Στη δεκαετία του ΄70 εμφανίστηκε στις ΗΠΑ μια ομάδα συγγραφέων που θα ανανέωναν τον ρεαλισμό και θα επανέφεραν το διήγημα στο εκδοτικό προσκήνιο. Οι επιφανέστεροι από αυτούς είναι ο Ρέιμοντ Κάρβερ, ο Ρίτσαρντ Φορντ και ο Τομπάιας Γουλφ. Δεν πέρασε πολύς καιρός και η κριτική φρόντισε να τους εντάξει σε ένα κίνημα που απεκλήθη «βρώμικος ρεαλισμός» ή «μινιμαλισμός». Κάποιοι μάλιστα, αυθαιρετώντας, όπως γίνεται συνήθως, τους βρήκαν και έναν πρόγονο: τον Τσαρλς Μπουκόφσκι. Ο τελευταίος βεβαίως ελάχιστη σχέση έχει με τους παραπάνω πεζογράφους. Αν ήθελε κανείς να αναφερθεί στους προγόνους τους, θα κατέληγε σε δύο ονόματα: στον Τζον Τσίβερ, ο οποίος επί δεκαετίες τροφοδοτούσε τον«Νew Υorker»με τα εξαίρετα διηγήματά του, και σε έναν μεγάλο συγγραφέα που δεν ήταν ωστόσο Αμερικανός: τον Αντον Τσέχοφ. Ο Τσίβερ απεκλήθη «Τσέχοφ της Αμερικής» και τόσο ο Κάρβερ όσο και ο Τομπάιας Γουλφ δεν έχουν παραλείψει να εκφράσουν όχι μόνο τον θαυμασμό τους για τον μεγάλο μάστορα του ρωσικού ρεαλισμού αλλά και να ομολογήσουν τις οφειλές τους στον μέγιστο των διηγηματογράφων στην παγκόσμια λογοτεχνία.

Εστω και με καθυστέρηση, το ελληνικό αναγνωστικό κοινό ήλθε σε επαφή με το έργο του Γουλφ πέρυσι, όταν οι εκδόσεις Πόλις εξέδωσαν το μυθιστόρημά τουΤο παλιό σχολείο. Εφέτος από τις ίδιες εκδόσεις έχουμε τη θαυμάσια νουβέλα τουΟ κλέφτης του στρατοπέδου, που το 1985 τιμήθηκε με το βραβείο Ρen/Faulkner και κατά τη γνώμη μου παραμένει το σημαντικότερο βιβλίο του, εφάμιλλο των καλύτερων διηγημάτων του Κάρβερ.

Τίποτε δεν χάνεται
Η υπόθεση της νουβέλας είναι εξαιρετικά απλή και εκτυλίσσεται το 1967 σε ένα στρατόπεδο αλεξιπτωτιστών, όπου τρεις νεαροί στρατιώτες έχοντας σχεδόν ολοκληρώσει την εκπαίδευσή τους περιμένουν να τους μεταθέσουν στο Βιετνάμ. Και ενώ γύρω τους πληθαίνουν οι διαδηλώσεις εναντίον του βρώμικου πολέμου, οι στρατιώτες ζουν μια άλλη ζωή, η οποία εκφράζει με έμμεσο τρόπο τον ψυχισμό της κατατονικής και άχαρης κοινωνίας των κατώτερων στρωμάτων. Οσοι έχουν εμπειρία της στρατιωτικής ζωής είναι αδύνατον να μείνουν ασυγκίνητοι με τους δεσμούς που αναπτύσσονται ανάμεσα σε αυτούς τους διαφορετικούς εν πολλοίς χαρακτήρες, με τη φιλία τους, η οποία εμφανίζεται ως μείγμα αδελφοσύνης και συνενοχής, αντίδοτο στον παραλογισμό του στρατού. Το στρατόπεδο είναι ένα γκέτο- δηλαδή, μια υποκοινωνία. Οι σκηνές βίας δεν λείπουν αλλά δεν τις χαρακτηρίζει ο ωμός ρεαλισμός που διαπιστώνουμε σε ένα από τα κορυφαία έργα του Μάριο Βάργκας Λιόσα, τοΗ πόλη και τα σκυλιά.

