Ο Λόρενς Ντάρελ (1912-1990) υπήρξε αδηφάγος στη ζωή, όπως και στη λογοτεχνία. Φύση ανήσυχη, τυχοδιωκτική θα έλεγε κανείς, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μακριά από την Αγγλία, για την οποία δεν έτρεφε και τα καλύτερα αισθήματα. Εζησε ως εκπατρισμένος και, όπως αποκαλύφθηκε μετά τον θάνατό του, ποτέ δεν απέκτησε τη βρετανική υπηκοότητα. Δεν είναι τυχαίο που όσες φορές ήθελε να μεταβεί στη Βρετανία χρειαζόταν βίζα. Αυτό όμως μπορεί να οδηγήσει και σε λανθασμένα συμπεράσματα, γιατί η ζωή του Ντάρελ και κυρίως οι μη λογοτεχνικές δραστηριότητές του σε όσες χώρες υπήρξαν τουλάχιστον ασαφείς. Στην Κύπρο, λ.χ., ακόμη και σήμερα πολλοί θεωρούν ότι λειτουργούσε καθαρά ως πράκτορας της Βρετανίας τη δεκαετία του 1950. Το ίδιο ισχύει και για τον ρόλο που έπαιξε στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στα Δωδεκάνησα και στην Αίγυπτο.

Η προσωπική του ζωή ήταν γεμάτη διαζύγια, περιστασιακές σχέσεις και οικογενειακά δράματα. Ο Ντάρελ παντρεύτηκε τέσσερις φορές. Η κόρη του Σαπφώ Τζέιν από τον δεύτερο γάμο του με την Υβ (Υβέτ) Κοέν το 1947 αυτοκτόνησε δι΄ απαγχονισμού το 1985 αφήνοντας πίσω της σημειώσεις που πολλοί τις ερμήνευσαν ως αναφορές σε κάποια αιμομεικτική σχέση (προφανώς με τον πατέρα της). Το να ακολουθήσει κανείς τα ίχνη του συγγραφέα από τις πρεσβείες από όπου πέρασε ως ακόλουθος Τύπου, από την Αθήνα και το Βελιγράδι ως το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια, είναι μια περιπέτεια παράλληλη εν πολλοίς με τη θυελλώδη ερωτική ζωή του. Αρκετές από τις εμπειρίες του αυτές εμπεριέχονται στα πάμπολλα βιβλία του, ιδίως στα μυθιστορήματα και στα ταξιδιωτικά του, αλλά τα πραγματικά γεγονότα ήταν από ελαφρώς ως πολύ διαφορετικά.

Ζωή σαν μυθοπλασία
Μολονότι παγκοσμίως γνωστός για τοΑλεξανδρινό Κουαρτέτο,ο Ντάρελ έγραψε και εξαιρετικά ποιήματα. Αλλωστε ως ποιητής ξεκίνησε δημοσιεύοντας την πρώτη του συλλογή, η οποία απέσπασε εξαιρετικές κριτικές το 1931, όταν ήταν μόνο 19 ετών. Ακόμη και σε μεγάλη ηλικία εξακολουθούσε να γράφει και να δημοσιεύει ποιήματα, τα οποία για πολλούς είναι εφάμιλλα της καλύτερης πρόζας του.

Ολο το συγγραφικό έργο του είναι λίγο-πολύ παρακολούθημα της προσωπικής του ζωής, με άλλα λόγια η αυτοβιογραφία του σε πολλαπλές παραλλαγές. Ή, για να το πω διαφορετικά: ο ίδιος έζησε τη ζωή του ως μυθοπλασία και τη μυθοπλασία ως πραγματική ζωή. Γι΄ αυτό και υπήρξε εξαιρετικός χειριστής της γλώσσας, αφού αυτή συνόψιζε την ουσία του βίου και τις βαθύτερες επιθυμίες του που ανάγονται στα παιδικά του χρόνια (εξ ου και ο φροϋδικός χαρακτήρας των γραπτών του).

