Διάβασα για πρώτη φορά το βιβλίο του Τζον Κίγκαν στην αγγλική του έκδοση. Μου το είχε προτείνει ο Απόστολος Δοξιάδης κατά τη διάρκεια των συζητήσεών μας την περίοδο της συγγραφής του βιβλίου μου για τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Θα μου έδινε απαντήσεις, πίστευε, σε κάποια ερωτήματά μου. Αρχικά δυσκολεύτηκα να αντιληφθώ τι ενδιαφέρον θα έβρισκα σε ένα βιβλίο που παρουσίαζε τρεις μάχες της βρετανικής ιστορίας. Στη συνέχεια όμως η ανάγνωση έδωσε άλλη τροπή στα πράγματα.

Το βιβλίο με ενθουσίασε από τις πρώτες του κιόλας σελίδες, ίσως επειδή ταυτίστηκα με την ομολογία του συγγραφέα: «Δεν έχω λάβει ποτέ μέρος σε μάχη.Δεν έχω βρεθεί ποτέ σε καμία, δεν έχω ακούσει ποτέ τους κρότους της από μακριάούτε έχω δει τις συνέπειές της. Εχω όμως συζητήσει με ανθρώπους που έχουν πολεμήσει, έχω περπατήσει σε πεδία μαχών […], έχω δει και αρκετές παλαιότερες μάχες σε ταινίες και άπειρες άλλες εικόνες μαχών:φωτογραφίες,πίνακες και γκραβούρες. […] Δεν έχω λάβει μέρος όμως σε καμία μάχη. Και έχω αρχίσει να υποψιάζομαι όλο και περισσότερο ότι έχω πολύ μικρή ιδέα για το τι είναι μια μάχη στην πραγματικότητα» (σελ. 17).

Ο Κίγκαν υπερβάλλει βέβαια για τη δική του άγνοια. Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους διεθνώς στρατιωτικούς ιστορικούς και ειδικούς σε αμυντικά θέματα, με αξιοπρόσεκτο συγγραφικό και διδακτικό έργο. Τονίζοντας όμως τη δική του έλλειψη προσωπικής εμπειρίας, μας εισάγει αυτόματα στον πυρήνα του βιβλίου του, που είναι η ανασύνθεση της εμπειρίας των ανθρώπων που έλαβαν μέρος σε μάχες. Ξεφεύγουμε έτσι από το «ξύλινο» και προορισμένο για τους ειδικούς του πολέμου περιεχόμενο της παραδοσιακής στρατιωτικής ιστορίας, τη μελέτη: των στρατηγικών και των πράξεων των στρατηγών, των όπλων και των οπλικών συστημάτων, του στρατού ως θεσμού και οργανωτικής δομής.

Το βιβλίο τοποθετεί στο επίκεντρο της ανάλυσής του τον άνθρωπο. Αποτελεί μια απόπειρα φωτισμού του πραγματικού προσώπου της μάχης. Οπως μάλιστα διαβάζουμε: «Το κοινό χαρακτηριστικό που έχουν οι μάχες μεταξύ τους έχει σχέση με τον άνθρωπο. […] Ετσι η μελέτη της μάχης είναι πάντα μελέτη του φόβου και πολλές φορές μελέτη του θάρρους·είναι πάντα μελέτη της ηγετικής ικανότητας και πολλές φορές μελέτη της πειθαρχίας·πάντα μελέτη του εξαναγκασμού και μερικές φορές της απειθαρχίας·πάντα της αγωνίας και μερικές φορές της έξαψης ή της κάθαρσης·πάντα της αβεβαιότητας και της αμφιβολίας, της κακής πληροφόρησης και της λάθος ερμηνείας και πολλές φορές της πίστης και του οράματος·πάντα της βίας,μερικές φορές της κτηνωδίας, της αυτοθυσίας και της συμπόνιας· και πάνω απ΄ όλα είναι πάντα μελέτη της αλληλεγγύης και πολλές φορές επίσης της ψυχικής και σωματικής εξουθένωσης- επειδή στόχος της μάχης είναι πάντα η διάλυση των ανθρώπινων ομάδων του εχθρού. Η μελέτη της μάχης είναι αναγκαστικά μια κοινωνιολογική και ψυχολογική μελέτη» (σελ. 377).

Από τη μάχη του Αζενκούρ ως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Η μάχη του Αζενκούρ ήταν το φόντο του σαιξπηρικού έργου «Ερρίκος Ε΄» και μεταφέρθηκε με εξαιρετική ακρίβεια στον κινηματογράφο από τον Κένεθ Μπράνα το 1989. Ο ίδιος ο Μπράνα (στο μέσον της φωτογραφίας) υποδύθηκε τον Ερρίκο

Το βιβλίο αποτελείται από πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο παρουσιάζεται η εξέλιξη της στρατιωτικής ιστοριογραφίας και περιγράφονται οι αφηγηματικές παραδόσεις και τεχνικές της. Επισημαίνονται επίσης οι αδυναμίες της παραδοσιακής στρατιωτικής ιστορίας. Η απόσταση ανάμεσα στη θεωρητική διδασκαλία του πολέμου και στην πραγματικότητα της μάχης είναι κάτι που υπογραμμίζεται ιδιαίτερα.

Το δεύτερο κεφάλαιο περιγράφει τη μάχη του Αζενκούρ στις 25 Οκτωβρίου 1415. Αφού παρουσιάζει μια γενική εικόνα της μάχης, ο Κίγκαν επιχειρεί να αναπαραστήσει την πραγματικότητα απαντώντας σε δύσκολα ερωτήματα του τύπου: Τι εντύπωση έδινε σε έναν εξωτερικό παρατηρητή η πυκνή μάζα των οπλιτών που συγκρούονταν σώμα με σώμα; Πόσο δυνατός ήταν ο θόρυβος της μάχης και πώς ακούγονταν οι διαταγές των διοικητών πάνω απ΄ αυτόν; Τι έκαναν οι στρατιώτες καθώς περίμεναν να αρχίσει η μάχη; Πώς αντιμετώπιζαν τους τραυματίες και τους αιχμαλώτους κτλ. Εντάσσει έτσι τη μεσαιωνική μάχη όχι μόνο μέσα στο πλαίσιο των τεχνικών αλλά και των ανθρώπινων αξιών και συμπεριφορών του Μεσαίωνα.

Το τρίτο κεφάλαιο αφηγείται τη μάχη του Βατερλό. Ακολουθείται η ίδια αφηγηματική δομή. Ο Κίγκαν, αφού περιγράφει τη μάχη με τεχνικούς όρους, στη συνέχεια επιχειρεί να αναδείξει τις διαφορετικές όψεις της, όπως αυτές έγιναν αντιληπτές από τους συμμετέχοντες. Ο Κίγκαν επισημαίνει ότι η συνολική αφήγηση της μάχης δεν συνδέεται με την εμπειρία των ανδρών που έλαβαν μέρος σ΄ αυτήν καθώς αυτοί έχουν πραγματικά αποσπασματική αντίληψη των πραγμάτων. Στο κεφάλαιο αυτό ο συγγραφέας εντοπίζει και αναλύει τον ρόλο της νεωτερικότητας στη μετατροπή της μάζας σε στρατό, δηλαδή σε ένα πειθαρχημένο σύνολο ανθρώπων που κινείται σύμφωνα με κανόνες και σχέδια. Αντίγραφο αυτού του μοντέλου υπήρξαν τα μαζικά κόμματα του 19ου και 20ού αιώνα.

Το τέταρτο κεφάλαιο περιγράφει μία από τις πιο αιματηρές μάχες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τη μάχη του Σομ. Ο πόλεμος αυτός αποτέλεσε μια τομή καθώς η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη είχε ως συνέπεια τη μεγιστοποίηση των κινδύνων που αντιμετώπιζαν οι στρατιώτες. Μόνο την πρώτη μέρα της μάχης, την 1η Ιουλίου 1916, οι Βρετανοί είχαν 21.000 νεκρούς, οι περισσότεροι από τους οποίους σκοτώθηκαν μέσα στην πρώτη ώρα της επίθεσης. Η αφήγηση ξεκινά όμως αρκετά νωρίτερα: τη στιγμή της κατάταξης των ανδρών στον βρετανικό στρατό. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην παρου σίαση αυτών που ο Κίγκαν αποκαλεί «αφελείς ένστολους», τους χιλιάδες δηλαδή Βρετανούς που με ενθουσιασμό έτρεξαν να καταταγούν συγκροτώντας τις μονάδες που ονομάστηκαν «Τάγματα των Φίλων» (σελ. 280). Η λαϊκή αυτή κινητοποίηση, στη Βρετανία και σε όλη την Ευρώπη, υπήρξε χωρίς προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία. Εδειξε την απαράμιλλη ισχύ του σύγχρονου εθνικισμού και της μοντέρνας προπαγάνδας.

Στο πέμπτο κεφάλαιο ο Κίγκαν επιχειρεί να σκιαγραφήσει το μέλλον της μάχης. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1976, είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε τη διορατικότητα του συγγραφέα που αντιλαμβάνεται τις αλλαγές που υφίστανται οι σύγχρονοι πόλεμοι: «Οσο ακόμη οι χώρες βάζουν όπλα στα χέρια των νεαρών αντρών τουςθα εξακολουθούν να δείχνουν η μία στην άλλη το ατσάλινο πρόσωπο του πολέμου. Εχει όμως αρχίσει να κυριαρχεί η υποψία ότι η μάχη έχει ήδη αυτοκαταργηθεί» (σελ. 425).

Το πρόσωπο της μάχης είναι ένα βιβλίο που επικεντρώνεται στην ανθρώπινη διάσταση του πολέμου, στους μαχητές και στα βιώματά τους. Η αναπαράσταση του ανθρώπινου βιώματος με γλαφυρότητα και ζωντανά χρώματα κάνει το βιβλίο εξαιρετικό ανάγνωσμα για ειδικούς και μη αναγνώστες που επιθυμούν βασικά να δουν τοπραγματικό πρόσωπο του πολέμου. Σε ό,τι με αφορά, βρήκα στο βιβλίο πολλές από τις απαντήσεις που έψαχνα.

Αρχων της πολεμικής ανάλυσης

Γεννημένος στις 15 Μαΐου 1934,ο σερ Τζον Κίγκαν (δεξιά στη φωτογραφία) δεν πολέμησε ποτέ καθ΄ ότι μια παιδική ασθένεια τον άφησε σχεδόν ανάπηρο (χρησιμοποιεί μπαστούνι επειδή κουτσαίνει). Η ζωή του ωστόσο αφιερώθηκε στη μελέτη και στην ανάλυση του πολέμου. Σπούδασε στην Οξφόρδη και υπήρξε επί 26 χρόνια καθηγητής Στρατιωτικής Ιστορίας στη Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία του Σάντχερστ (1960-1986).Συνεργάτης επί σειρά ετών της βρετανικής εφημερίδας «Daily Telegraph» για αμυντικά θέματα,αρθρογραφεί επίσης στον αμερικανικό ειδησεογραφικό διαδικτυακό τόπο Νational Review Οnline. Εχει γράψει περισσότερα από 20 βιβλία με θέμα τον πόλεμο,μεταξύ των οποίων και το περίφημοΙστορία του πολέμου (1993).Το πρόσωπο της μάχης,που για πρώτη φορά κυκλοφόρησε το 1976, θεωρήθηκε πρωτοποριακό έργο στρατιωτικής ιστορίας, ενώ θετικές κριτικές έχουν αποσπάσει βιβλία του όπωςΗ πολεμική ευφυΐα:Η γνώση του εχθρού από τον Ναπολέοντα ως την Αλ Κάιντα,Ο πόλεμος του ΙράκκαιΜπαρμπαρόσα:Εισβολή στη Ρωσία,1941.

Το 1999 του απονεμήθηκε για το έργο του ο τίτλος του σερ.