«Εναντίον τίνος πρέπει να επαναστατήσουμε, κύριε Θεοδωράκη;». Με αυτόν τον τίτλο η μεγάλη γερμανική εφημερίδα «Frankfurter Αllgemeine Ζeitung» φιλοξένησε ολοσέλιδη συνέντευξη με τον Μίκη εν όψει των ογδοηκοστών τέταρτων γενεθλίων του. Η απάντησή του υπήρξε απλή και δύσκολη να εφαρμοστεί. Θα πρέπει, είπε, να διακόψουμε αυτόν τον μοιραίο χορό του σύγχρονου ανθρώπου γύρω από το χρυσό μοσχάρι, θα πρέπει να διακόψουμε τον φαύλο κύκλο της ανθρώπινης αλλοτρίωσης με τα λιτά μέσα του πολιτισμού, να δώσουμε στην απλή ταμία του σουπερμάρκετ, αυτήν που για να αγοράσουν οι δικοί της αυτοκίνητο αναλώνεται καθημερινά χτυπώντας τιμές και περνώντας πιστωτικές κάρτες από τη σχισμή της συσκευής, να της δώσουμε να ακούσει Χέντελ, Βιβάλντι και Μπαχ. Τη συνέντευξη πήρε από τον συνθέτη ο γερμανός δημοσιογράφος Χανσγκέοργκ Χέρμαν, που μόλις πρόσφατα εξέδωσε μια νέα βιογραφία του Μίκη Θεοδωράκη με τίτλο «Ο ρυθμός της ελευθερίας».«Εζησα στην Ελλάδα δεκαπέντε χρόνια»μας είπε«αλλά έγραψα το βιβλίο μόνο αφότου εγκαταστάθηκα στη συνέχεια στο Παρίσι.Αλλά και τότε χρειάστηκα άλλα τρία χρόνια προκειμένου να συμπεριλάβω τα σημαντικότερα γεγονότα της νεοελληνικής ιστορίας και κυρίως τον Εμφύλιο,για τον οποίο στη Γερμανία δεν ξέρουν σχεδόν τίποτα. Αλλά κι εγώ ο ίδιος έμεινα έκπληκτος με το πόσα λίγα ήξερα ύστερα από δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια».

Γύρω από τη σόμπα
Ηταν τον χειμώνα του 1989 σε ένα καφενεδάκι στην Κρήτη όταν ο Χέρμαν κάνει τη σημαδιακή εμπειρία του με το φαινόμενο Θεοδωράκη. Κάνει κρύο, μερικοί εργάτες και μεροκαματιάρηδες είναι μαζεμένοι γύρω από τη σόμπα, συζητούν μεγαλόφωνα και πίνουν κοκκινέλι. Κάποια στιγμή ο καφετζής ανοίγει το ραδιόφωνο και πέφτει τυχαία σε μια εκπομπή για τη μελοποίηση του «Αξιον εστί» από τον Θεοδωράκη. Μόλις το ραδιόφωνο αρχίζει να παίζει το τραγούδι «Ενα το χελιδόνι», ένας νεαρός αρχίζει να σιγοτραγουδά, τον ακολουθούν και οι υπόλοιποι ο ένας μετά τον άλλον, στο τέλος και ο καφετζής με τη βραχνή φωνή του, όλο το μαγαζί τραγουδάει για το χελιδόνι, για το χρέος και για την ελπίδα. Ο Χέρμαν καταγράφει τους παρευρισκομένους με γερμανική ακρίβεια: εργάτες που δούλευαν στους ελαιώνες, βοσκοί, ένας πρώην αστυνομικός, ένας μαραγκός, ένας χτίστης και οι γυναίκες τους. Ο παρατηρητής συλλαμβάνει ότι η μελωδία αλλά και το κείμενο ανήκουν σε όλους, τους κάνουν όλους ένα, και το καφενείο με το ετερόκλητο κοινό του μεταβάλλεται μέσα από τη μουσική του Θεοδωράκη σε «τόπο αρμονίας». Και ο Χανσγκέοργκ Χέρμαν αποφασίζει να εξηγήσει κάποτε στους συμπατριώτες του το φαινόμενο Θεοδωράκη.

Πολιτικές παρεμβάσεις
Η βιογραφία που κρατάμε τώρα στα χέρια μας είναι ταυτόχρονα και ένα εγχειρίδιο για την ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Από την προπολεμική εποχή και τη γερμανική κατοχή, μέσα από τον Εμφύλιο και την ταραγμένη δεκαετία του ΄60 οδηγεί τον αναγνώστη στον καιρό της δικτατορίας και στη μεταπολίτευση, στην άνοδο του ΠαΣοΚ και στην έκπτωση της περιόδου Κοσκωτά. Η πορεία του Μίκη Θεοδωράκη είναι ως γνωστόν συνυφασμένη με την αντίσταση κατά των Γερμανών, τον Εμφύλιο και τις διώξεις σε βάρος της Αριστεράς. Χωρίς το ιστορικό αυτό υπόβαθρο, χωρίς τη μετεξέλιξη των γεγονότων, θα ήταν αδύνατο να καταλάβει κανείς και τον ρόλο του Μίκη Θεοδωράκη, από την εξέγερσή του κατά των ναζιστών και την εξορία στη Μακρόνησο και στην Ικαρία ως την ανάληψη υπουργικών καθηκόντων σε μια κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Με την απόσταση του χρόνου και την πτώση των πολιτικών θερμοκρασιών ορισμένα διαβήματα που κάποτε έμοιαζαν με πολιτικά ατοπήματα μπορούν σήμερα να ερμηνευθούν σαν ανεπιτυχείς πολιτικές παρεμβάσεις. Το συμπέρασμα του Χέρμαν είναι πως ο Θεοδωράκης δεν πέτυχε ιδιαίτερα σαν πολιτικός, κυρίως επειδή σαν αδέσμευτη σκέψη δεν μπόρεσε ποτέ να περιοριστεί στα εσκαμμένα ενός κόμματος, δεν μπόρεσε ποτέ να συναινέσει ανεπιφύλακτα στους συμβιβασμούς και στις αποστάσεις που επέβαλλαν οι εκάστοτε κομματικές συγκυρίες.