Η μυθοποίηση των τόπων όπου ζούσε ήταν απαραίτητη στις λογοτεχνικές αναζητήσεις του. Το στοιχείο της σωματικής συμμετοχής στα όσα διανοητικά είχε συλλάβει ήταν επίσης ουσιαστικό τόσο για τον ίδιο όσο και για τον αναγνώστη που στοχεύει να διεισδύσει στα μυστικά του έργου και στην ψυχοσύνθεση του συγγραφέα. Την Κέρκυρα, λ.χ., όπου έζησε πολλά χρόνια, την είδε ως σπηλιά του Πρόσπερο, δηλαδή ως μεσογειακή εκδοχή της σαιξπηρικήςΤρικυμίας. Ο Ντάρελ στα βιβλία του έγραφε για τη ζωή του σαν να ήταν η σκιά του εαυτού του. Γι΄ αυτό και η εγωπάθειά του απαλύνεται και στις καλύτερες στιγμές του δεν διακρίνεται καθόλου. Και τότε, όταν οι λυρικές και οι φιλοσοφικές αναζητήσεις εναρμονίζονται προσδίδοντας ένα βάθος μεταφυσικό σχεδόν στην εμπειρία, οδηγούμαστε σε ένα έργο πολύπλευρο και πολυφωνικό, γεμάτο στίξεις και αντιστίξεις, σαν να πρόκειται για μια περίπλοκη φούγκα του λόγου που αγγίζει τα βαθύτερα στρώματα του συναισθήματος και της ευαισθησίας. Ενα τέτοιο έργο- από τα σημαντικότερα μεταπολεμικά πεζογραφήματα- είναι το κορυφαίο, αναμφισβήτητα, δημιούργημά του: η μυθιστορηματική τετραλογίαΑλεξανδρινό Κουαρτέτο.

Μια τοιχογραφία μαγικών φθορισμών
Στον πρόλογο του συνόλου των μυθιστορημάτων που αποτελούν τοΑλεξανδρινό Κουαρτέτο(Ιουστίνη- ή Τζαστίν,όπως τη θέλει η μεταφράστρια Μαριάννα Παπουτσοπούλου-, Μπαλτάζαρ,ΜαουντόλιβκαιΚλέα) ο Ντάρελ λέει πως προκειμένου να δώσει συνολική μορφή στο έργο υιοθέτησε τη θεωρία της σχετικότητας. Πρόκειται, δηλαδή, για μυθιστορηματική σύνθεση που κινείται στους άξονες του χώρου και του χρόνου, όπως τα μεγέθη αυτά ορίζονται από τον Αϊνστάιν. Ο αναγνώστης δεν έχει κανένα λόγο να πάρει τη «θεωρία» του Ντάρελ τοις μετρητοίς. Οι συγγραφείς συχνά «θεωρητικοποιούν» τις προθέσεις τους προκειμένου να εξηγήσουν μια ορισμένη τεχνική που εφάρμοσαν. Η λογοτεχνία όμως δεν είναι ερμηνεία προθέσεων. Στην πραγματικότητα το επίτευγμα του Ντάρελ σχεδόν 50 χρόνια μετά την πρώτη ολοκληρωμένη του μορφή παραμένει περίτεχνη σύνθεση όπου πρωταγωνιστούν μια ιστορική πόλη (η Αλεξάνδρεια), μια εποχή (τα χρόνια πριν από τον Β Δ Παγκόσμιο πόλεμο και τα χρόνια του πολέμου) και ένας κόσμος που συντίθεται ως τοιχογραφία γεμάτη μαγικούς φθορισμούς και αδιόρατες αποχρώσεις. Η Αλεξάνδρεια είναι η πόλη όπου συνυπάρχει το πνεύμα της πρακτικής και λογοκρατικής Δύσης με τον ενορατικό και ονειρικό κόσμο της Ανατολής.

