Kομμένες φράσεις από τον τόμοΟμήρου Ιλιάς, Ραψωδίες Α-Μ,Μετάφραση – Επιλεγόμενα Δ.Ν.Μαρωνίτης ,που κυκλοφορεί ήδη στις εκδόσεις Αγρα. Από εκεί και η φράση «πάνω νερά» στον τίτλο αυτής της σελίδας,που είναι κλεμμένη,μέσω Σαββίδη,από ταΤρία Κρυφά Ποιήματα (Θερινό Ηλιοστάσι,Θ΄)του Γιώργου Σεφέρη.Αποτυπωμένος στους επόμενους στίχους κάπως προκλητικά:Ομως να λάμνεις στον σκοτεινό ποταμό/ πάνω νερά/ να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο/ στα τυφλά,πεισματάρης . Που πάει να πει στη δική μας περίπτωση: γυρεύοντας την προηγούμενηΙλιάδαμετά την επόμενηΟδύσσεια. Γιατί και πώς,είναι μεγάλη ιστορία,που δεν έχει θέση εδώ. Ας πούμε ότι η συντελεσμένη μετάφραση του δεύτερου έπους έγινε μάθημα για την ασυντέλεστη ακόμη μετάφραση του πρώτου,που έφτασε ωστόσο στη μέση του δρόμου,προσβλέποντας στο τέρμα του.Τα δύο πάντως κορυφαία έπη της αρχαϊκής επικής ποίησης (είτε συνθεμένα από τον ίδιο ποιητή είτε όχι,όπως το ήθελαν οι αλεξανδρινοί χωρίζοντες) έχουν εντυπωσιακές ομοιότητες μεταξύ τους αλλά και βαθιές διαφορές. Και εδώ βρίσκεται ο κόμπος της ιλιαδικής μετάφρασης,που πρέπει να τα βγάλει πέρα και με τις πρώτες και με τις δεύτερες.Επιμένοντας περισσότερο στις διαφορές,θυμίζω ότι ηΙλιάδαείναι έπος πολεμικό: δραματοποιεί, ανατέμνει και συμπυκνώνει τον δεκάχρονο τρωικό πόλεμο σε τετραήμερο ιλιαδικό πόλεμο που καταλήγει σε ισόπαλη τραγωδία: ο θάνατος του Πατρόκλου ισοφαρίζεται με τον θάνατο του Εκτορα.

Γενικότερα: ηΙλιάδαείναι έπος σκληρό και ακατάδεχτο· δεν σαγηνεύει τον ακροατή, όπως η αγαπησιάραΟδύσσεια,με διηγήσειςαπολόγους,που ακούγονται στο πλαίσιο ενός μεταπολεμικού νόστου,όταν ο μεγάλος κίνδυνος έχει περάσει.Τόσα φτάνουν προς το παρόν.Τα υπόλοιπα ανήκουν στην προθυμία και στην κρίση του ακροατή-αναγνώστη.

1. Παραβατικό προοίμιο (Α 1-7)
Τον άγριο θυμό, θεά, τραγούδησε του Αχιλλέα, γιου του Πηλέα, ολέθριο θυμό, που τόσα πάθη φόρτωσε στους Αχαιούς, τόσες γενναίες ψυχές κατέβασε στον Αδη ηρώων ψυχές, κι άφησε λεία στα σκυλιά τα σώματά τους, στα λαίμαργα όρνια, έτσι που συντελέστηκε η βουλή του Δία, αφότου μεταξύ τους χώρισαν και πήραν να διχογνωμούν του Ατρέα ο γιος, ο πρώτος του στρατού, κι ο θείος Αχιλλέας.

2. Απόλλων τιμωρός: λοιμός (Α 43-520)
Πατώντας τις κορφές του Ολύμπου, πήρε να κατεβαίνει χολωμένος, με τόξο και κλειστή φαρέτρα στους ώμους κρεμασμένα, τα βέλη μεταξύ τους να χτυπούν. Κι όπως κινούσε οργίλος ο θεός, φάνηκε σαν τη μαύρη νύχτα σκοτεινός.

Επειτα πήρε θέση από τα πλοία απόμακρα κι άρχισε να τοξεύει- τρομαχτική η κλαγγή του αργυρού τόξου ακούστηκε.

Πρώτα τις μούλες τόξεψε, τα γρήγορα μετά σκυλιά, τέλος επάνω τους τα αιχμηρά του βέλη ρίχνει-τους εξόντωνε.

Φλόγιζαν οι φωτιές με τους νεκρούς αδιάκοπα.

3. Ιλιαδικός πόλεμος
α) Συμβολή των αντιπάλων (Δ 446-451)

Οταν οι δυο στρατοί συνέπεσαν στον ίδιο χώρο, συνέβαλαν σκουτάρια, δόρατα και τις ανάσες τους πολεμιστές χάλκινους θώρακες ντυμένοι.

Κι όταν συγκρούστηκαν οι αφαλωτές ασπίδες, ακούστηκε ορυμαγδός ανήκουστος· αχώριστοι οι αλαλαγμοί κι οι στεναγμοί όσων τον όλεθρο σκορπούσαν κι εκείνων που στον όλεθρο γλιστρούσαν, καθώς το αίμα τους πλημμύριζε τη γη.

β) Σύμπτωση των αντιπάλων (Δ 539-544)
Με τέτοια πλούσια σοδειά της μάχης, παράπονο κανείς δεν θα ΄χε. Φτάνει να το μπορούσε να ΄ναι εκεί. Αλάβωτος απ΄ τον χαλκό, να τριγυρνά απρόσβλητος στη μέση· από το χέρι του να τον κρατεί προστάτης του η Αθηνά Παλλάδα, και κάθε φονική βολή μακριά του να τη διώχνει.

