Μύθος και παρόν ενώνονται στο νέο μυθιστόρημα της Ρέας ΓαλανάκηΦωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα, το οποίο θα βρίσκεται από την επόμενη εβδομάδα στα βιβλιοπωλεία. Παρακολουθούμε από τη μία πλευρά την ανάπτυξη του μύθου του Οιδίποδα όπως μπολιάστηκε με εκείνον του Ιούδα Ισκαριώτη ώστε να ενσαρκώσει ο τελευταίος, ένας εβραίος, το απόλυτο κακό (και προδότης και αιμομείκτης), και από την άλλη πλευρά μια δραματική ιστορία που συμβαίνει το 2000 σε ένα ιδιότυπο ορεινό χωριό της Κρήτης όπου καταφθάνει μια αθηναία ελληνοεβραία δασκάλα για να διδάξει. Τι αμαρτίες θα χρειαστεί να πληρώσει η νεοφερμένη; Συναντήσαμε την κυρία Γαλανάκη στο σπίτι της στην Αθήνα και μας μίλησε γι΄ αυτή την τελευταία της συγγραφική περιπέτεια.

– Το πρώτο πράγμα που κάνει εντύπωση στο νέο βιβλίο σας είναι ο τίτλος.Πώς συνταιριάζεται ο Οιδίποδας με τον Ιούδα;

«Και εγώ είχα εντυπωσιαστεί αφάνταστα όταν είδα πριν από λίγα χρόνια ότι η μοίρα του τραγικού Οιδίποδα- δηλαδή η έκθεση του βρέφους με σκοπό τον θάνατό του, η επιστροφή, η πατροκτονία, ο γάμος με τη μάνα- αποδίδεται, σύμφωνα με μια παράδοση της Κρήτης, και στον Ιούδα τον Ισκαριώτη, στην άγνωστη νεότητά του προτού προδώσει τον Ιησού. Κάτι τέτοιο αναφέρεται στους 77 στίχους ενός ανώνυμου ποιήματος της Κρητικής Αναγέννησης, που είναι το “Παλαιά και Νέα Διαθήκη”, το δεύτερο σε μέγεθος μετά τον “Ερωτόκριτο”. Το ιταλικό χειρόγραφο αυτού του ποιήματος εκδόθηκε για πρώτη φορά μόλις το 2004 από το Ελληνικό Ινστιτούτο της Βενετίας, και μάλιστα το είχε μεταγράψει, μελετήσει και ανακοινώσει ο Ν. Μ. Παναγιωτάκης πριν από τον θάνατό του. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι η συσχέτιση του Ιούδα και του Οιδίποδα διατηρήθηκε ζωντανή στην προφορική παράδοση του 20ού αιώνα και ήταν ευρύτατα γνωστή στους σύγχρονους επιφανείς λαογράφους. Ετσι, για να αναπτύξω σε ένα μυθιστόρημα τον παραπάνω μύθο, στηρίχτηκα αφενός στο κρητικό ποίημα, αφετέρου σε μαρτυρία καταγεγραμμένη από τον Γ. Α. Μέγα στην Κρήτη του περασμένου αιώνα, ελαφρώς παραλλαγμένη».

– Συνδυάζετε αυτή την παλαιά παράδοση με μια καινούργια δραματική ιστορία του 20ού αιώνα.Ο μύθος προσαρμόζεται σε οποιαδήποτε νέα πραγματικότητα;

«Ασφαλώς, αφού η συγκρότηση μιας οποιασδήποτε ταυτότητας περικλείει και στοιχεία από ποικίλους μύθους. Ξέρετε, ο μύθος κατ΄ ουσίαν δεν έχει χρόνο, είναι άχρονος, και ήθελα να το τονίσω αυτό στο μυθιστόρημα: τη διαχρονικότητα δηλαδή κάποιων μύθων, π.χ. το “πόσο αμαρτωλοί είναι οι εβραίοι, πόσο επικίνδυνοι οι ξένοι”. Να τονίσω τη διαχρονικότητα του ρατσισμού εν προκειμένω, αλλά και τη διαχρονικότητα των δυνάμεων που τον αντιμάχονται. Διότι από μόνο του το καθένα δεν έχει νόημα».

– Στο απάτητο χωριό της Κρήτης όπου εκτυλίσσεται το σύγχρονο κομμάτι του έργου κάποιοι επιδιώκουν ένα κράτος αυτόνομο,μια Κρήτη καθαρή από μετανάστες,αλητοτουρίστες,εβραίους,μουσουλμάνους για να σωθεί η παράδοση.Αυτή είναι η ευρωπαϊκή πολιτισμική ταυτότητα σήμερα;

«Ξέρετε, έγραψα αυτό το μυθιστόρημα ακριβώς για να εμβαθύνω, να αποκρυπτογραφήσω ενδεχομένως τέτοιου τύπου κλειστές κοινωνίες. Μπορεί κάποια πράγματα να δίνουν τον κυρίαρχο τόνο, και μπορεί αυτός ο κυρίαρχος τόνος να θρέφει επιπόλαια επί μήνες τα κανάλια, άπαξ και συμβεί κάτι. Εγώ όμως ως συγγραφέας επιμένω, οφείλω να επιμένω, ότι δεν υπάρχει κοινωνία που να έχει μόνο ενός μόνο τύπου ανθρώπους, ότι δεν υπάρχει κοινωνία που να προχωρεί μόνο με μία ταχύτητα. Μ΄ ενδιαφέρει η σύγκρουση των κοινωνικών ομάδων μέσα σε τέτοια μορφώματα, μ΄ ενδιαφέρουν οι αιτίες που κάνουν τις κοινωνίες και τις νοοτροπίες να αλλάζουν, μ΄ ενδιαφέρει η μετεξέλιξη των ρόλων της γυναίκας και του άνδρα σ΄ αυτές τις κοινωνίες, μ΄ ενδιαφέρει το προσκήνιο όσο και το παρασκήνιο, μ΄ ενδιαφέρει η απαξίωση των Γραμμάτων μπροστά στο εύκολο αστρονομικό κέρδος, μ΄ ενδιαφέρει η εκτροπή της οπλοκατοχής και οπλοχρησίας σε επίδειξη πλούτου, σε κάλυψη παρανομιών. Αυτά προσπαθώ να κατανοήσω, όσο και τι μπορεί να αντιπαρατεθεί σε τούτα. Και ας μην έχουμε αυταπάτες, η ευρωπαϊκή πολιτισμική ταυτότητα είναι μια θαυμαστή, μια μεγάλη ομπρέλα, που δεν μπορεί να μας προφυλάξει από το κάθε ανεμοβρόχι. Υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν τοπικές ιδιαιτερότητες. Αν δεν προσπαθήσουμε να τις κατανοήσουμε, δεν θα πάμε παραπέρα».

– Βλέπουμε ότι ένα τοπικό έθιμο του Πάσχα,το κάψιμο του Ιούδα,συντηρεί τον ξεχασμένο μύθο και φέρνει θανατικό και συμφορά.Μήπως έχουμε πάλι Μεσαίωνα το 2000;

«Αυτό αφήνω να το κρίνει ο αναγνώστης. Είναι άλλωστε και ένα ερώτημα ενός από τους ήρωές μου, του αγροτοποιμένα Πέτρου, αλλά και της νεαρής αθηναίας ελληνοεβραίας δασκάλας που έρχεται την άνοιξη του 2000 να διδάξει στο συγκεκριμένο ορεινό χωριό, απροετοίμαστη για τον τόπο και για τους ανθρώπους του. Το κάψιμο του Ιούδα, αυτό το πασχαλινό έθιμο, ήταν απλώς η αιχμή του δόρατος για να συντελεστεί το δράμα. Από την άλλη, είναι νομίζω ολοφάνερη σε όλους μας η αναζωπύρωση του ρατσισμού σήμερα, με νέα ιδεολογήματα που προστίθενται στα παλιά. Για παράδειγμα, η προφανώς δικαιολογημένη αντίρρηση στις βιαιότητες του κράτους του Ισραήλ προκαλεί έναν καινούριο αντισημιτισμό, στρέφεται δηλαδή εναντίον μιας “φυλής” και όχι μιας συγκεκριμένης πολιτικής, ακυρώνοντας έτσι και τις τολμηρές φωνές αντίρρησης που ακούγονται μέσα στο παραπάνω κράτος. Κυρίως όμως το ζήτημα των μεταναστών είναι αυτό που έχει προκαλέσει τον σύγχρονο ρατσισμό, και στην Ελλάδα και αλλού».

– Ο θάνατος παραμονεύει στο κάθε βήμα των ηρώων σας στο ορεινό χωριό.Δεν φοβάστε μήπως εισβάλατε σε ναρκοθετημένο πεδίο;

«Εμένα με τράβηξε σ΄ αυτό το “ναρκοθετημένο πεδίο”, όπως σωστά λέτε, η ανάγκη να υπερασπιστώ τους αθώους, τις γυναίκες, τους αποκλίνοντες, καθετί το διαφορετικό μέσα σ΄ αυτές τις μικροκοινωνίες του “άβατου”. Με τράβηξε η ποικιλομορφία, όχι η ισοπέδωση των πάντων. Γιατί, το ξαναλέω, με κατέθλιψε αυτή η ισοπεδωτική, η πανάθλια φήμη για όσα συμβαίνουν την Κρήτη που προέκυψε από τα ΜΜΕ πριν από λίγα χρόνια. Σ΄ αυτό το σημείο θέλησα να παρέμβω για να δείξω και τις άλλες πλευρές, φωτεινές πλευρές κατά τη γνώμη μου, που εξακολουθούν να συνοδεύουν το εκάστοτε σκοτάδι».

– Αναφέρεστε σε υπαρκτά πρόσωπα στο σύγχρονο κομμάτι του έργου σας; «Οχι. Ολα τα πρόσωπα στο σύγχρονο μέρος του έργου, αλλά και το ορει νό χωριό που αναφέρω στο βιβλίο μου, δεν υπάρχουν. Είναι φανταστικοί άνθρωποι, φανταστικοί τόποι. Μόνο η λογοτεχνία νομιμοποιεί την ύπαρξή τους. Οσο πιο πολύ όμως έχει μελετήσει ο συγγραφέας, όσο πιο βαθιά έχει σκάψει σε τόπους και ψυχές, όσο πιο καίρια τον έχουν αγγίξει συμπεριφορές και έθιμα, όσο πιο ανοιχτά σκέφτεται, τόσο πιο κοντά στην πραγματικότητα είναι τα είδωλα που κομίζει».

– Η ελληνοεβραία δασκάλα είναι απόβλητη από το χωριό όχι μόνο επειδή δεν είναι Κρητικιά αλλά γιατί επιπλέον ερωτεύτηκε και σχετίστηκε με έναν άνδρα του χωριού.Θεωρείτε ότι το «εθνικό» είναι διαφορετικό για τη γυναίκα απ΄ ό,τι για τον άνδρα;

«Δεν θα έπρεπε, κι όμως συχνά συμβαίνει ένα “αρνητικό” στοιχείο να βαραίνει πιο πολύ τη γυναίκα παρά τον άνδρα, όσο κι αν οι κοινωνίες μας επαίρονται ότι έφεραν επιτέλους την ισοτιμία στα φύλα. Δεν συμβαίνει ακριβώς αυτό ούτε στις πόλεις ούτε στους μικρούς τόπους, αν και τα πράγματα έχουν βελτιωθεί με τον χρόνο. Στις κλειστές ορεινές κοινωνίες έχει μάλιστα παρατηρηθεί ένα πισωγύρισμα. Στο μυθιστόρημα, λόγω του συγκεκριμένου φανταστικού τόπου, η “αμαρτία” της Εύας θεωρείται βαρύτερη από την αντίστοιχη του Αδάμ, και μάλιστα διαχρονικά, ξεκινώντας από τα χρόνια της Κατοχής και του αντάρτικου για να καταλήξει στις ακραίες σύγχρονες συνθήκες».

– Η ηρωίδα σας μεταμορφώνεται στη διάρκεια του έργου και κερδίζει την παρτίδα με τον φόβο.Είναι αυτή η μοίρα των γυναικών που ξεχωρίζουν;

«Ισως συμβαίνει αυτό, τουλάχιστον για τις γυναίκες που ξεχωρίζουν για το ήθος τους, για μια στάση ζωής που κατακτούν σιγά σιγά. Ο φόβος δεν επιτρέπει να είναι κανείς ελεύθερος, να είναι δίκαιος, να είναι αυτάρκης. Δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί ο φόβος, δεν ξέρω καν αν ξεπερνιέται εντελώς, για πάντα. Σημειώνω σε αυτό το σημείο ότι η προσπάθεια της ηρωίδας μου να επιβληθεί στον φόβο της συμπίπτει με το ότι μαθαίνει την κρυφή οικογενειακή ιστορία της, που σχετίζεται μοιραία με το παραπάνω χωριό, και συμφιλιώνεται τελικά μαζί της. Ενα από τα “συμπεράσματά” της είναι ότι “ο χρόνος έχει πρόσωπο γυναίκας”».

– Υπάρχει γενικά μια οπτική γωνία από την πλευρά των γυναικών,τόσο στο μυθικό μέρος όσο και στο σύγχρονο. Συνδέεται αυτό με το ότι «ο χρόνος έχει πρόσωπο γυναίκας»,όπως τελειώνει και το βιβλίο σας;

«Φυσικά συνδέεται, φτάνει να μη λησμονούμε ότι από κοινού γυναίκα και άνδρας φτιάχνουν όλες τις ενότητες, την οικογένεια, την κοινωνία, έστω και με διακριτούς ρόλους. Στη μυθική λοιπόν αφήγηση προσπάθησα να συγκεντρωθώ κυρίως στη μορφή της Κιμπουρέας, της μάνας και γυναίκας του Ιούδα του Ισκαριώτη, τον μακρινό απόηχο της τραγικής Ιοκάστης. Στα δραματικά γεγονότα του 2000 οι γυναίκες έχουν σημαίνοντα ρόλοκαι δεν μιλώ μόνο για τη δασκάλα, αλλά και για την αγράμματη ηλικιωμένη Αγγελικώ που αναλαμβάνει χρέη άνδρα, ή τη φίλη της Φροσύνη που πλέκει δαντελάκι και μιλάει με μαντινάδες. Συλλειτουργούν βεβαίως με τους άνδρες ήρωες, τον Πέτρο, τον Χάρακα, τον δήμαρχο. Ας τα αφήσουμε όμως να τα ανακαλύψει όλα αυτά ο αναγνώστης».