Το βιβλίο αυτό στηρίζεται σε επίπονη προσωπική έρευνα χρόνων και σε πάρα πολλές συζητήσεις με τον βιογραφούμενο, ορισμένα αποσπάσματα από τις οποίες μπορεί να διαβάσει ο αναγνώστης ατόφια. Ταυτόχρονα παρεμβάλλονται περικοπές συνεντεύξεων όχι μόνο με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, τον Κώστα Γαβρά και τη Μαρία Φαραντούρη, αλλά και με ιστορικούς, τον Γερμανό Χάιντς Ρίχτερ, τον Ιταλό Λουτσιάνο Κάνφορα και την Εβραία Ανριέτ Ασσεό. Ετσι ενώ αφήνονται ασχολίαστες στην κρίση του αναγνώστη οι απόψεις του Θεοδωράκη για την «ελληνικότητα» ή τη διαπάλη χάους και αρμονίας στη ζωή και στην ιστορία του ανθρώπου, καταβάλλεται προσπάθεια να ερμηνευθεί, για παράδειγμα, η στάση του ΚΚΕ μετά την αποχώρηση των γερμανών κατακτητών σε αντιπαραβολή με την πολιτική των ιταλών κομμουνιστών μετά τον πόλεμο. Πάντως πέρα από τις όποιες επιφυλάξεις στα σημεία, η πολιτική πορεία του Θεοδωράκη παρουσιάζεται κυρίως σαν προϊόν γνήσιου πάθους για το μέλλον του τόπου, για άρση των ασφυκτικών δεσμών της ξενοκρατίας και της υποτέλειας, για την απελευθέρωση και χειραφέτηση των πολιτικών δυνάμεων.

Πολιτιστική διάχυση
Το φαινόμενο Θεοδωράκη όμως πέρα από τον πολιτικό του πυρήνα είχε τεράστιο βεληνεκές και απρόβλεπτη επίδραση στον χώρο του ευρύτερου πολιτισμού. Ο Μίκης παρουσιάζεται σαν πρωτοπόρος μορφή που έδωσε «φωνή» στην ποίηση και «κύρος» στη λαϊκή μουσική. Συνδύασε τα φαινομενικά ασυνδύαστα, τους στίχους των εκλεκτών με τους ήχους των παρακατιανών, ενεργοποιώντας μια άνευ προηγουμένου πολιτιστική διάχυση ανάμεσα στα παλιά στεγανά της νεοελληνικής κοινωνίας. Στα πλαίσια αυτά παρουσιάζεται και ένας άλλος χαρισματικός συνθέτης, διαφορετικών όμως καταβολών και βλέψεων, ο Μάνος Χατζιδάκις. Η διάσταση των δύο ταλέντων της νέας ελληνικής μουσικής δεν αφορά βέβαια μόνο τη διαφορετική μελοποίηση που έκαναν το 1960 στονΕπιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου.«Γνωρίστηκαν στην Αθήνα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου»λέει ο Χέρμαν «και στη συνέχεια διατηρούσαν στενή φιλία. Αργότερα όμως η σχέση αυτή ψυχράνθηκε. Ο Χατζιδάκις επισκεπτόταν όλο και πιο συχνά τις ΗΠΑ, ακόμα και τον καιρό της χούντας. Ο Θεοδωράκης τού καταμαρτυρεί ότι ήταν άνθρωπος των σαλονιών και ότι δεν συνέβαλε στην ανατροπή της χούντας».

Οσο για τον κρητικό καφενέ, φαίνεται ότι άφησε ανεξίτηλα ίχνη στη δημιουργικότητα του Χανσγκέοργκ Χέρμαν. Σε έναν τέτοιον καφενέ εκτυλίσσεται και το μυθιστόρημά του «Αχαμπ» που εκδόθηκε ταυτόχρονα με τη βιογραφία του Θεοδωράκη. Στο μυθιστόρημα του Χέρμαν Μέλβιλ «Μόμπι Ντικ» ο κάπτεν Αχαμπ κυνηγάει λυσσαλέα την κακιά φάλαινα που τον είχε σακατέψει. Ετσι και στο μυθιστόρημα του Χέρμαν ο καπετάν Σωτήρης Ηλιάκης φαίνεται αποφασισμένος εν έτει 2003 να εκδικηθεί το αμερικανικό πολεμικό «Βιρτζίνια» που παραπλέει πάλι την Κρήτη, όπως τότε, πριν από δώδεκα χρόνια, κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου κατά του Σαντάμ Χουσεΐν- το ίδιο «Βιρτζίνια» που είχε βυθίσει το καΐκι του και του είχε κόψει το πόδι. Γύρω από αυτήν την αδιεκπεραίωτη εκδίκηση πλέκεται το έργο. Οχι όμως μόνο γύρω από αυτήν. Παράλληλα ένας γερμανός δημοσιογράφος που ζει πια στην Κρήτη διηγείται σε έναν ντόπιο στο καφενείο την ιστορία της οικογένειάς του. Και μέσα από τη διήγηση αναδύεται πάλι το φοβερό παρελθόν, η Κατοχή και τα αντίποινα. Γερμανικές χειρονομίες εξιλέωσης με τον τρόπο της λογοτεχνίας.

Ο κ.Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle