισμένη οικογένειά του και την τέχνη. «Ο Φαίδων ένιωθε ασφαλής καθώς ο χρόνος κυλούσε μέσα σε ένα βαμβάκι αγάπης,καλοσύνης, επιδοκιμασίας και καλοπέρασης». Η γνωριμία του με έναν νέο με διαταραγμένο νου και η πορεία της σχέσης τους θα καταρρίψει τις βεβαιότητές του.

Στο τελευταίο διήγημα «Οι πληγές της Μαρίας Κάλλας» μια συντροφιά διανοουμένων, με εκπροσώπους από όλα τα «είδη» της εγχώριας σκηνής, συζητεί επί ώρες μεγεθύνοντας την κενότητά της και το ανώφελο της ύπαρξής της. Αυτό θα οδηγήσει τον συγγραφέα να επικαλεστεί τον Φλομπέρ για να σχολιάσει ευκρινώς το σήμερα: «Ζούμε σε έναν κόσμο αποτρόπαιο,όπου οι άνθρωποι σαν εμάς δεν θα έχουν πια λόγο ύπαρξης.Θα υπάρχουν ωφελιμιστές και στρατιωτικοί,καθώς και άνθρωποι οικονόμοι,μικροί,φτωχοί,ποταποί (…) Η λογοτεχνία μου φαίνεται πράγμα μάταιο και άχρηστο».

Τα διηγήματα του Ισαρη αναπτύσσονται με έναν περίτεχνο τρόπο. Ο αφηγητής παρεμβαίνει, ανακαλεί στη μνήμη του στοχασμούς, θεωρήσεις, αισθητικές και έργα, διατυπώνονται συνειρμοί που ίσως νομίσεις ότι είναι άσχετοι, αλλά λίγο μετά θα καταλάβεις ότι υποβάλλουν την εξέλιξη του έργου, ενώ σε όλο το κείμενο υφέρπουν η νοσταλγία των δυνατών αισθημάτων, η γοητεία της φθοράς και οι στάχτες της μνήμης. Τέλος, μια μουσική μοιάζει να είναι ο αθέατος καμβάς των ιστοριών του. Αν στα ποιήματα του Αλέξανδρου Ισαρη, όπως έχει επισημανθεί, η ζωή δικαιώνεται «μέσα από την οδύνη, τη στέρηση,τη συνειδητοποίηση της παρούσας ή της επικείμενης μοναξιάς,της φθοράς και του επερχόμενου τέλους» (Κ.Γ. Παπαγεωργίου), στα πεζογραφήματά του η ζωή ανακτά την αξία της μέσα από την υπαρξιακή σχέση της με την τέχνη.