Η ακτή του Νιου Τζέρσεϊ όπως φαίνεται από το Μανχάταν

Τα τέσσερα ως τώρα μυθιστορήματα του Ρίτσαρντ Φορντ που κυκλοφόρησαν μεταφρασμένα στη γλώσσα μας είχαν μέτρια επιτυχία. Ο συγγραφέας αυτός ωστόσο είναι από τους καλύτερους της γενιάς του. Και το τελευταίο του μυθιστόρημα Η χώρα όπως είναισυνιστά επίτευγμα που δεν θα δυσκόλευε ακόμη και τον πιο δύσπιστο να το κατατάξει στα καλύτερα μυθιστορήματα της τελευταίας δεκαετίας. Είναι ογκωδέστατο και απαιτεί υπομονή αλλά, όπως όλα τα πεζογραφήματα πρώτης γραμμής, έχει μια τέτοια διαβρωτική ατμόσφαιρα που άπαξ και βυθιστείς στις πρώτες 50 σελίδες δεν θέλεις να το αφήσεις από τα χέρια σου.

Κεντρικός ήρωας του βιβλίου και εδώ, όπως και στα δύο προηγούμενα μυθιστορήματα του Φορντ, είναι ο Φρανκ Μπάσκομπ, μεσίτης ακινήτων στο Νιου Τζέρσι. Είναι επαγγελματικά επιτυχημένος, μεσήλικος πλέον (55 ετών), πράγμα που, όπως σχολιάζει σαρδόνια, του επιτρέπει να χαρεί αυτή τη«μόνιμη περίοδο»της ζωής του, ένα παρατεταμένο φθινόπωρο από μικρές και μεγάλες χαρές, ασφάλεια, ηρεμία και ευμάρεια. Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά- και κάθε άλλο παρά ευχάριστα. Εχει προβλήματα υγείας (πάσχει από καρκίνο του προστάτη που τον αναγκάζει να τρέχει κάθε λίγο και λιγάκι στην τουαλέτα), ενώ και η συναισθηματική του ζωή δεν πάει καλύτερα. Η δεύτερη σύζυγός του τον εγκαταλείπει και επιστρέφει στον πρώτο της σύζυγο, που ήταν για χρόνια χαμένος και εθεωρείτο νεκρός.

Η πλοκή και εδώ εκτυλίσσεται γύρω από μια γιορτή. Στο προηγούμενο μυθιστόρημά του ήταν ηΗμέρα της ανεξαρτησίας, η 4η Ιουλίου, τώρα είναι η Ημέρα των Ευχαριστιών (Τhanksgiving). Αυτή την ημέρα, η Κλαρίσα, η 25χρονη κόρη του Φρανκ, πρώην λεσβία, γυρίζει στο πατρικό σπίτι. Το ίδιο κι ο γιος του Πολ. Ο Φρανκ ετοιμάζεται να παρακολουθήσει μια κηδεία, συνεργάζεται με τον συνεταίρο του (έναν φανατικό αμερικανό Ρεπουμπλικανό), συναντά την πρώτη του σύζυγο με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά και αυτά είναι λίγο-πολύ όλα όσα συμβαίνουν.

Αλλά η δύναμη τούτης της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, που είναι μια οδύσσεια της καθημερινότητας, δεν βασίζεται στην υπόθεση βέβαια. Ο Φρανκ αγοράζει και πουλάει γη και κτίσματα και αυτό τον συνδέει ψυχικά, συναισθηματικά και κοινωνικά με τη χώρα του που μεταμορφώθηκε ριζικά επί Ρίγκαν και με την οποία αισθάνεται βαθύτατα αποξενωμένος. Αυτός ο ήρωας της καθημερινότητας ζει τη δική του americana στις λεπτομέρειες, οι οποίες αποκτούν διαστάσεις μεγάλων γεγονότων χάρη στην έξοχη ποιητική των τόπων, των λεπτομερειών και του κοινωνικού περιγύρου. Ο τίτλος στο πρωτότυπο (Τhe Lay of the Land)έχει τόσες σημασίες- όσα και τα επίπεδα του μυθιστορήματος- που δεν μπορούν να αποδοθούν στα ελληνικά. Ετσι ο αναγνώστης θα πρέπει να έχει υπόψη του πως εδώ δεν έχουμε μόνο«τη χώρα όπως είναι»αλλά και τη χώρα όπως παρουσιάζεται στα μάτια ενός και μόνο ανθρώπου.

Κάθε βιβλίο έχει την αυτονομία του αλλά τοΗ χώρα όπως είναιαποτελεί το τρίτο μυθιστόρημα με τους ίδιους κεντρικούς χαρακτήρες. Ετσι ο απαιτητικός αναγνώστης χρειάζεται να έχει διαβάσει και τα προηγούμενα δύο, δηλαδή τονΑθλητικογράφοκαι τηνΗμέρα της ανεξαρτησίας.Το τελευταίο ωστόσο δεν κυκλοφορεί στα ελληνικά, αν και παραμένει το σημαντικότερο βιβλίο του Φορντ.

Από τους κορυφαίους του «βρώμικου ρεαλισμού»

Ο Ρίτσαρντ Φορντ

Ο 66ΧΡΟΝΟΣ Φορντ εξέδωσε τo πρώτο του μυθιστόρημαΑ Ρiece of my Ηeartτο 1976 και πέντε χρόνια αργότερα τoΤhe Ultimate Good Luck.Μολονότι τα βιβλία έτυχαν καλής υποδοχής από την κριτική,υπήρξαν εμπορικές αποτυχίες.Τότε ο Φορντ παράτησε τη λογοτεχνία και έγινε αθλητικογράφος στο περιοδικό«Ιnside Sports».To 1982 το περιοδικό έκλεισε,ο ίδιος επέστρεψε στη λογοτεχνία και έγραψε τον (εν μέρει αυτοβιογραφικό) Αθλητικογράφο,όπου πρωταγωνιστής είναι ένας αποτυχημένος συγγραφέας που γίνεται αθλητικογράφος.Το βιβλίο εκδόθηκε το 1986 και υπήρξε το πρώτο σημαντικό επίτευγμα του Φορντ.Τα επόμενα βιβλία του ήταν διηγήματα στα οποία αποδείχθηκε πραγματικός μάστορας του είδους.Αυτά τον κατέταξαν στη χορεία των συγγραφέων του λεγόμενου «βρώμικου ρεαλισμού» μαζί με τον Ρέιμοντ Κάρβερ και τον Τομπάιας Γουλφ.Το σημαντικότερο μέχρι στιγμής μυθιστόρημά του,η Ημέρα της ανεξαρτησίας,εκδόθηκε το 1995 και τιμήθηκε με δύο από τα κορυφαία αμερικανικά λογοτεχνικά βραβεία: το Ρenn/Faulkner και το Ρulitzer.