Κάθε ιστορία έχει τον δικό της μύθο. Μια «αφήγηση» που, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, δεν αποδεικνύει αλλά απλώς επιδεικνύει την αλήθεια της και παίζει το δεύτερο βιολί στην επιστημονική εξιστόρηση των γεγονότων. Στην περίπτωση των γεγονότων του Γκαίρλιτς όμως, την περίοδο 1916-1919, ο μύθος είχε κερδίσει μόνιμα το πάνω χέρι. Η αιχμαλωσία του Δ΄ Σώματος Στρατού από τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και η «φιλοξενία» του από τον αυτοκράτορα Βίλχελμ Α΄ σε μια μικρή πόλη τής τότε Σιλεσίας ήταν γνωστή μόνο από διηγήσεις- με όλες τις υπερβολές, διθυραμβικές, ή καταστροφολογικές, που τις συνοδεύουν.

Τώρα η κατάσταση αλλάζει. Το βιβλίο του Γεράσιμου Αλεξάτου «Οι Ελληνες του Γκαίρλιτς» δίνει μια πρώτη επιστημονική προσέγγιση στο θέμα. Και αυτό χάρη στη συστηματική αξιοποίηση των ντοκουμέντων της εποχής, που βρίσκονται διεσπαρμένα σε δεκάδες αρχεία, όχι μόνο ελληνικά και γερμανικά.

Αλλά ας αρχίσουμε από την αρχή. Το δράμα του Γκαίρλιτς ξεκίνησε ουσιαστικά με το ξέσπασμα του «πρώτου μεγάλου πολέμου», το 1914. Η ηγεσία της Ελλάδας βρέθηκε τότε προ του διλήμματος ή να πολεμήσει στο πλευρό των χωρών της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) ή των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανία, Αυστροουγγαρία). Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος τάχθηκε υπέρ της Αντάντ, υπολογίζοντας ότι η ένταξη θα απέφερε νέα εδάφη στην Ελλάδα. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, αντίθετα, προτιμούσε την ευνοϊκή για τους Γερμανούς « ουδετερότητα » (που θα μπορούσε να μετατραπεί σε συνεργασία σε περίπτωση που η πλάστιγγα του πολέμου θα έγερνε εμφανώς προς το μέρος τους).

Εθελοντική αιχμαλωσία

Μοναδική φωτογραφία από τις ηχογραφήσεις στο στρατόπεδο. Ο 23χρονος λυράρης και βιολάτορας Μιχάλης Πολυχρονάκης πραγματοποιεί μία από τις παλιότερες ηχογραφήσεις κρητικής μουσικής παγκοσμίως

Ακολούθησε ο λεγόμενος «εθνικός διχασμός» βενιζελικών- μοναρχικών, που οδήγησε σε «αλαλούμ» και στα στρατιωτικά μέτωπα: Στη Θεσσαλονίκη έβαλε πόδι η Αντάντ, ενώ άλλο μεγάλο μέρος της Μακεδονίας καταλήφθηκε, με έγκριση των Γερμανών, από τους Βουλγάρους. Το Δ΄ Σώμα Στρατού, που βρισκόταν εκεί, κινδύνευε να περιπέσει σε βουλγαρική αιχμαλωσία. Τη λύση έδωσε έτσι μια πρωτοφανής στα πολεμικά χρονικά ιδέα: Την αιχμαλώτιση ενός στρατεύματος από ένα άλλο, που δεν ήταν παρόν στο πεδίο μαχών- το γερμανικό. Οι πατέρες της ιδέας ήταν οι έλληνες στρατηγοί, οι Γερμανοί την αποδέχθηκαν όμως ασμένως, προσδοκώντας στο τεράστιο προπαγανδιστικό όφελος που θα τους επέφερε μια τέτοια εθελοντική «αιχμαλωσία».

Το όνομα της τελευταίας ήταν βέβαια «φιλοξενία». Οι Γερμανοί υποδέχθηκαν το 1916 τους περίπου 7.000 εξωτικούς μουσαφίρηδες ως «γκαστζολντάτεν» (φιλοξενούμενους στρατιώτες) με ασύγκριτα φιλικότερη διάθεση από εκείνη με την οποία αντίκρισαν, 50 χρόνια αργότερα, τους έλληνες «γκασταρμπάιτερ» (φιλοξενούμενους εργάτες). Χαρακτηριστικό αυτού ήταν το τεράστιο πανό με την επιγραφή «Χαίρετε!» που είχε αναρτηθεί στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης.

« Ηταν η πρώτη μαζική συνάντηση Ελλήνων- Γερμανών σε γερμανικό έδαφος » λέει ο κ. Αλεξάτος. Και, στην αρχή τουλάχιστον, πολύ αποδοτική. Για τους Ελληνες, το Γκαίρλιτς (βρίσκεται πάνω στον ποταμό Νάισε και σήμερα χωρίζεται σε ένα γερμανικό και ένα πολωνικό τμήμα) που λόγω του πολέμου είχε αδειάσει από νεαρούς άνδρες, αποδείχθηκε παράδεισος για «καμάκι». Για τους Γερμανούς, αντιστρόφως, οι εισαγόμενοι «ιθαγενείς» ήταν το καλύτερο έμψυχο υλικό για λαογραφικές μελέτες. Οι φωνογραφήσεις ελληνικών διαλέκτων (φυλάσσονται στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου) ανέρχονται σε εκατοντάδες. Εκεί έγινε για πρώτη φορά παγκοσμίως και η ηχογράφηση ενός μπουζουκιού.

Ο «μήνας του μέλιτος» δεν κράτησε βέβαια για πολύ. Με τον καιρό, η σύγκρουση Γερμανών και Ελλήνων, αλλά και βενιζελικών και μοναρχικών, έγιναν καθημερινό φαινόμενο. Η πλήρης ρήξη επήλθε όμως στα τέλη του 1918 με την ήττα των Γερμανών και την εξέγερση των Σπαρτακιστών υπό τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Περίπου για έναν μήνα μια ομάδα ελλήνων στρατιωτών συγκρότησε τα δικά της «σοβιέτ», «συμβούλια», κάνοντας πράξη το όνειρο της αυτο-οργάνωσης χωρίς «καραβανάδες» και εθνικιστικές ιδεοληψίες. Τα «σοβιέτ» διαλύθηκαν ωστόσο ύστερα από τη συντριβή των Σπαρτακιστών. Το υπόλοιπο ήταν άτακτη φυγή προς την Ελλάδα, που για πολλούς κράτησε δύο και πλέον μήνες.

Ο «μύθος» του Γκαίρλιτς συνίστατο, για πολλές δεκαετίες, σε φήμες.

Ο Γεράσιμος Αλεξάτος, που δεν είναι επαγγελματίας ιστορικός, τον διαλύει τώρα. Και αυτό είναι καλό. Οχι μόνο επειδή το «βαρύ» όνομα Γκαίρλιτς (στο πολωνικό μέρος του οποίου, το Ζγκορζέλετς, είχαν βρει καταφύγιο 14.000 πρόσφυγες από τον ελληνικό εμφύλιο) δεν προσφέρεται για έναν αξιοπρεπή μύθο. Αλλά και επειδή, όπως αποδεικνύει το πόνημά του, η πραγματική ιστορία είναι εδώ πιο μυθική από την όποια φημολογία.