Ο Κωνσταντίνος Ιωάννης Φίλιππος Ιωνίδης, εγγονός του γιατρού Τζον Καβάφη, αδελφού του Κωνσταντίνου Καβάφη, ήταν ένα είδος ντροπής για την οικογένειά του. Φοίτησε σε ορισμένα από τα καλύτερα αγγλικά σχολεία των αρχών του 20ού αιώνα, τα χρόνια που η βρετανική αυτοκρατορία και οι παραδόσεις της ήταν ακόμη παντοδύναμες. Συνήθως όμως τα εγκατέλειπε διωγμένος και με τα πόδια του γεμάτα σημάδια από τις βουρδουλιές των δασκάλων. Ως μαθητή η απειθαρχία του τον καθιστούσε εύκολο στόχο για κάθε «έγκλημα» που ζητούσε ένοχο:«Πήγα στο Ράγκμπυ όπου με μαστίγωσαν δεκαοκτώ φορές κατά το πρώτο τρίμηνο,δεκατρείς το δεύτερο και κατόπιν τούτου έχασα το λογαριασμό»γράφει. Και όταν σημειώθηκε μια κλοπή στα αποδυτήρια του σχολείου κατηγορήθηκε αμέσως. Τελικά, απεδείχθη ότι δεν είχε κλέψει. Ο διευθυντής τού ανακοίνωσε την απαλλαγή του, συμπληρώνοντας όμως ότι«κανένα στοιχείο της διαγωγής σου δεν σου δίνει το δικαίωμα να νιώθεις αγανάκτηση επειδή σε υποψιαστήκαμε». Και εκείνος θυμάται ότι «το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να του ρίξω μια ματιά που εξέφραζε τη βαθιά μου ελπίδα να τον δαγκώσει κάποια μέρα φίδι και να πεθάνει αργά και βασανιστικά».Η ουσιαστική ρήξη του με τη θεσμισμένη δυτική κοινωνία, ρήξη στην οποία έμεινε πιστός ως το τέλος της ζωής του, είχε ήδη επέλθει, ενώ η μυθιστορηματική σχέση του με τα φίδια είχε μόλις ξεκινήσει…

Για τους περισσότερους Ελληνες το όνομά του δεν σημαίνει απολύτως τίποτε. Για πολλούς Αγγλους, αντίθετα, είναι συνώνυμο μιας από τις πιο συναρπαστικές ιστορίες που μπορεί να διηγηθεί κανείς. Μια ιστορία που στην Αγγλία έχει γραφτεί σε τρεις διαφορετικές βιογραφίες, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, και που το ΒΒC την έχει κάνει ντοκυμαντέρ. Είναι η ιστορία ενός απόλυτα εκκεντρικού, για τα κοινά μέτρα, ανθρώπου που παράτησε την υψηλή θέση την οποία του επεφύλασσε ο «πολιτισμένος» κόσμος και αφιέρωσε τη ζωή του στη συλλογή και στη μελέτη των ερπετών, ζώντας μαζί τους για δεκαετίες σ΄ όλα ταβάθη και τα πλάτη της Αφρικής- όπου η υγρασία έλιωνε τους αγαπημένους δίσκους του με το «Τριστάνος και Ιζόλδη» του Βάγκνερ- ώσπου να αναγνωριστεί ως ένας από τους κορυφαίους ερπετολόγους στον κόσμο.

Ο συντηρητικότατος γιατρός πατέρας του μόνον υπερήφανος δεν ένιωθε για τον γιο του και τον επέπληττε διαρκώς για«τη στάση ανυπακοής του προς την εξουσία». Η μητέρα του μάλλον τον καταλάβαινε κάπως καλύτερα. Αλλά όχι πως για εκείνον όλα αυτά είχαν κάποια σημασία. Για εκείνον καθοριστική σημασία είχε μια σκηνή από τα παιδικά του χρόνια: όταν σε μια βόλτα με την νταντά και την αδελφή του είδε να περνά μπροστά του μια πεταλούδα του είδους «κόκκινος ναύαρχος».«Προσπάθησα να την ακολουθήσω,αλλά μου το απαγόρευσαν,οπότε άρχισα να στριγγλίζω. “Δεν θα κυνηγάς πεταλούδες με τα καλά σου ρούχα” μου είπε η νταντά.“Ξέρεις, δεν μπορείς να τα έχεις όλα”. Το ηθικό δίδαγμα ήταν σαφές. Αυτό καθόρισε τις πιο σημαντικές αποφάσεις της ζωής μου».

«Δεν νυμφεύτηκα ποτέ, γιατί δεν βρήκα κάποιο κορίτσι στις δικές μου προδιαγραφές.Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ερωτεύτηκα ποτέ.Φυσικά και ερωτεύτηκα,ιδιαίτερα μάλιστα ένα κορίτσι που γνώρισα στην Αγγλία σε μία από τις άδειές μου.Πήγαινα συχνά να τη συναντήσω,όμως το ίδιο συχνά πήγαινα και γλυκοκοίταζα κι ένα ζευγάρι ελεφαντόδοντα που είχα εκείνη την περίοδο- βρί σκονταν στις αποθήκες του Τζάραρντ, του ταριχευτή, στο Κάντμεν Τάουν.Το ήξερα πως ήταν συμβολικό: η επιλογή ανάμεσα στη μία ή την άλλη ζωή. Ε, λοιπόν, κέρδισαν τα ελεφαντόδοντα και δεν το μετάνιωσα ποτέ.Αντίθετα,μπόρεσα να αφοσιωθώ ολοκληρωτικά σε ό,τι με ενδιέφερε» γράφει ο Ιωνίδης στην αυτοβιογραφία του, τηνΙστορία ενός κυνηγού. Και για όποιον δεν κατάλαβε, συνεχίζει: «Θα πνιγόμουν φορώντας γραβάτα, προκειμένου να την ευχαριστήσω, και για το καλό της οικογενειακής μας γαλήνης θα δεχόμουν να πασαλείψω τα μαλλιά μου με μπριγιαντίνη.Οι εξερευνήσεις μου θα αφορούσαν τα ψώνια.Θα με πήγαιναν σε τσάγια. Και μόνον η ιδέα με ανατριχιάζει»…

Εχοντας εγκαταλείψει πολύ νέος την Αγγλία, στις αρχές της δεκαετίας του 1920, βρέθηκε στρατευμένος στους Συνοροφύλακες της Νότιας Ουαλλίας, που όμως υπηρετούσαν στην Κεντρική Ινδία. Οι περιγραφές του για τη ζωή των στρατιωτών στα βάθη της βρετανικής αυτοκρατορίας αποτελούν ψηφίδες μιας συναρπαστικής ηθογραφίας. Είχε πάει εκεί εθελοντικά και κατά κάποιον τρόπο πονηρά, αφού το μυαλό του δεν ήταν στην υπηρεσία του αλλά στη λαθροθηρία, στην οποία και διέπρεψε. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε στην Αφρική, όπου υπηρέτησε στο σύνταγμα των Βρετανών Βασιλικών Τυφεκιοφόρων, τους οποίους λίγο καιρό μετά εγκατέλειψε για να εργαστεί πλέον στην Υπηρεσία Θήρας της Ταγκανίκας.

Τελικά, αφιερώθηκε τόσο πολύ σ΄ αυτή την προσπάθεια για την προστασία της ζούγκλας και των ειδών της, ώστε το όνομά του έγινε θρύλος που παραμένει ακόμη ζωντανός, όχι μόνο στα στόματα των ανθρώπων εκείνου του τόπου, αλλά και στην παγκόσμια ερευνητική κοινότητα των μελετητών της άγριας φύσης.

Ο Ιωνίδης, που είχε γεννηθεί το 1901, πέθανε το 1968 έπειτα από ακρωτηριασμό και των δύο ποδιών του σε νοσοκομείο του Ναϊρόμπι, αποτέλεσμα μιας θρόμβωσης που τον βασάνιζε επί 12 χρόνια.

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ

«Είμαι ελληνικής καταγωγής,παρ΄ όλο που η οικογένειά μου ζει εδώ και πολλά χρόνια στη Βρετανία». Οι πρόγονοί του ήταν από τους πρώτους έλληνες μετανάστες.Είχαν φύγει στην Αγγλία το 1817.«Οι Ελληνες στην Αγγλία, τη Γαλλία και την Αμερική συνηθίζουν να παντρεύονται μεταξύ τους ώστε το ελληνικό τους αίμα σ΄ αυτές τις χώρες έχει διατηρηθεί εντυπωσιακά καθαρό».Το 1901, τη χρονιά που γεννήθηκε ο Κωνσταντίνος Ιωνίδης στο Χόουβ, «υπήρχαν ήδη αρκετοί Ιωνίδες στην πόλη»,οι οποίοι διέθεταν καλή κοινωνική θέση και βρίσκονταν σε αντίστοιχη οικονομική κατάσταση.Ο παππούς του ήταν ευκατάστατος έμπορος στο Σίτι,ο πατέρας του φημισμένος χειρουργός,και οι δυο τους πατριαρχικοί με την πιο πλήρη έννοια του όρου.Η μητέρα του,ανιψιά του Καβάφη αλλά και από την οικογένεια Ράλλη της Χίου,με μεγάλη οικονομική δραστηριότητα στο Σίτι:«Πράγματι υπέροχη γυναίκα, παλιομοδίτισσα και συντηρητική, απεχθανόταν τις μικροσυσκευές, κατ΄ αρχάς ήταν αρνητική προς το τηλέφωνο,ενώ τα στυλό και τα ρολόγια χειρός ακολουθούσαν».