Στο στρατόπεδο υπάρχει ένας κλέφτης ανάμεσα στους στρατιώτες. Δεν πρόκειται όμως για επαγγελματία κλέφτη. Τότε γιατί κλέβει; Επειδή, θα λέγαμε, η κλοπή δεν σημαίνει τίποτε για τον ίδιον, επειδή το δράμα που ζει καθιστά το αξιόποινο της πράξης του ασήμαντο, επειδή τόσο τα μικρά όσο και τα μεγάλα μοιάζουν ασήμαντα και τελικά επειδή ανήκει στους από κάτω και στους χαμένους; Ο κλέφτης συλλαμβάνεται αλλά η ατίμωση που ακολουθεί δεν σημαίνει κι αυτή τίποτε. Τίποτε δεν τελειώνει γιατί τίποτε δεν είναι οριστικό. Επομένως δεν υπάρχει λόγος να μάθουμε τι του συνέβη στη μετέπειτα ζωή του. Ποιος ξέρει; αναρωτιέται ο συγγραφέας. Κανένας δεν χάνεται τελικά. Μπορείς να αποχωρήσεις από τη ζωή, δηλαδή να βγεις από τον κόσμο όπου βρέθηκες σχεδόν κατά λάθος, και σε κάποια στιγμή αργότερα να επιστρέψεις. Γι΄ αυτό και εκείνα που αξίζουν είναι τα αληθινά αισθήματα. Και η μνήμη. Το να θυμάται κανείς πώς ήταν τότε,«ένας απερίσκεπτος άντρας με απερίσκεπτους φίλους».Ετσι διαποτίζει τη ζωή μας η γλυκόπικρη αίσθηση της νοσταλγίας, το δεύτερο επίπεδο κάτω από τα γεγονότα, που μας συμφιλιώνει με το παρελθόν και με τον εαυτό μας. Και σε τελική ανάλυση εκείνο που δίνει νόημα στα όσα πρόκειται να ακολουθήσουν.

Πολυεστιακή πρόζα
Ο Γουλφ πέτυχε στο βιβλίο αυτό όσα ονειρεύεται κάθε φιλόδοξος νέος πεζογράφος: να γράψει ένα ρεαλιστικό έργο το οποίο να αναπτύσσεται και σε μη ρεαλιστικά πεδία, να είναι ποιητικό χωρίς να καταφεύγει σε λυρικές εξάρσεις ή και αποστροφές, να είναι υψηλή λογοτεχνία παραμένοντας ευανάγνωστο, να στηρίζεται σε μια πλοκή που να εμφανίζεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα χωρίς το ίδιο το θέμα του να μοιάζει ενδιαφέρον, να συνδυάζει στην αφήγηση το πρώτο και το τρίτο πρόσωπο χωρίς να σπάει το βιβλίο στα δύο, η πρωτοπρόσωπη να διαδέχεται την τριτοπρόσωπη αφήγηση και εν τούτοις τόσο ο αφηγητής όσο και ο πρωταγωνιστής να μην αλλάζουν. Και όχι μόνον αυτό αλλά από κεφάλαιο σε κεφάλαιο να εναλλάσσεται ο χρόνος, από τον ενεστώτα στον αόριστο και αντίστροφα, και έτσι το παρόν να γίνεται παρελθόν και το παρελθόν να επιστρέφει στο παρόν μέσω της αφηγηματικής όσμωσης. Ολα τούτα επιτυγχάνονται με εκπληκτική οικονομία του λόγου και με απαράμιλλη δεξιοτεχνία, όπου τίποτε δεν λείπει και τίποτε δεν περισσεύει. Θα τολμούσε κανείς να ισχυριστεί πως ο συγγραφέας κατάφερε να συνοψίσει σε νουβέλα ένα μυθιστόρημα αλλά κάτι τέτοιο δεν θα ήταν σωστό. Το βιβλίο γράφτηκε σαν νουβέλα, είδος ως γνωστόν ενδιάμεσο- ανάμεσα στο διήγημα και στο μυθιστόρημα. Και θα τολμούσα να πω ότι, πέραν της καθαυτό αξίας του ως αναγνώσματος, θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως εξαίρετο πρότυπο τεχνικής για κάθε νεότερο πεζογράφο.

Οσο για τον τρόπο με τον οποίον ο συγγραφέας χειρίζεται το υλικό του, σπάνια πλέον συναντά κανείς βιβλίο το οποίο να μετατρέπει ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης σε ψυχολογικό τοπίο των στρατιωτών που εκπαιδεύονται σ΄ αυτό. Ας προσθέσουμε ότι η ζωή στο στρατόπεδο εμφανίζεται ως διαδοχή παραβολικών εικόνων ενός πολέμου που ενώ συμβαίνει αλλού θα σημαδέψει βαθιά τη ζωή μιας μεγάλης χώρας. Ακόμη πιο σπάνιο είναι το ότι ένα βιβλίο περίπου 100 σελίδων ανοίγει τόσα πεδία συναισθηματικά, ψυχολογικά και κοινωνικά. Οσο για την αδρότητα των περιγραφών, τη λιτότητα των μέσων, την ευαίσθητη αλλά και πολυεστιακή- και ας μοιάζει απλούστατηπρόζα του, είναι ένα επίτευγμα του Γουλφ που λείπει, φοβάμαι, από τα μεταγενέστερα έργα του. Ας προσθέσω ότι πρόκειται για βιβλίο που διαβάζεται απνευστί και πως το ξαναδιαβάζει κανείς με μεγάλη ευχαρίστηση- κάτι που συμβαίνει μόνο με τα βιβλία των κλασικών.