Γιατί τη μέρα εκείνη Τρώες αρίθμητοι κι ισάριθμοι Αχαιοί, πεσμένοι πίστομα πάνω στη σκόνη, έγιναν αξεχώριστοι στο πλάι ο ένας του αλλουνού, τυμπανισμένοι.

γ) Ο πιο συμπαθής νεκρός (Δ 473-489)
Τότε ξεχώρισε και σκότωσε ο Τελαμώνιος Αίας του Ανθεμίωνα τον γιο, παλικαράκι ανύπαντρο.

Τον είπαν Σιμοείσιο, γιατί στις όχθες του Σιμόη η μάνα του τον γέννησε, από την Ιδη κατεβαίνοντας, όπου μαζί με τους γονείς της πήγε να δει τα πρόβατά τους.

Ομως ο γιος δεν πρόλαβε να ανταποδώσει στους δικούς του τα τροφεία· τόσο νωρίς του κόπηκε το νήμα της ζωής, τον δάμασε το δόρυ του μεγαλόψυχου Αίαντα.

Καθώς το παλικάρι προπορεύτηκε, τον σημαδεύει και τον βρίσκει στο δεξί βυζί· χάλκινο το κοντάρι, περνώντας απ΄ τον ώμο, βγήκε αντίκρυ.

Κι όπως κυλίστηκε στο σκονισμένο χώμα, έμοιασε με μια σκούρα λεύκα, πλάι σε μεγάλο βάλτο φυτρωμένη, ψηλόλιγνη, σε υγρό λιβάδι, με τα κλαδιά να στεφανώνουν μόνον την κορφή της· αμαξομάστορης την είδε, και με το μαύρο του πελέκι την τσεκούρωσε, να την λυγίσει σε τροχόγυρο για το περίλαμπρο άρμα του, κι αυτή πεσμένη τώρα στου ποταμού την όχθη αποξηραίνεται· όμοια τον Σιμοείσιο, βλαστάρι του Ανθεμίωνα, ο θείος Αίας τον κλάδεψε και τον γυμνώνει.

4. Γλαύκος προς Διομήδη: περί γενεής (Ζ 144-149)
Μεγάθυμε γιε του Τυδέα, τι με ρωτάς για τη γενιά μου;

Οπως των φύλλων η γενιά, τέτοια και των ανθρώπων η φυλή· τα φύλλα, άλλα τα ρίχνει ο άνεμος στη γη, άλλα φυτρώνουν όμως στο φουντωμένο δάσος, σαν φτάσει η εποχή της άνοιξης.

Ετσι και των ανθρώπων η φυλή, ανθίζει η μια γενιά, φυλλορροεί η άλλη και μαραίνεται.

5. Εκτορος και Ανδρομάχης ομιλία
α) Η συνάντηση (Ζ 390-406)
Την οικονόμο ακούγοντας, άφησε πίσω του το αρχοντικό ο Εκτορας, και βιαστικός πήρε ξανά την ίδια οδό και τους καλοστρωμένους δρόμους, ώσπου, διαβαίνοντας την τειχισμένη πόλη, στις πύλες έφτασε που λέγονται Σκαιές, απ΄ όπου κι έμελλε να βγει στον κάμπο του πολέμου.

Κι εκεί την είδε· να τρέχει προς το μέρος του πολύδωρη η Ανδρομάχη, η θυγατέρα του Ηετίωνα, που άλλοτε κατοικούσε στη δασωμένη Πλάκο, στη Θήβα, στα ριζά της Πλάκου, όπου βασίλευε στους Κίλικες- αυτού η κόρη ήταν δοσμένη στον χαλκοφορεμένο Εκτορα.

Εκεί τον συναπάντησε-στο πλάι η παραμάνα με το αθώο παιδί στην αγκαλιά, νήπιο ακόμη, τον ακριβό της Εκτορίδη, σαν άστρο λάμποντας.

Ο Εκτορας τον έλεγε Σκαμάνδριο, οι άλλοι όμως Αστυάνακτα, γιατί ο πατέρας του ήταν εκείνος που κρατούσε της Τροίας το κάστρο.

Βλέποντας ο πατέρας το παιδί, αμίλητος του χαμογέλασε, οπότε η Ανδρομάχη βουρκωμένη πλησιάζει, δένει το χέρι της στο χέρι του κι είπε μιλώντας.

β) Ο χωρισμός (Ζ 482-489)
Τέλειωσε, κι έδωσε τον γιο του στα χέρια της αγαπημένης του γυναίκας· τον υποδέχτηκε εκείνη στον μυρωμένο κόρφο της με δακρυσμένο γέλιο. Την είδε ο Εκτορας και τη λυπήθηκε, το χέρι του άπλωσε, τη χάιδεψε και την προσφώνησε μιλώντας: «Αλόγιστη, μην τον αφήνεις τον καημό τόσο να τυραννάει τον νου σου· αφού κανείς δεν πρόκειται, πριν απ΄ την ώρα μου στον Αδη να με στείλει. Ετσι κι αλλιώς δεν ξέρω εγώ κανέναν, από τη μέρα που γεννήθηκε, να ξέφυγε ποτέ το ριζικό του, μήτε ο γενναίος μήτε κι ο δειλός.» Την Τετάρτη,23 Σεπτεμβρίου,ώρα 8 μ.μ.,θα γίνει η παρουσίαση του τόμου «ΟΜΗΡΟΥΙΛΙΑΣ, ραψωδίες Α-Μ,Μετάφραση- Επιλεγόμενα Δ.Ν.Μαρωνίτης,ΑΓΡΑ» στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 260).Συζητούν και διαβάζουν ο Βασίλης Παπαβασιλείου και ο Δ.Ν.Μαρωνίτης.