Μοιάζει να βρίσκεται στο τέλος του κόσμου.Το Πήλιο γίνεται μυθιστορηματικός χώρος

Ο Αλφόνς Χοχάουζερ είναι άνθρωπος φτιαγμένος από άλλο υλικό, «σαν χρυσόσκονη και λάσπη μαζί στον ίδιο τενεκέ». Τουλάχιστον έτσι τον αξιολογεί ο συγγραφέας, ο οποίος αφιέρωσε τέσσερα χρόνια από τη ζωή του για να μαζέψει διάφορα ντοκουμέντα, να συναντήσει ανθρώπους που τον γνώριζαν και να σκαρώσει ένα βιβλίο στη μνήμη του. Δεν είναι ούτε βιογραφία ούτε μυθιστορηματική βιογραφία ούτε ένας αφιερωματικός τόμος. Ο συγγραφέας εμπλέκεται ως αφηγητής, χωρίς όμως να εμφανίζεται με το όνομά του (τον προσφωνούν «Στέργιο», παρά το γεγονός ότι στοιχεία της ζωής του παραπέμπουν στον Ακρίβο). Οπότε έχουμε ένα μυθιστόρημα με υπαρκτά πρόσωπα, το οποίο ανασκαλεύει το παρελθόν και ταυτόχρονα περιγράφει την επώδυνη σχέση του συγγραφέα με το υλικό του.

Βρισκόμαστε στο Πήλιο, τον τόπο που επέλεξε για να ζήσει ο Αυστριακός Αλφόνς το 1926, αφού είχε κάνει τον γύρο της Μεσογείου. Εφυγε από το σπίτι του σε ηλικία 16 ετών για να γνωρίσει τον κόσμο και αντί της άνετης ζωής που θα του πρόσφερε η αστική καταγωγή του προτίμησε να γίνει χοιροβοσκός, ψαράς και ξενοδόχος στο Τρίκερι, προωθώντας ένα πρώιμο μοντέλο αγροτουρισμού. Δεν ξέρουμε αν αυτές οι πληροφορίες από μόνες τους δημιουργούν ρίγη θαυμασμού, πάντως ο Ακρίβος γοητεύεται από την άγρια προσωπικότητα του ανθρώπου ο οποίος λατρεύτηκε και μισήθηκε εξίσου στη Μαγνησία. Το πρώτο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στην έκπληξη του αφηγητή, ο οποίος διαπιστώνει ότι όλοι γνωρίζουν κάτι για τον Αλφόνς, υπάρχουν ένα σωρό φίλοι φίλων που έχουν μια φωτογραφία, ένα γράμμα, μια μαρτυρία. Λογικό είναι, ζουν όλοι στον Βόλο, ο Αλφόνς στο Πήλιο, όπου πέθανε το 1981. Μικρός ο τόπος για να περάσει απαρατήρητος ένας ιδιόρρυθμος ξένος. Ο συγγραφέας είναι ενθουσιασμένος κάθε φορά που βρίσκει μια νέα πηγή. Μαθαίνει, για παράδειγμα, ότι μια φίλη του τον είχε συναντήσει. Η αντίδραση:

Ο Αλφόνς Χοχάουζερ με την κατσίκα του

«Κοντεύει να μου πέσει το ποτήρι από τα χέρια».

Ενα σημαντικό μέρος του βιβλίου αναλώνεται στις επαφές του συγγραφέα-ερευνητή αλλά και στις τυχαίες ανακαλύψεις. «Βραδινή έξοδος σε ταβερνάκι στις Αηδονοφωλιές. Ρετσίνα, μεζέδες και αμέσως αρχίζουν οι ιστορίες για τον Αλφόνς.Ιστορίες απίστευτες όσο κι αληθινές. O Δημοσθένης και κυρίως η Ασημίνα τονήξεραν καλά,γιατί το πατρικό της σπίτι στο νησί συνόρευε με τα κελιά που είχε νοικιάσει ο Αλφόνς και τα έκανε ξενώνα». Μεγαλύτερο μέρος του κειμένου αφιερώνεται στις εντυπώσεις γύρω από τον Αλφόνς, στη μυθολογία του, παρά στα κατορθώματά του τα ίδια. Μαθαίνουμε ότι πηγαινοερχόταν στον Βόλο με τα πόδια, έξι ώρες περπάτημα, και ότι όταν έβρεχε επέστρεφε με τα ρούχα στεγνά. Οταν τον ρώτησαν, εξήγησε πως στο δάσος περπατά γυμνός. Φύτεψε δέντρα που έφερε από την πατρίδα του, έριξε πέστροφες στα ποταμάκια, ελευθέρωνε τα ζώα που έβρισκε σε παγίδες. Ασπάστηκε την Ορθοδοξία παίρνοντας το όνομα «Αντρέας». Παντρεύτηκε μια ψαροπούλα από την περιοχή κι ένιωθε μεγάλες τύψεις επειδή ήταν γυναικάς και δεν μπορούσε να συγκρατηθεί.

Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι από τη ζωή του Αλφόνς έχει να κάνει με το όραμά του για τον τουρισμό. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 ενοικίασε ένα μοναστήρι στο Τρίκερι, το νησάκι που βρίσκεται στην είσοδο του Παγασητικού. Οπως αναφέρει δημοσίευμα στο περιοδικό «Γυναίκα» (26.9.1962), δεν υπάρχει εκεί ίχνος πλαστικού, δεν υπάρχουν ραδιόφωνα και εφημερίδες, ούτε γίνονται δεκτές θορυβώδεις παρέες. «Ευπρόσδεκτοι είναι όσοι θέλουν να ξαναβρούν τις ρίζες κοντά στη μητέρα φύση». Στο πακέτο φιλοξενίας περιλαμβάνονται βραδιές με χλαμύδες. Σε επιστολή του ο Αλφόνς αναφέρει: «Οταν οι βοηθοί μας σφάζουν το αρνί ή το κατσίκι για το βραδινό φαγητό, βγάζουν τα εντόσθια και προσπαθούν να μαντέψουν το μέλλον». Εχουν ενδιαφέρον όμως και οι περιπέτειες του Αλφόνς με την ελληνική νοοτροπία και το ελληνικό κράτος. Οταν έρχεται η ώρα να ανανεώσει το συμβόλαιο της ενοικίασης, πλειοδοτεί κάποιος ντόπιος που παίρνει έτοιμη την υποδομή αλλά και την ιδέα. Επίσης έχει προβλήματα από τον επιθεωρητή δασών επειδή έριξε τις πέστροφες στα ποτάμια (πέστροφες που του χορήγησε κάποια προϊσταμένη Αλιείας…). Ο ιδιότροπος Αυστριακός δεν το βάζει κάτω: ανοίγει καινούργιο ξενώνα, σε άλλη παραλία.

Ο Αλφόνς Χοχάουζερ βρέθηκε αντιμέτωπος με μια σειρά από κακόβουλα σχόλια. Το κατηγόρησαν για συνεργασία με τους ναζιστές, περιέπλεξαν το όνομά του με τον θάνατο μιας πελάτισσας που την έφαγε ένας καρχαρίας και τέλος κατηγορείται ως αρχαιοκάπηλος. Στο βιβλίο δημοσιεύονται σελίδες από το ημερολόγιο του Αλφόνς, μέρος της αλληλογραφίας του, δημοσιεύματα στον Τύπο της εποχής. Στον αναγνώστη του βιβλίου μπαίνουν πρώτα οι υποψίες, καλλιεργείται η αμφιβολία, αλλά με το τέλος της ανάγνωσης έχουν παρατεθεί πληροφορίες που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κανένας δεν είναι εντελώς άγιος, κανένας δεν είναι εντελώς τέρας. Το τέλος της ζωής του Αλφόνς είναι αντάξιο της παραξενιάς του. Επιλέγει έναν πρωτότυπο θάνατο. Ο αφηγητής επισκέπτεται το σημείο όπου αυτοκτόνησε, ολοκληρώνοντας έτσι το προσκύνημα στα μέρη από όπου πέρασε. Παρά την πρωτοπρόσωπη γραφή και τη διαρκή σύγκλιση των δύο ανδρών, του συγγραφέα και του ήρωα, δεν θα μάθουμε πολλά ούτε για τον έναν ούτε για τον άλλον.

ΤΟΝ ΦΩΝΑΖΑΝ ΑΝΤΡΕΑ

Ο Αλφόνς θα μπορούσε κάλλιστα να είναι προϊόν φαντασίας του Κώστα Ακρίβου.Δεν είναι δα και δύσκολο να αναρτήσει κάποιος το βιογραφικό του στη wikipedia ούτε να φτιάξει ένα ιστολόγιο στα γερμανικά.Από την τηλεφωνική επικοινωνία με ανθρώπους στο Τρίκερι δεν τον γνώριζε κανένας,πλην μιας μοναχής.Από τη Μονή Ευαγγελιστρίας Νησίδος επιβεβαιώσαμε ότι κάποτε το μοναστήρι«παλιά,πολύ παλιά»λειτούργησε ως ξενώνας.Η μοναχή θυμόταν μάλιστα το όνομα του ανθρώπου:«Αλφόνς τον έλεγαν αλλά τον φωνάζανε Αντρέα».

Ο Κώστας Ακρίβος είναι γέννημα θρέμμα και μόνιμος κάτοικος της περιοχής.Γεννήθηκε το 1958 στις Γλαφυρές και εργάζεται ως φιλόλογος στον Βόλο.Εχει γράψει τα βιβλία: Η Δοτική του Χάους (Νέα Σύνορα-Λιβάνης), Αλλοδαπή (Νέα Σύνορα-Λιβάνης), Στο κάτω κάτω της γραφής είναι ένα ψέμα (Κέδρος), Το γέλιο της έκτης μέρας (Κέδρος), Κίτρινο ρώσικο κερί (Κέδρος), Σφαίρα στο βυζί (Κέδρος), Καιρός για θαύματα (Κέδρος), Πανδαιμόνιο (Μεταίχμιο), Τελετές ενηλικίωσης (Μεταίχμιο).