Μια απορία δημιουργείται κατ΄ αρχάς στον αναγνώστη του βιβλίου του Δημήτρη Καμπουράκη: Εγινε τελικά άγιος ο Παπουλάκος; Διότι η υπόθεση που ξεκίνησε το 1852 στη Μάνη, όταν με εντολή του βασιλιά Οθωνα πέντε συντάγματα στρατού, ιππικό και πυροβολαρχίες έκαναν γιουρούσι για να συλλάβουν τον ογδοντάχρονο καλόγερο, φαίνεται ότι ακόμη δεν έχει τελεσιδικήσει. Το 2001 ο φάκελος της υποψηφιότητας Παπουλάκου για αγιοποίηση είχε περάσει στα φλέγοντα θέματα της ατζέντας του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου. Ηταν ένας «απόστολος» της νεότερης εποχής, λένε οι μελετητές του. Και είναι αλήθεια ότι πολλά από τα δεινά που συμβαίνουν στην εποχή μας τα είχε προφητέψει, γι΄ αυτό ακούγεται ακόμη στον Μοριά η φράση «ζούμε τις μέρες του Παπουλάκου». Ελεγε, π.χ., στο πλαίσιο της διαρκούς εχθρότητάς του προς την τεχνολογική εξέλιξη και πρόοδο, ότι η κυβέρνηση διανοείται να συνδέσει όλες τις επαρχίες του κράτους με μία κλωστή! Οταν η πόλη των Καλαμών συνδέθηκε πράγματι με τις άλλες επαρχίες του κράτους διά μέσου τηλεγράφου, όλοι κατάλαβαν τι εννοούσε με τα λόγια αυτά.

Ο κοντόσωμος και γεροδεμένος κρεοπώλης Χρήστος Παναγιωτόπουλος ή Χρηστοπανάγος γεννήθηκε στα Αρμπουνα των Καλαβρύτων μετά το 1780. Υστερα από μια αιφνίδια κρίση ασθένειας, ενδεχομένως τυφοειδούς πυρετού, απαρνήθηκε την εγκόσμια ζωή και περιφερόταν επαιτώντας και μοιράζοντας χρήματα στους έχοντες ανάγκη και κυρίως κηρύσσοντας στους αγροτικούς πληθυσμούς της Πελοποννήσου τον λόγο του Θεού. Η πείρα που απέκτησε από το πολύ κήρυγμα, οι συναρπαστικές περιοδείες του όπου ο μοναχός προσερχόταν πεζός με ογκώδη ακολουθία, η απλή και καταληπτή γλώσσα του συγκινούσαν τα λαϊκά στρώματα. Οι χωρικοί τον αγαπούσαν γιατί τις ελεημοσύνες που έπαιρνε από τους πλουσίους τις μοίραζε στους φτωχούς φροντίζοντας πάντοτε για τη μυστικότητα της πράξης του, ενώ θαύματα και προφητείες του κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα. Οι κινήσεις του όμως άρχισαν να απειλούν το κλυδωνιζόμενο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Ο Παπουλάκος ετοιμαζόταν να οδηγήσει οπλισμένους ανθρώπους εναντίον των κρατικών δυνάμεων χωρίς να έχει σαφείς στόχους και καθαρό μυαλό. Η εξουδετέρωση του επαναστάτη δεν ήταν απλή υπόθεση και έφερε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος στα όριά του.

Ο επιζήσας
Τι καινούργιο έχει να προσθέσει ο δημοσιογράφος/ συγγραφέας με τη νέα αυτή κατάθεση για τον υποψήφιο «άγιο του έθνους και της Ορθοδοξίας»; Μα την οπτική ενός επιζήσαντος της βιβλικής καταστροφής και συγκεκριμένα του γιου του παπα-Βασίλαρου, σπουδασμένου χάρη στο ποσό των 6.000 δραχμών που πήρε ο πατέρας του για την παράδοση του Παπουλάκου. «Μ΄ αυτά τα λεφτά έβγαλα το σχολείο που χρειαζόταν για να γίνω δάσκαλος, μ΄ αυτά άνοιξε ένα σαμαράδικο ο αδελφός μου στο Αργος, απ΄ αυτά δώσαμε και 1.200 δραχμές προίκα στην αδελφή μου. Τα ελάχιστα που μείνανε στο σακούλι του Ιούδα τα βάλαμε για να φτιάξουμε τον τάφο της δύστυχης παπαδιάς. Την έκλαψα πολύ. Αυτή τα τράβηξε όλα». Στην πραγματικότητα ούτε η παπαδιά ούτε ο παπαΒασίλαρος ούτε και ο «βλαμμένος γερο-καλόγερος» Παπουλάκος είχαν ιδέα τι τους συνέβη πραγματικά. Η έρευνα όμως από τον «ντροπιασμένο γιο ενός προδότη» δεν μπορούσε παρά να είναι ενδελεχής. Ηθελε να καταλάβει αυτό που του είχε πει η μητέρα του:

«Ο πατέρας σου δεν ήταν ούτε προδότης του Παπουλάκου ούτε πιστός του βασιλιά. Ενας ευκολόπιστος ήταν που όλοι τον εκμεταλλεύτηκαν για να κάνουν τη δουλειά τους. Θεός σχωρέσ΄ τον».