Κοσμοπολίτης- αλλά Δυτικός- ο συγγραφέας καταφεύγει στον Φρόιντ για να μεταβεί από τη σχετικότητα των μεγεθών στη σχετικότητα της προσωπικότητας που τα ψυχικά της κοιτάσματα είναι συστατικά στοιχεία της ατμόσφαιρας, μέρος μιας νέας αρμονίας, περίπλοκων παθών αλλά και μικρών πολλαπλών δραμάτων που συνθέτουν μια ολόκληρη εποχή. Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία είναι τόσα που οδηγούν στον πειρασμό να διαβάσει κανείς το βιβλίο ως ένα είδος έμμεσης αυτοβιογραφίας του Ντάρελ. Ωστόσο αυτό είναι κάτι που δεν θα το συνιστούσα γιατί έτσι χάνεται η μαγεία του βιβλίου, η διαβρωτική επίδρασή του που πολύ συχνά θυμίζει Προυστ και το δηκτικό του χιούμορ, αναπόσπαστο τμήμα μιας ποιητικής του Ντάρελ όπου η ευαισθησία και η κριτική αποτίμηση προσώπων, καταστάσεων και συμβάντων εναλλάσσονται πολλές φορές στην ίδια παράγραφο. ΤοΑλεξανδρινό Κουαρτέτοαποτελεί λοιπόν και έναν ύμνο, όπως και έναν αποχαιρετισμό προς το ύφος, από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα ατμόσφαιρας της μεταπολεμικής εποχής, η σημασία του οποίου μάλιστα είναι ακόμη μεγαλύτερη αν σκεφθεί κανείς ότι η εποχή στην οποία παραπέμπει αναδύεται μέσα από το προοίμιό της. Ειδικά για μας έχει ειδικότερη σημασία αφού ενέπνευσε ένα από τα καλύτερα έργα της μεταπολεμικής πεζογραφίας μας: τιςΑκυβέρνητες πολιτείεςτου Στρατή Τσίρκα. Οι αντοχές της μετάφρασης
Ημεταφράστρια Μαριάννα Παπουτσοπούλου πραγματοποίησε ένα έργο πολύμοχθο και απαιτητικό μεταφέροντας στα ελληνικά το καλύτερο έργο ενός στυλίστα της αγγλικής γλώσσας.Η πρόκληση μάλιστα που είχε να αντιμετωπίσει ήταν διπλή: έπρεπε να αναμετρηθεί όχι μόνο με ένα σπουδαίο έργο αλλά και με τη θαυμάσια μετάφραση του Αιμίλιου Χουρμούζιου που είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά πριν από περίπου 40 χρόνια από τις εκδόσεις Γρηγόρη.Το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο είναι ένα από τα τρία μείζονα μεταφραστικά επιτεύγματα του Χουρμούζιου (τα άλλα δύο είναι τα Αντιαπομνημονεύματα του Αντρέ Μαλρό και η Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας του Μπέρτραντ Ράσελ).Ας σημειώσουμε ότι τα έργα αυτά ο Χουρμούζιος τα μετέφρασε την περίοδο της δικτατορίας,όταν είχε κλείσει η εφημερίδα «Καθημερινή»,της οποίας υπήρξε διευθυντής επί πολλά χρόνια. Η μετάφραση του Χουρμούζιου είναι ένα κομψοτέχνημα ύφους, πολύ κοντά στη γλώσσα του Κοσμά Πολίτη, δηλαδή της γενιάς του ΄30,που βασικοί της εκπρόσωποι,όπως ο Σεφέρης,υπήρξαν προσωπικοί φίλοι του Ντάρελ.Μια μετάφραση στο λεγόμενο «νεότερο» γλωσσικό αίσθημα ήταν, αν όχι το ζητούμενο,μια ευκαιρία να δοκιμαστούν οι αντοχές της γλώσσας- αλλά και της μεταφράστριας- που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα έργο λεπτών αποχρώσεων και περίπλοκων μπαρόκ σχημάτων.Αν εξαιρέσουμε κάποιες αδόκιμες φράσεις από τη σύγχρονη αργκό,η προσπάθεια υπήρξε επιτυχής.Αλλά θα είχε κανείς πολλούς λόγους να διαφωνήσει με την επιλογή να αποδοθεί η Ιουστίνη ως Τζαστίν. Πρώτον,γιατί η λέξη Ιουστίνη ακούγεται πολύ καλύτερα στα ελληνικά και,δεύτερον,γιατί,αν μπαίναμε στη διαδικασία αυτή,οι «αλλαγές» δεν θα είχαν τελειωμό.Διότι έτσι γιατί,π.χ.,τον βασικό ήρωα των Αθλίων του Ουγκό Γιάννη Αγιάννη να μην τον μεταφράζουμε πλέον ως Ζαν Βαλζάν;