Η σημερινή Θεσσαλονίκη, όπως φαίνεται από τα βυζαντινά τείχη της

α΄ Η ΠΡΩΤΗ. Θεσσαλονίκη, 904 μ.Χ. Ενας σημαντικός στόλος σαρακηνών πειρατών με αρχηγό τον Λέοντα Τριπολίτη από την Αττάλεια εισχωρεί στα Δαρδανέλια, απειλεί την Κωνσταντινούπολη και, αφού δεν τα καταφέρνει εκεί, επιτίθεται και καταλαμβάνει τη δεύτερη πόλη της αυτοκρατορίας. Λίγους μήνες αργότερα ο Ιωάννης Καμινιάτης, ιερέας, γόνος εύπορης οικογένειας, ένας από εκείνους που υπηρετούσαν στο αυτοκρατορικό παλάτι της Θεσσαλονίκης, σύρεται αιχμάλωτος στις φυλακές της Ταρσού και αρχίζει να γράφει πυρετωδώς το χρονικό της πρώτης αυτής άλωσης της Θεσσαλονίκης. Η αφήγηση του Ιωάννη Καμινιάτη έχει τη μορφή επιστολής (100 σελίδων!) προς κάποιον Γρηγόριο Καππαδόκη, στον οποίο υπενθυμίζει διαρκώς ότι έχει πληρώσει τα λύτρα και περιμένει να απελευθερωθεί με την πρώτη ευκαιρία ανταλλαγής αιχμαλώτων. Μπορεί να μην υπήρχε το κατάλληλο μέσο έκφρασης για ένα τέτοιο αίτημα στο πλαίσιο της βυζαντινής λογοτεχνίας, αλλά ο Καμινιάτης βρίσκει τον τρόπο: διαθέτει την πνευματική παιδεία για να γράψει αυτό που παραδόθηκε στους κατοπινούς ως μια«αξιομνημόνευτη ιστορία».

β΄ Η ΔΕΥΤΕΡΗ. Θεσσαλονίκη, 1185, δύο αιώνες αργότερα. Υποπτα γεγονότα συμβαίνουν πριν από τη νέα άλωση της πόλης από τους Νορμανδούς και ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, ένας από τους πιο διάσημους λογίους του 12ου αιώνα, αποφασίζει να καταγράψει εκ των υστέρων σε ένα χρονικό τι ακριβώς συνέβη. Θα έλεγε κανείς ότι ο σοφότερος άνθρωπος της πόλης ανέλαβε για την περίσταση χρέη ιστοριογράφου. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Ο «καλός» αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός έχει πεθάνει από το 1180, την εξουσία έχει αναλάβει ο Ανδρόνικος Α΄, που είναι «ένα φοβερό τέρας», μαζί με τον στρατηγό Λέοντα, που είναι «χειρότερος από έναν δηλωμένο προδότη», και η εισβολή των Λατίνων έρχεται απλώς να επιτείνει τα βάσανα και την εξαθλίωση των κατοίκων. Αδίκως καταλογίζουν στον Ευστάθιο ότι ανέπτυξε σχέσεις πρώτα με τη φαύλη εξουσία και στη συνέχεια με τον εχθρό. Εκείνος χρησιμοποίησε τη ρητορική του τέχνη για το καλό όλων: «Και, ακόμη, κέρδισα κάποια πλεονεκτήματα και από τους εχθρούς με το να απευθύνομαι σε αυτούς με τρόπο κολακευτικό και με φωνή βαθιά και πανούργα». Με τη βίαιη πτώση του Ανδρόνικου Α΄ και την άνοδο του Ισαάκιου Κομνηνού, ο Ευστάθιος βρίσκεται στην ανάγκη για άλλη μία φορά να «παραστήσει την παρθένα» προκειμένου να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση. Οι Νορμανδοί έχουν πια αποχωρήσει και το χρονικό του είναι μια δριμεία πολεμική εναντίον όλων όσοι θα ήθελαν ποτέ να τον κατηγορήσουν.