Επρεπε πια να λυθούν όλες οι απορίες του σπουδασμένου νέου: «Γιατί ο όψιμος καλόγερος (αυτοχειροτονήθηκε μετά τα 50 του) επετίθετο με τόση μανία εναντίον του κράτους και της επίσημης εκκλησιαστικής ιεραρχίας; Γιατί ούρλιαζε ότι “η πίστις χάνεται” και ότι “απειλείται το θρησκευτικόν”; Και κυρίως γιατί ο κόσμος τον χειροκροτούσε αντί να του γυρίζει την πλάτη; Γιατί επευφημούσαν έναν πρώην χοιροσφάχτη που έβριζε τον βασιλιά, γιατί σήκωναν στα χέρια έναν αγράμματο καλόγερο που έλεγε άθεους τους πιο σεβάσμιους δεσποτάδες;».

Ο μανιακός
Ο αφηγητής υπόσχεται ότι θα αποφύγει τον προσωπικό τόνο όσο είναι βέβαια δυνατόν μετά από αυτά που διαπίστωσε: «Είδα έκπληκτος να μνημονεύουν αυτόν τον φανατικό σε εκατοντάδες εκκλησίες, μελέτησα τους αριθμούς που έλεγαν ότι τον καιρό της εξέγερσης διατηρούσε έναν ιδιωτικό στρατό 6.000 ενόπλων και 15.000 αόπλων χωρίς να έχει ούτε ένα καπίκι στην τσέπη του ράσου του, άκουσα νέους και γέρους να επαναλαμβάνουν εκνευριστικά “το ΄χε προφητέψει ο Παπουλάκος” και είδα με φρίκη να πληθαίνουν στις μέρες μου οι φωνές να τον ανακηρύξουν άγιο. Ποιον; Αυτόν τον μανιακό που είδε “θείο όραμα” όταν τον χτύπησε ο τύφος, που έχριζε λοχαγό του ρωσικού στρατού κάθε μανιάτη πλιατσικολόγο που τον ακολουθούσε και που υποστήριζε ότι οι Αγγλοι σταύρωσαν τον Χριστό… Μετά απ΄ αυτά κατάλαβα ότι τούτος ο τόπος δεν έχει πολλές ελπίδες να επιζήσει. Ετσι που άφησαν τους Ελληνες αγράμματους και κακομοίρηδες, θα τους κυβερνούν πάντα οι πολιτικάντηδες, οι ρασοφόροι, οι υπάλληλοι των ξένων και οι πλούσιοι. Αυτοί θα βρίσκουν πάντα κάποιο πειθήνιο όργανο ή κάποιον ημίτρελο μανιακό να υλοποιήσει τα σχέδιά τους». Και όταν πια δεν τους κάνει, να τον αποτελειώνουν: «Σε μια ομιλία του έξω από το Γύθειο [ο Παπουλάκος] είπε σε δύο χιλιάδες παρευρισκομένους: “Εμαθα ότι η βουλωμένη (αυτή που έχει τη βούλα του σατανά) Σύνοδος έστειλε έναν Ιεροκήρυκα και με κακολογεί. Τον γνωρίζω και ονομάζεται Καστόρχης, είναι καλός και σπουδασμένος εις τα διαβολικά πανεπιστήμια, πλην ας έλθη εδώ, και ας φέρη και το Ευαγγέλιον και αν το εξηγήσει καλλίτερα από εμέ, να παύστε εμέ, ει δε και το εξηγήσω εγώ καλλίτερα, να παύστε εκείνον”. […] Την ώρα που ο Παπουλάκος τον καλούσε σε μονομαχίες μπροστά σε άσχετους χωριάτες, ο Καστόρχης εξαγόραζε δεσποτάδες, φόβιζε παπάδες, δωροδοκούσε ιεροκήρυκες, διόριζε νεωκόρους και καντηλανάφτες, άλωνε τον μηχανισμό της τοπικής Εκκλησίας αργά και σταθερά. Σύντομα ο μοναχός Χριστόφορος, αν και προφυλαγμένος από ένοπλους φανατικούς χωριάτες, είχε απομείνει στην πραγματικότητα ολομόναχος…».

Το λάφυρο
Στις 5 Απριλίου 1852 η σύνοδος εξέδωσε διαταγή απαγόρευσης και πρόσταξε τους νομάρχες να εκτελέσουν τη διαταγή. Αποστάλθηκαν συνοδικοί ιεροκήρυκες στα μέρη όπου περιόδευσε ο μοναχός για να αποσοβηθούν οι συνέπειες των λόγων του. Ο λαός τους αποδοκίμασε. Με εντολή του βασιλιά Οθωνα λόχος στρατού αποπειράθηκε να συλλάβει τον Παπουλάκο σε περιοχή του Γυθείου, αφοπλίστηκε όμως από 2.000 Μανιάτες. Εκεί ήταν πια το τελευταίο προπύργιο του Παπουλάκου, ο οποίος δεν είχε αντιληφθει την αλλαγή κλίματος παραέξω ενώ ο κλοιός γύρω του στένευε. Σύντομα το στράτευμά του είχε διαλυθεί και ο ίδιος τριγύριζε καταδιωκόμενος από βουνό σε βουνό και από μοναστήρι σε μοναστήρι στην καρδιά της Μάνης. Το μόνο που προστάτευε πια τον γέρο ήταν το πατροπαράδοτο έθιμο των Μανιατών να μην καταδίδουν αυτόν που είχε ζητήσει τη φιλοξενία τους. Ο αρχιστράτηγος Γενναίος Κολοκοτρώνης, γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, αποφάσισε ότι τελική έφοδος από τον στρατό και τη χωροφυλακή δεν μπορούσε να γίνει αφού ο ίδιος ο Παπουλάκος είχε εξαφανιστεί. Προσπάθησε λοιπόν με άλλον τρόπο: να βρει κάποιον που θα πληρωνόταν αδρά και θα του τον παρέδιδε δεμένο, χωρίς φασαρίες. Τον βρήκε τελικά στο πρόσωπο του πρωτοπαλίκαρου του Παπουλάκου: ο παπα-Βασίλαρος έκανε τη δουλειά… Στις 24 Ιουνίου 1852 ο Παπουλάκος αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε κρυφά με τη γαλέρα «Ματθίλδη» στον Πειραιά. Τον είχε παραλάβει αυτοπροσώπως ο αρχιστράτηγος Κολοκοτρώνης για να δείξει το λάφυρό του και να θριαμβολογήσει για την απόλυτη επιτυχία της αποστολής που είχε αναλάβει.

Και ναι μεν αθωώθηκε ο Παπουλάκος με παρέμβαση του τσάρου της Ρωσίας όταν μεταφέρθηκε στην Αθήνα για να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου ενόρκων αλλά, «μόλις εξαφανίστηκε από το κάδρο των πολιτικών εξελίξεων, οι εφημερίδες και οι πολιτικοί της εποχής του τον ξέχασαν. Είχαν κάνει τη δουλειά τους και στη συνέχεια είχαν παρατήσει τον αφελή πρωταγωνιστή στην τύχη του, έρημο και υπέργηρο πίσω από τα σίδερα. Ο Οθωνας είχε σταθεροποιήσει τη θέση του, η ρωσόφιλη αντιπολίτευση είχε υποστεί σοβαρό πλήγμα, ενώ κάθε αντίσταση στο εσωτερικό της Ελλαδικής Εκκλησίας εξέλιπε» είναι το συμπέρασμα του αφηγητή. Ο γερο-καλόγερος παρέμεινε σε αυστηρή απομόνωση, αποδυναμωμένος και παραιτημένος, ως τον θάνατό του το 1861. «Στην ασήμαντη Ελλάδα οι μικρότητες βασίλευαν, ενώ γιγάντιες απειλές υψώνονταν γύρω της, σαν φοβεροί δράκοι πάνω από ανυπεράσπιστο παιδάκι» είναι η κατακλείδα του Δημήτρη Καμπουράκη.

Ο κόσμος αγρίευε. Ποιος ξέρει τι επιφύλασσε το μέλλον- θα έπρεπε να αναλογιστούν όλοι εκείνη τη στιγμή. Αντ΄ αυτού η λαϊκή φιλολογία γέμισε με θρύλους και θαυμαστά δήθεν γεγονότα στο ατμόπλοιο «Οθων» που μετέφερε τον Παπουλάκο στην πρωτεύουσα. Κυκλοφόρησαν φήμες ότι το πλοίο βυθίστηκε και αυτός σώθηκε, αλλά και ότι ένα ρωσικό πολεμικό πλοίο τον απελευθέρωσε και σύντομα θα εμφανιζόταν πάλι να ξαναρχίσει την επανάσταση. Και βέβαια η επίσημη απόφαση περί αγιοποίησής του εκκρεμεί ακόμη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά το ερώτημα δεν είναι αν θα περάσει ο Παπουλάκος στο εορτολόγιο ή όχι. Μάλλον πρέπει να μας απασχολεί αν σε μια εποχή που φοβάται την παγκοσμιοποίηση, την τεχνολογία, τον εκσυγχρονισμό και τους αλλόθρησκους γενικότερα γίνει ξανά του Παπουλάκου. Τουλάχιστον όσα δεν έγραψαν οι δημοσιογράφοι τότε τα γράφει ένας σημερινός απόγονός τους.