Αφίσα της σοβιετικής προπαγάνδας με το επιτακτικό μήνυμα «Θα υπερασπιστούμε τη Μόσχα!»

Στις 2 Δεκεμβρίου 1941 ο στρατηγός των γερμανικών αρμάτων μάχης Χάιντς Γκουντέριαν επισκεπτόταν το σπίτι και το κτήμα του Λέοντος Τολστόι στη Γιασνάγια Πολιάνα, 200 χλμ. στα νότια της πολιορκημένης από τα ναζιστικά στρατεύματα Μόσχας, όπου είχε εγκαταστήσει το προκεχωρημένο στρατηγείο του. Οι Σοβιετικοί δύο μήνες νωρίτερα είχαν φροντίσει να μεταφέρουν σε 110 κιβώτια το μεγαλύτερο μέρος από το αρχείο του συγγραφέα, πρώτα στη Μόσχα και στη συνέχεια στο Τομσκ. Η περίπτωση της συμπεριφοράς των ναζιστών στο σπίτι του Τολστόι δίνει το μέτρο τού πώς αντιμετώπιζαν οι εισβολείς ακόμη και τα μείζονα επιτεύγματα μιας κουλτούρας «υπανθρώπων» όπως θεωρούσαν τους Σλάβους. Μολονότι ο Γκουντέριαν μετά τον πόλεμο ισχυρίστηκε ότι αποχωρώντας από το σπίτι του Τολστόι οι Γερμανοί άφησαν ανέγγιχτα τα πολύτιμα ευρήματα που υπήρχαν, στην πραγματικότητα του έβαλαν φωτιά και μάλιστα χρησιμοποίησαν ως καύσιμη ύλη χειρόγραφα από τη βιβλιοθήκη του συγγραφέα. Τη φωτιά την έσβησαν οι Ρώσοι αψηφώντας τις προειδοποιήσεις των ναζιστών ότι είχαν ναρκοθετήσει φεύγοντας την περιοχή.

Αυτό είναι ένα από τα περιστατικά στα οποία αναφέρεται το βιβλίο Μόσχα 1941 του Αντριου Ναγκόρσκι, αρχισυντάκτη του Νewsweek Ιnternational. Το βιβλίο του όμως καλύπτει πολύ ευρύτερα πεδία και κυρίως αναδεικνύει τη μάχη της Μόσχας ως σημαντικότερη και από εκείνη του Στάλινγκραντ όπως και από αυτήν του Κουρσκ. Οι κυριότεροι λόγοι έχουν συνοπτικά ως εξής: Πρώτον, αν έπεφτε η Μόσχα διαφορετική θα ήταν η έκβαση του πολέμου, όπως και η διαπραγματευτική θέση του Χίτλερ. Δεύτερον, ήταν η μεγαλύτερη μάχη που δόθηκε ποτέ παγκοσμίως, αφού σ΄ αυτήν έλαβαν μέρος τα διπλάσια στρατεύματα από όσα στη μάχη του Στάλινγκραντ. Πολύ μεγαλύτερος επίσης ήταν αντίστοιχα και ο αριθμός των θυμάτων. Τρίτον, υπήρξε η πρώτη αποτυχία του Κεραυνοβόλου Πολέμου. Τέταρτον, αν έπεφτε η Μόσχα η άμυνα της Βρετανίας θα ήταν πολύ δυσκολότερη. Και, πέμπτον, θα άλλαζε ο ρους της Ιστορίας και η μοίρα του μεταπολεμικού κόσμου θα ήταν πολύ διαφορετική.

Ο Ναγκόρσκι συμφωνεί με όλους όσοι υποστηρίζουν ότι ο Στάλιν δεν πίστευε ότι ο Χίτλερ θα επετίθετο τόσο γρήγορα εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Κάποιοι- ανάμεσά τους κι ο Νικίτα Χρουστσόφ – πίστευαν ότι ο Στάλιν φοβόταν τον Χίτλερ. Η υπερβολή ωστόσο μαρτυρεί, αν μη τι άλλο, ότι ο δικτάτορας της Σοβιετικής Ενωσης είχε πλήρη συναίσθηση της στρατιωτικής υπεροπλίας της Γερμανίας και των κινδύνων που συνεπαγόταν για το καθεστώς του. Ο Στάλιν ήταν καχύποπτος με τους πάντες, αλλά δυσκολεύεται κανείς να πιστέψει ότι ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν είχε καρδιά λαγού. Από την άλλη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εκτεταμένες εκκαθαρίσεις αξιωματικών του Κόκκινου Στρατού κατά τη δεκαετία του ΄30 στέρησαν από τους Σοβιετικούς πλήθος ικανών στελεχών που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν εγκαίρως τα χιτλερικά στρατεύματα εισβολής. Η πιο κραυγαλέα περίπτωση υπήρξε η εκτέλεση του στρατάρχη Τουχατσέφσκι , μιας από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές ιδιοφυΐες της εποχής. Ο Τουχατσέφσκι ήταν, θα λέγαμε, το αντίστοιχο της στρατιωτικής ιδιοφυΐας της άλλης πλευράς, δηλαδή του γερμανού στρατηγού Μανστάιν. Συνυπεύθυνα ασφαλώς για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Κόκκινος Στρατός ήταν όλα τα μέλη του πολιτικού γραφείου του ΚΚΣΕ. Ο Χρουστσόφ όμως θεωρεί κύριο υπεύθυνο τον Βοροσίλοφ, υπουργό Αμυνας της χώρας.

Ο Χίτλερ εξαπέλυσε την επίθεσή του εναντίον της Μόσχας στις 30 Σεπτεμβρίου 1941. Από τότε και ως τις 20 Απριλίου της επόμενης χρονιάς στη μάχη αυτή ενεπλάκησαν 7.000.000 άνδρες. Οι απώλειες κι από τις δύο πλευρές ήταν τρομακτικές. Οι νεκροί, οι αιχμάλωτοι και οι βαριά τραυματίες έφθασαν τα 2.500.000. Από αυτούς 2.000.000 ήταν Ρώσοι. Αλλά οι Γερμανοί δεν μπήκαν στη Μόσχα. Ο Κεραυνοβόλος Πόλεμος του Χίτλερ απέτυχε για πρώτη φορά. Από εκεί και πέρα ήταν σχεδόν βέβαιο ότι η Γερμανία αργά ή γρήγορα θα ηττάτο.

Ο Ναγκόρσκι στηρίχτηκε στις ιστορικές πηγές και τα επίσημα αρχεία, αλλά πλούτισε το βιβλίο του με στοιχεία του ερευνητικού ρεπορτάζ. Πήρε 56 συνεντεύξεις από επιζώντες της τιτάνιας μάχης. Οι μαρτυρίες τους είναι συγκλονιστικές και αναδεικνύουν τον επικό και τραγικό χαρακτήρα εκείνης της άγριας εποχής. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί εξαιρετικά από μια αυθεντία σε στρατιωτικά θέματα: τον αντιστράτηγο ε.α. Νικόλαο Λαζαρίδη, επίτιμο γενικό επιθεωρητή Στρατού.

ΠΑΡΕΛΑΣΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΠΑΝΤΣΕΡ

Γαλλική γελοιογραφία του 1939 όπου απεικονίζεται το «ερωτικό βαλς» Στάλιν – Χίτλερ μετά την υπογραφή του Γερμανοσοβιετικού Συμφώνου μη Επιθέσεως από τον σοβιετικό υπουργό Εξωτερικών Βιάτσεσλαφ Μολότοφ και τον γερμανό ομόλογό του Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ

Τον Οκτώβριο του 1942 οι κάτοικοι της σοβιετικής πρωτεύουσας άρχισαν να την εγκαταλείπουν μαζικά.Ταυτόχρονα δόθηκε η εντολή και σε πολλά υψηλά στελέχη του κόμματος και της Κομιντέρν να την εγκαταλείψουν επίσης,μαζί με την κυβέρνηση.Η Νι-Κα-ΒεΝτε (κατοπινή Κα Γκε Μπε) είχε αναλάβει τα σχέδια της αντίστασης στη μελλοντικά γερμανοκρατούμενη Μόσχα (δολιοφθορές,δολοφονίες υψηλόβαθμων γερμανών αξιωματούχων κ.λπ.). Και τότε,ενώ πλησίαζε η επέτειος του εορτασμού της Οκτωβριανής Επανάστασης (7 Νοεμβρίου), ο Στάλιν έλαβε τη μεγάλη απόφαση.Κάλεσε τον υπουργό Εξωτερικών Βιάτσεσλαφ Μολότοφ και το αφεντικό της Νι-Κα-Βε-ΝτεΛαβρέντι Μπέριακαι τους ανακοίνωσε ότι ανεξαρτήτως των δυσμενών συνθηκών η καθιερωμένη παρέλαση του Κόκκινου Στρατού θα γινόταν κι εκείνη τη χρονιά. Θα ενισχυόταν η αντιαεροπορική άμυνα της πόλης,που ούτως ή άλλως ήταν εξαιρετική.Αξίζει να σημειωθεί επ΄ αυτού ότι ενώ εξαιτίας των αεροπορικών βομβαρδισμών του Λονδίνου από τη Λουφτβάφε καταστράφηκε το 20% των κτιρίων το αντίστοιχο ποσοστό στους βομβαρδισμούς της Μόσχας ήταν 3%.

Η παρέλαση πραγματοποιήθηκε ενώ η πόλη ήταν περικυκλωμένη από τα γερμανικά Πάντσερ. Οι εντολές του Στάλιν ήταν σαφείς: αν κατά τη διάρκεια της παρέλασης διεξαχθεί αεροπορική επιδρομή και υπάρξουν νεκροί και τραυματίες,αυτοί πρέπει να απομακρυνθούν γρήγορα και η παρέλαση να συνεχιστεί. Οπως αναμενόταν,μετά την παρέλαση το ηθικό τόσο του σοβιετικού στρατού όσο και των αμάχων ανέβηκε κατακόρυφα.Ο αντίκτυπος υπήρξε μεγάλος και στον υπόλοιπο κόσμο.Η Μόσχα θα άντεχε.Η Ρωσία δεν θα χανόταν.Τον χειμώνα της επόμενης χρονιάς η στρατιά του στρατηγούΠάουλουςθα συντριβόταν στο Στάλινγκραντ.