γ΄ Η ΤΡΙΤΗ. Θεσσαλονίκη, 1430, άλλους δυόμισι αιώνες αργότερα. Μέσα στο φόντο απόλυτης παρακμής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η πόλη έχει πωληθεί στους Βενετούς και οι κάτοικοί της ζουν μια δύσκολη ζωή στερήσεων και αθλιότητας. Πάνω στην ώρα πεθαίνει και ο Μητροπολίτης Συμεών, η μόνη ελπίδα σωτηρίας για το ορθόδοξο ποίμνιο. Η πόλη παραδίδεται στους Τούρκους αμαχητί και οι κάτοικοι καταλήγουν αιχμάλωτοι, εκτός από μια χιλιάδα ανθρώπων που κατορθώνουν να επιστρέψουν και θέλουν να ανασυστήσουν την κοινότητά τους. Ο Ιωάννης Αναγνώστηςπροφανώς κληρικός- είναι ανάμεσά τους. Αρχικά κάνει τον απολογισμό των τελευταίων ημερών της ενετικής κατοχής και της επίθεσης των Τούρκων και διηγείται τις σφαγές που ακολούθησαν, ενώ στη συνέχεια συγκροτεί δύο ομάδες προσώπων, των «καλών» όπως ο Συμεών και των πολύ περισσότερων «κακών» που έβλαψαν την πόλη με τη συμπεριφορά τους. Το κείμενό του είναι λιβελογραφικό, για να μην επαναληφθούν τα ίδια λάθη, και μοιάζει να στοχεύει στο να προετοιμάσει το μέλλον, να κάνει μια επένδυση στον πολιτικό τομέα. Για άλλη μία φορά το αντικείμενο της διήγησης είναι διαφορετικό από εκείνο που δηλώνεται από τον συγγραφέα. «Μεγάλοι τεχνίτες των χάρτινων ονείρων, οι Βυζαντινοί μπόρεσαν να μας ξεγελούν για πάντα» υποκλίνεται ο Οdorico.

ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Η άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς στο «Χρονικό» του Ιωάννη Σκυλίτζη

ΤΡΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΥΣ αιώνες τα κατάφεραν τόσο καλά να περιγράψουν τις αλώσεις της Θεσσαλονίκης ώστε να ανατρέψουν την αντίληψη που έχουμε για τη βυζαντινή λογοτεχνία στο σύνολό της. Ή μήπως δεν έγραφαν λογοτεχνία; Ούτε ιστορία; Ο επιμελητής της παρούσας έκδοσης Ρaolo Οdorico, διευθυντής Σπουδών στο Κέντρο Βυζαντινών Νεοελληνικών και Νοτιοευρωπαϊκών Σπουδών της Ανωτάτης Σχολής Κοινωνικών Επιστημών (ΕΗΕSS) στο Παρίσι, δίνει την απάντηση:«Στο Βυζάντιοόσα διακυβεύονται στην κοινωνική ζωή δεν λαμβάνουν χώρα πια στα δικαστήρια και τις συγκεντρώσεις του λαού, όπως συνέβαινε στην Αρχαιότητα, αλλά μέσα στα βιβλία και στις διηγήσεις οι οποίες οφείλουν να χρησιμεύουν για να προκαλούν συγκίνηση, να λειτουργούν ως μέσα άμυνας και κατηγορίας»γράφει.«Περισσότερο από τον τίτλο των ιστορικών θα έπρεπε να φανταστούμε για τους συγγραφείς μας έναν νέο ορισμό όπως, π.χ. αυτόν του “δημιουργού” ή του “κατασκευαστή” ιστορίας».Την εικόνα φέρνει ακόμη πιο κοντά στη σύγχρονη εποχή ο βυζαντινολόγος Χάρης Μέσσης, ο οποίος διδάσκει Ελληνικά στην ΕΗΕSS, ασχολείται με τη λογοτεχνία και το κοινωνικό φύλο στο Βυζάντιο και μετέφρασε τις τρεις συγκινητικές αφηγήσεις των βυζαντινών στην τρέχουσα ζωντανή γλώσσα μας.

ΓΙΑΤΙ ΠΑΝΤΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΠΟΛΗ χτυπάει η συμφορά, δοκιμάζονται σκληρά οι κάτοικοι και αναδεικνύονται τα κρυφά ταλέντα του έντεχνου λόγου; Ο Οdorico έχει μια εξήγηση: Είναι το ριζικό μιας πόλης που δημιουργήθηκε για να γίνει πρωτεύουσα και καθ΄ όλη τη διάρκεια της ύπαρξής της δεν κατείχε παρά τη δεύτερη θέση. Ιδρύθηκε ως βασιλική πόλη από τον Κάσσανδρο της Μακεδονίας στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., πήρε το όνομα της ετεροθαλούς αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου και έχασε τα πρωτεία της την ελληνιστική περίοδο από τα μεγάλα αστικά κέντρα της Ανατολής όπως η Αλεξάνδρεια και η Αντιόχεια.

Εγινε έδρα ενός από τους συναυτοκράτορες, του Γαλέριου, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, αλλά η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης στη συνέχεια την υποβίβασε σε επαρχιακή πόλη. Εγινε πρωτεύουσα ενός «θέματος» στη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, από τον 12ο ως τον 15ο αιώνα, αλλά η οθωμανική κατάκτηση τα ισοπέδωσε όλα ως τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους με πρωτεύουσα την Αθήνα και συμπρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη.