Ο,τι κι αν φανταζόταν για την Ελλάδα ο πλούσιος νεαρός Σκωτσέζος Ντέιβιντ Τζ. Γουάλας τους κρύους και υγρούς μήνες που βυθιζόταν με πάθος στις κλασικές σπουδές για να αριστεύσει τελικά στο Κολέγιο Βalliol της Οξφόρδης, σίγουρα δεν θα μπορούσε να φανταστεί εκείνο που τελικά συνέβη: ότι μια μέρα θα βρισκόταν σε αυτόν τον τόπο όχι πια για να μελετήσει και να γράψει για τα φραγκικά κάστρα, που ήταν το όνειρό του, αλλά σταλμένος από το Φόρεϊν Οφις για να παρακολουθεί, να καταγράφει και να αναφέρει με απόρρητες εκθέσεις στο Λονδίνο τη δράση των συμπατριωτών του της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής και την «ύποπτη» για το Φόρεϊν Οφις σχέση της με το ΕΑΜ. Οτι, και μάλιστα εν καιρώ πολέμου, θα γινόταν «το μάτι» των άγγλων διπλωματών πάνω στους άγγλους στρατιωτικούς. Οτι ακριβώς γι΄ αυτόν τον λόγο τα κείμενά του θα κρίνονταν από τους εντολείς και παραλήπτες τους τόσο επικίνδυνα που θα έμεναν σφραγισμένα για περίπου εξήντα χρόνια. Και ότι ο ίδιος θα έπεφτε μια μέρα νεκρός από γερμανικές ριπές κάπου ανάμεσα στα Γιάννινα και στην Ηγουμενίτσα, προτού καν προλάβει να συμπληρώσει τα τριάντα του χρόνια…

Η έκθεση του Γουάλας «Βritish Ρolicy and Resistance Μovements in Greece», που κυκλοφορεί τώρα μεταφρασμένη στα ελληνικά, έρχεται να ρίξει φως σε ένα από τα πιο σκοτεινά και καθοριστικά κεφάλαια τη πρόσφατης ελληνικής ιστορίας: της συνολική σχέση των ελληνικών αντάρτικων οργανώσεων με τους Αγγλους. Σχέση που σφράγισε όχι μόνον τη δράση της αντίστασης κατά των Γερμανών στα χρόνια της Κατοχής, αλλά που είχε δραματική επίδραση στη διαμόρφωση της ελληνικής «επόμενης μέρας», στον φρικτό εμφύλιο που ακολούθησε στη χώρα και που τα σημάδια του μόλις τα τελευταία χρόνια αρχίζουν να σβήνουν…

Φραγκικά κάστρα

Στην περιοχή της Πάργας, το 1944

Ο Ντέιβιντ Γουάλας ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1939. Και ήρθε πράγματι για να γράψει μια διατριβή για τα φραγκικά κάστρα. Ηταν δε τόσο καλός, που ήρθε με υποτροφία από την Οξφόρδη. Ηταν μόλις 25 χρόνων, είχε μόλις παντρευτεί και μαζί με τη γυναίκα του, την Τζόαν Προύντεντ Μέιγκορ, μόλις έφτασαν άρχισαν να ψάχνουν και να μελετούν φραγκικούς πύργους. Με αυτή τη μελέτη περνούσαν τον καιρό τους, ώσπου ξέσπασε ο πόλεμος και η Βρετανική Πρεσβεία στην Αθήνα τον «επιστράτευσε» στη θέση του ακολούθου Τύπου.

Με αυτή την ιδιότητα έζησε στην Αθήνα μέχρι και τον Απρίλιο του 1941. Τότε επέστρεψε στην πατρίδα του για να καταταγεί στο Βασιλικό Σώμα Τυφεκιοφόρων. Η μοίρα του όμως είχε άλλη γνώμη.

Σχεδόν δύο χρόνια μετά την αναχώρησή του, το Φόρεϊν Οφιςτον επιλέγει για μια πολύ ιδιότυπη αποστολή: άκρως θορυβημένοι από τη σχέση του Κρίστοφερ Μόνταγκιου Γούντχαουζ και του Τσαρλς Γουλφ Μάιγερς με το ΕΑΜ, οι διπλωμάτες, η κυβέρνηση και το Στέμμα στο Λονδίνο ήθελαν έναν «δικό τους» άνθρωπο να παρακολουθεί τη δράση της ίδιας της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα: ίσως ήταν η πρώτη αλλά σίγουρα δεν ήταν η τελευταία φορά που στρατιωτικοί και διπλωμάτες μιας ξένης δύναμης βρίσκονταν σε τροχιά σύγκρουσης για τη χάραξη της πολιτικής της χώρας τους στην Ελλάδα…

Επιστρέφοντας εδώ, ο Γουάλας δεν ήταν πλέον Ντέιβιντ, ούτε καν Γουάλας. Ηταν απλώς ο «Εdwards» και ήταν πλέον ταγματάρχης, λόγω της μυστικής αποστολής του, η οποία έπρεπε να μείνει κρυφή από τους πάντες: από τις ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις, αλλά, πολύ πιο σημαντικό, από τους στρατιωτικούς συμπατριώτες του, τους οποίους έπρεπε να κατασκοπεύσει εν καιρώ πολέμου για λογαριασμό της κυβέρνησής τους.

Οπως και αν έχει, ο Εντουαρντς εκπλήρωσε τον ρόλο του στο ακέραιο. Ούτως ή άλλως, όπως προκύπτει ξεκάθαρα από την έκθεσή του, γνώριζε πολύ καλά όχι μόνον την ελληνική γλώσσα, αλλά και την ελληνική πολιτική ζωή. Και είχε πολύ σαφή, συγκεκριμένη άποψη για το τι έπρεπε να πράξει, ποια στάση έπρεπε να τηρήσει το Λονδίνο στην Ελλάδα: να τερματιστούν οι «ειδικές» σχέσεις που θεωρούσε ότι διατηρούσε η Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή με το ΕΑΜ και να σταματήσουν οι διαρκείς υποχωρήσεις που θεωρούσε ότι γίνονταν από την πρώτη προς το δεύτερο, υποχωρήσεις στις οποίες αναφέρεται αναλυτικά στην έκθεσή του. Ο «Εdwards» πίστευε ότι η συνεχής ενίσχυση των Αγγλων προς το ΕΑΜ όχι μόνο θα εξασθενούσε τελικά την αντίσταση, αλλά θα αύξανε τον κίνδυνο ενός εμφυλίου πολέμου την επομένη της απελευθέρωσης της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Η οξύνοια και η διορατικότητα ορισμένων από τις παρατηρήσεις του είναι εντυπωσιακές…

Με το αλεξίπτωτο
Οταν ο «Εdwards» έπεσε με το αλεξίπτωτό του το βράδυ της 14ης Ιουλίου 1943, βρέθηκε στην περιοχή ελέγχου του Ναπολέοντα Ζέρβα και του ΕΔΕΣ. Λίγες μέρες αργότερα συνάντησε τον Γούντχαουζ και τον Μάιγερς, τους οποίους στην πραγματικότητα είχε την εντολή να παρακολουθεί, αν όχι να κατασκοπεύει. Το πόσο πραγματικά αναγκαία ήταν τελικά αυτή η αποστολή, στην ουσία προκύπτει ξεκάθαρα από ένα κείμενο που έγραψε ο ίδιος ο Μάιγερς για τον Γουάλας/Εντουαρντς: «Δεν ήταν πάνω από τριάντα ετών, οξύνους και ευθύς. Μου άρεσε από την αρχή. Ηταν φανερό πως στη διάρκεια των πρώτων του δεκαπέντε ημερών στην περιοχή του Ζέρβα είχε επηρεαστεί ευνοϊκά. Ηταν όμως επίσης φανερό πως το επόμενο δεκαπενθήμερό του,αυτό που πέρασε κοντά στον ΕΛΑΣ,αποτέλεσε γι΄ αυτόν δυσάρεστη έκπληξη. Φαινόταν πως ούτε ο ίδιος ούτε οι πολιτικές Αρχές,τόσο στο Κάιροόσο και στο Λονδίνο,είχαν την ελάχιστη ιδέα για την έκταση της επιβολής του ΕΑΜ και του στρατού του, του ΕΛΑΣ, στον πληθυσμό των βουνών και του ακροαριστερού πολιτικού ελέγχου που ασκούσαν.Εμοιαζε έκπληκτος με τον τρόπο που,ξανά και ξανά,έκανα τα στραβά μάτια μπροστά στην αθέμιτη συμπεριφορά του ΕΛΑΣ- όταν αυτή δεν επηρέαζε σοβαρά τα επιχειρησιακά σχέδια- προκειμένου να μη χάσω την εμπιστοσύνη του και να εκμεταλλευτώ τη μαχητική του αξία». Σωστά ή λάθος, ο Γουάλας φαίνεται ότι ποτέ δεν πίστεψε σε αυτή τη λογική. Θεωρούσε ότι οι άγγλοι στρατιωτικοί ήταν εξαιρετικά υποχωρητικοί απέναντι στο ΕΑΜ, σε βαθμό που, στην έκθεσή του, προχωρεί σε μια σύγκριση η οποία, ειδικά τότε, δεν ήταν απλό να γραφτεί:«Εγώ με τη σειρά μου θα έλεγα πως υπάρχει μεγάλος κίνδυνος το πνεύμα των κατευναστών του Μονάχου, εκείνων που εκδιώχθηκαν από τους διαδρόμους του Γουέστμινστερ,να επιστρέψει στα ελληνικά βουνά»…Στην πραγματικότητα ο Γουάλας φοβόταν ότι ο Μάιγερς είχε γοητευθεί από την πορεία του ΕΑΜ και ότι είχε ξεχάσει πως ο πρώτος στόχος της αγγλικής πολιτικής για την επόμενη ημέρα του πολέμου ήταν η άμεση επιστροφή του βασιλιά στην Αθήνα. Αλλωστε στο Κάιρο ο Μάιγερς είχε εκφραστεί τόσο έντονα εναντίον του βασιλιά, που οι άγγλοι διπλωμάτες υποστήριζαν ότι έπρεπε να του δοθεί ένα… ελληνικό παράσημο για να τον κατευνάσουν…

Αφού γνώρισε σχεδόν όλους τους πρωταγωνιστές της αντίστασης, ανάμεσά τους και ο Αρης Βελουχιώτης, ο Γουάλας έφυγε για το Κάιρο όπου και συνέταξε την έκθεσή του σε χρόνο αστραπιαίο: γράφτηκε από τις 9 ως τις 29 Αυγούστου 1943 και μέσω του Λίπερ, του βρετανού πρεσβευτή στην ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου, έφτασε στο Λονδίνο στα χέρια του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών σερ Ορμ Σάρτζεντ. Μάλλον κάποια τμήματά της θα τον άφησαν αδιάφορο: όμως, πέρα από την εξαιρετική ποιότητα των πολιτικών του παρατηρήσεων- ανεξάρτητα από το αν κάποιες είναι «αποδεκτές» ή όχι από έναν Ελληνα- ο Γουάλας ζωγραφίζει μια εντυπωσιακή, σχεδόν μοναδική, τοιχογραφία της ελληνικής ζωής στα βουνά της περιόδου της Κατοχής, κάτι φυσικό καθώς πρόκειται για ένα πολιτικό κείμενο γραμμένο από το χέρι κάποιου που παρέμενε πάνω απ΄ όλα άνθρωπος του πνεύματος.

Τελικά ο Γουάλας γύρισε στην Ελλάδα και σκοτώθηκε πολεμώντας στο πλευρό του Ζέρβα. Λίγο μετά, οι Γερμανοί έφυγαν από την Ελλάδα. Σύντομα ο εμφύλιος πόλεμος, τον οποίο πρώτος μεταξύ των ξένων στην Ελλάδα είχε προβλέψει σε αυτή την απόρρητη έκθεση, ήταν πια γεγονός.