Κάθε γλώσσα δικαιούται να δεξιώνεται τα αριστουργήματα της παγκόσμιας ποίησης, και κάθε γλωσσική κοινότητα ανθρώπων να τα γεύεται με τρόπο αβίαστο. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο για τα δημιουργήματα των απαρχών που έχουν επηρεάσει σύνολη τη μεταγενέστερη λογοτεχνική παραγωγή. Τέτοιος αναντίρρητα υπήρξε ο Ομηρος. Ομως, η μορφή της ποίησης μετασχηματίζεται ανά τους αιώνες και διαμορφώνει καινούργιες ευαισθησίες απέναντι στον λόγο τον ποιητικό. Κάθε εποχή αξίζει να έχει τη δική της μετάφραση των ομηρικών επών. Οι μεταφράσεις των Καζαντζάκη και Κακριδή (Ιλιάδα1955, Οδύσσεια1965), σε δεκαεπτασύλλαβο στίχο και λεξιλόγιο ευρέως αντλημένο από τη λαϊκή γλώσσα, ανήκουν στην ποιητική γενιά του Παλαμά και του Σικελιανού. Οι μεταφράσεις του Μαρωνίτη ανήκουν στην δημιουργική γενιά του Σεφέρη και του Ελύτη που είναι η δική μας αναγνωστική γενιά.

«Οσο σημαντικότερο είναι ένα λογοτεχνικό έργο, τόσο μεγαλύτερη μεταφραστική διαθεσιμότητα κρύβει στο εσωτερικό του (…) Για να το πω αλλιώς: η μετάφραση αφυπνίζει το πρωτότυπο αρχαίο κείμενο το οποίο άλλως πως ληθαργεί (…) Το διεγείρει, το ενεργοποιεί, το μεταφέρει από το παρελθόν στο παρόν, από την απομόνωση στη συντροφική παρουσία· σε όρους και συνθήκες που θυμίζουν την πρώτη του εμφάνιση, ας πούμε: τη γέννα του». Αυτά γράφει ο ίδιος ο μεταφραστής στα Επιλεγόμενά του (σελ. 280).

Σε ένα θεωρητικό κείμενο με τίτλο «Ιntralingual Τranslation: Genuine and False Dilemmas» (στον συλλογικό τόμοΤranslation and the Classic,επιμ. Α. Lianeri & V. Ζajko, Οxford: Οxford University Ρress 2008), ο Δ. Ν. Μαρωνίτης υποστηρίζει ότι συχνά σήμερα θεωρία, δεοντολογία και μέθοδος της μετάφρασης ακρίτως προκρίνονται έναντι της μεταφραστικής πράξης, οντολογίας και τυπολογίας. Απλούστερα: τα θεωρητικά ερωτήματα αποκτούν προβάδισμα έναντι των πρακτικών επιλογών. Απέναντι στην άκριτη προτεραιότητα της νεωτερικής θεωρίας έναντι της πράξης, ο Δ. Ν. Μαρωνίτης απαντά με το ίδιο το μεταφραστικό έργο του. Ο ίδιος χωρίζει τις μεταφράσεις σε τρεις κατηγορίες: την ετερόνομη, την ισόνομη και την αυτόνομη.

Η ετερόνομη μετάφραση, αποδεχόμενη την πλήρη εξάρτησή της από το πρωτότυπο κείμενο, αποσκοπεί στην κατά το δυνατόν τελειότερη εξομοίωσήτου στο πλαίσιο της γλώσσας υποδοχής. Η ισόνομη μετάφραση- ένας τρόπον τινάδιαπορθμευτής των άκρων, ένα πλατωνικό μεταξύ-στέκεται στη μεθόρια γραμμή μεταξύ μεταφραστικής αυτονομίας και ετερονομίας. Η αυτόνομη μετάφραση, αντιθέτως, στοχεύει σε αυτοτελή ανάγνωση και προϋποθέτει όχι βεβαίως την υποκατάσταση, αλλά τηνπρόσκαιρη έκλειψη, ήεντός παρενθέσεων τοποθέτηση, του πρωτοτύπου κειμένου κατά τη ζωντανή μεταφορά του στη γλώσσα υποδοχής, ώστε να αναδειχτεί εκ νέου η ποιητικότητά του. Με τα λόγια του, από τα Επιλεγόμενα (σελ. 280) και πάλι:

«Στον βαθμό που η σύγχρονη ποίηση συντάσσεται στις μέρες μας κατά κανόνα σε ελεύθερο στίχο (αρχή που εδραίωσε και στον τόπο μας ο ακμαίος μοντερνισμός του μεσοπολέμου), η μετάφραση των ομηρικών επών πρέπει νομίζω να εκμεταλλευτεί αυτή την απεξάρτηση από την παραδοσιακή μετρική, επιμένοντας όμως στην εσωτερική τώρα ρύθμιση του ποιητικού λόγου, στον εσωτερικό ρυθμό».

Ο ιλιαδικός λόγος είναι υψηλός και η τονικότητά του οξύτερη και πιο δραματική από την αφηγηματική τονικότητα τηςΟδύσσειας. Αντιστοίχως η μαρωνίτεια μεταφορά των δύο επών στη νέα ελληνική διαφέρει. Εχοντας, όπως δηλώνει ο ίδιος, μαθητεύσει πρώτα στον δημιουργό της Οδύσσειας, μαθητή του ποιητή της Ιλιάδας, ο Δ. Ν. Μαρωνίτης έρχεται τώρα να μάθει την τέχνη από τον δάσκαλο, και να μας χαρίσει από τη μαθητεία τουκτίσιν καινήν.

Αν μόνος άξιος αποδέκτης της ομηρικής ποίησης είναι ο οικείος θεός (ο Απόλλων, οι Μούσες), όμως του θείου οι βουλές παραμένουν αδιάγνωστες. Η τελική, και τελεσίδικη, κρίση της θεότητας δεν μπορεί να γίνει για μας τους θνητούς εκ των προτέρων κριτήριο για τη δημιουργία. Το μόνο που μας μένει είναι να ακολουθούμε τον ένδον θεό, απείκασμα ή ομοίωμα εκείνου, και να ευχόμαστε Τύχη Αγαθή. Νομίζω ότι αυτό, ακούγοντας τη γλώσσα του καιρού μας, ακούγοντας και τη σθεναρή φωνή του Ομήρου να ψάλλει από τα βάθη της πρώιμης αρχαϊκής εποχής, έπραξε θαρραλέα ο Δ.Ν. Μαρωνίτης. Εμείς λαμβάνουμε- και απολαμβάνουμε- εκ νέου τον Ομηρο. Καλύτερο έπαινο από την καταληκτική παράθεση των ήδη από την αρχαιότητα προβεβλημένων και τώρα πάλικάλλιστωνστίχων δεν μπορώ να σκεφτώ:

«Οπως των φύλλων η γενιά, τέτοια και των ανθρώπων η φυλή· τα φύλλα, άλλα τα ρίχνει ο άνεμος στη γη, άλλα φυτρώνουν όμως στο φουντωμένο δάσος, σαν φτάσει η εποχή της άνοιξης.

Ετσι και των ανθρώπων η φυλή, ανθίζει η μια γενιά, φυλλορροεί η άλλη και μαραίνεται» (Ζ 145-149).

Ο κ.Σπύρος Ι.Ράγκος διδάσκει στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών.