Ο Γιόζεφ Μπρόντσκι στο δοκίμιό τουΤο τραγούδι του εκκρεμούς ισχυρίστηκε ότι υπήρξε ευτύχημα που στη ζωή του Κ.Π. Καβάφη έλειψαν τα μεγάλα γεγονότα, εννοώντας ότι η «ήρεμη» ζωή βοήθησε τον Αλεξανδρινό να δοθεί απερίσπαστος στην τέχνη του. Επιπλέον, όπως έγραψε ο Γ.Π. Σαββίδης, δεν έφθειρε το ταλέντο του στη βαλκανική σκόνη της Αθήνας, κερδίζοντας έτσι το στοίχημα με τον χρόνο που θέτει κάθε ποιητής. Αφού λοιπόν ο Καβάφης έζησε μια ζωή από την οποία απουσιάζουν τα μεγάλα γεγονότα, το μέγα γεγονός ήταν η ίδια του η ποίηση. Και όσο περνούν τα χρόνια μοιάζει ακόμη μεγαλύτερο. Αν για τηνΕρημη χώρατου Ελιοτ ειπώθηκε ότι ήταν το μόνο ποιητικό βιβλίο του 20ού αιώνα το οποίο δημιούργησε παγκοσμίως μια αίσθηση αντίστοιχη με εκείνη τωνΑνθέων του Κακούτου Μποντλέρ, ο Καβάφης κατάφερε κάτι ακόμη πιο δύσκολο: η φήμη του να λειτουργεί πολλαπλασιαστικά όσο περνούν τα χρόνια, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που ασφαλώς θα εξέπληττε και τον ίδιο αν βρισκόταν στη ζωή.

Ετσι, οι νέες μεταφράσεις στα αγγλικά τωνΑπάντωντου από τον Ντάνιελ Μέντελσον μαζί με τις αντίστοιχες των ημιτελών του σε έναν δεύτερο τόμο, που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τον εκδοτικό κολοσσό των ΗΠΑ Αlfred Α. Κnopf, είναι μια επιπλέον απόδειξη της τεράστιας σημασίας του ποιητικού του έργου, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας τους ύμνους με τους οποίους υποδέχθηκαν τα δύο βιβλία τόσο οι αμερικανοί συγγραφείς και ποιητές όσο και οι κριτικοί στα μεγάλα αμερικανικά έντυπα.

Προσωδία και ύφος

Το εξώφυλλο της νέας έκδοσης των ποιημάτων του Καβάφη στις ΗΠΑ

Ολοι οι ποιητές χάνουν στη μετάφραση, αλλά ο Καβάφης κερδίζει κιόλας, ισχυρίζεται ο Μπρόντσκι. Αυτό ανταποκρίνεται στην αντίληψη που επικρατούσε και διεθνώς και στην Ελλάδα ότι ένα από τα κυριότερα γνωρίσματα του καβαφικού έργου είναι ο πεζολογικός του χαρακτήρας, τουτέστιν ότι ο Καβάφης δεν ήταν «ωδικό πτηνό»- για να χρησιμοποιήσω έναν χαρακτηρισμό του Γουίνταμ Λιούις. Εύλογα λοιπόν αναρωτιέται κανείς: όταν υπάρχουν τόσες καλές μεταφράσεις των καβαφικών ποιημάτων, των Εντμουντ Κίλι και Φίλιπ Σέραρντ, του Πίτερ Μάκριτζ, της Ρέι Ντάλβιν, του Τζον Μαυροκορδάτου και πιο πρόσφατα του Στρατή Χαβιαρά, τι ήταν εκείνο που ώθησε τον Μέντελσον, πέραν του ενθουσιασμού και της αγάπης για το έργο, να μεταφράσει και αυτός έναν ποιητή που είχε τόσες φορές και με τόση επιτυχία μεταφραστεί στο παρελθόν; Από τα σχετικά κείμενα που δημοσιεύθηκαν στον αμερικανικό Τύπο- και σύμφωνα με τις δηλώσεις του ίδιου του Μέντελσον- σκοπός του ήταν, πέραν των άλλων, να αποδείξει ότι τα περί πεζολογικού χαρακτήρα της καβαφικής ποίησης δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, προσπαθώντας να βρει στην αγγλική γλώσσα αντιστοιχίες που θα έδιναν στο αγγλόφωνο κοινό μια καλύτερη- και πλησιέστερη στο γλωσσικό του αίσθημα- ιδέα της καβαφικής προσωδίας. Το έργο αυτό του πήρε δέκα χρόνια και το αποτέλεσμα θεωρήθηκε εξαιρετικό. Οι έλληνες αναγνώστες έχουν βεβαίως από πρώτο χέρι γνώση του ιδιότυπου ύφους του Καβάφη, από το οποίο δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει την εντελώς δική του προσωδία, τις πρωτότυπες ρίμες που χρησιμοποιεί και τα ιαμβικά του μέτρα τα οποία ευκολότερα από των περισσότερων ελλήνων ποιητών μεταφέρονται σε ένα χαλαρό αγγλικό ιαμβικό πεντάμετρο, χωρίς ταυτοχρόνως να παράγεται κάποιο γλωσσικό ιδίωμα ξένο προς την ομιλούμενη γλώσσα είτε πρόκειται για τη βρετανική είτε για την αμερικανική είτε για μια ενδιάμεση- αν επιτρέπεται- εκδοχή της. Ετσι, τα γνωρίσματα της απόστασης και του παραξενίσματος, που στον Καβάφη θεωρούνται ταυτότητα του ύφους του, συνδυάζονται με έναν ρυθμό αντιστικτικότερο και εντονότερο τώρα, στις νέες μεταφράσεις του Μέντελσον. Το πτηνό λοιπόν όχι μόνο μιλά, αλλά και κελαηδά- έστω και βαλσαμωμένο.

Η καβαφική προσωδία όπως τη γνωρίζουμε, και η οποία κάποτε παραγνωρίζεται ή αντιμετωπίζεται ως υφολογικό απλώς στοιχείο, αναπτύσσεται στη φάση της ωριμότητας του ποιητή. Ο Μέντελσον έχει δίκιο που προσπαθεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της. Είναι εξαιρετικά προσεκτικός αναγνώστης, γι΄ αυτό και έπειτα από πολύχρονη μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κανένας ποιητής που ως τα 40 του εί χε αφοσιωθεί στην αυστηρότερη ποιητική φόρμα, το σονέτο, δεν εγκαταλείπει εύκολα την προσωδία ή το αίτημα για μια προσωδιακή γλώσσα. Βεβαίως πρόκειται για άλλου είδους μουσική η οποία ανήκει στα βασικά γνωρίσματα της γοητείας που ασκεί η καβαφική ποίηση, η οποία φυσικά ανάγεται σε έναεπίπεδο πέρα και πάνω από αυτό που δημιουργεί η μεικτή του γλώσσα.

Με μούσα την Ιστορία

Ο Ντάνιελ Μέντελσον

Ο Καβάφης επέλεξε ως μούσα του την Ιστορία- ένα υποκατάστατο και, σύμφωνα με τους ρομαντικούς, έγκλημα καθοσιώσεως. Γι΄ αυτό και ο φλογερός υποστηρικτής των ρομαντικών Χάρολντ Μπλουμ δεν τοποθετεί τον Καβάφη στην πρώτη γραμμή των μεγάλων ποιητών του 20ού αιώνα, μολονότι αναγνωρίζει την αξία του έργου του. Δεν τον θεωρεί, για παράδειγμα, ισάξιο του Γουάλας Στίβενς. Ευεξήγητο βεβαίως. Ο Καβάφης δεν ταιριάζει στη θεωρία του Μπλουμ «περί προγόνων και απογόνων», αφού μοιάζει να μην έχει προγόνους (δύσκολα μπορούμε να θεωρήσουμε ως τέτοιους τους ποιητές της Παλατινής Ανθολογίας), ενώ οι μιμητές και οι επίγονοί του δεν κατόρθωσαν να γράψουν ποιήματα συγκρίσιμα με τα δικά του. Ο Οντεν ομολογεί την επίδραση του Καβάφη στη δική του ποίηση λέγοντας ότι αν δεν υπήρχε ο Αλεξανδρινός η πορεία του δικού του έργου θα ήταν διαφορετική- γι΄ αυτό άλλωστε εξαιτίας αυτής της επίδρασης ο Οντεν μεταπολεμικά αφήνει πίσω του την ποίηση των νεανικών του χρόνων που βρίσκεται πλησιέστερα στον Μπρεχτ και προσεγγίζει τη στοχαστική περιοχή της καβαφικής μνημοσύνης, όπου η Ιστορία λειτουργεί άλλοτε ως φάσμα και άλλοτε ως απολίθωμα και όπου ακόμη και οι προσωπικές εμπειρίες απομακρύνονται σε τούτη τη νοητή περιοχή του παρελθόντος για να ακινητοποιηθούν και να παραμείνουν ως είχαν και έτσι να μπορούν να διαπεράσουν, όποτε χρειάζεται, τον μέλλοντα χρόνο. Η επίδραση του Καβάφη οδηγεί τον Οντεν στην απομάκρυνση από τη ζώσα ιστορία, αυτή που καταγράφεται τη στιγμή που συμβαίνει, και τον στρέφει στην προσωπική εμπειρία και στα ιστορικά θέματα που ανάγονται σε ένα κοντινό ή μακρινό παρελθόν.

Ο Μπλουμ φαίνεται να προτιμά τον Πεσόα από τον Καβάφη, αλλά οι δύο ποιητές, παρά τις προσπάθειες σύγκρισης, δεν έχουν τίποτε άλλο κοινό πλην της ομοφυλοφιλίας τους. Αυτό όμως στην τέχνη δεν συνιστά εκλεκτική συγγένεια. Τα προσωπεία του Πεσόα- τους ετερώνυμούς του, ευκολότερα, θα λέγαμεμπορεί να τα συγκρίνει κανείς με τις μάσκες του Γέιτς παρά με το θέατρο της ζωής και της Ιστορίας που στήνει η καβαφική ποίηση. Το δράμα στον Πεσόα είναι η μοναξιά, το δράμα και η φαντασίωση ενός πολλαπλού εαυτού, ενώ στον Καβάφη η ανεπαίσθητη και ωστόσο δηλητηριώδης ειρωνεία, ο μιθριδατισμός του χρόνου, η σταθερή ματιά, το σύμπαν που το βλέπει ακίνητος και υπό γωνία, όπως πρώτος ο Ε.Μ. Φόρστερ παρατήρησε όταν το 1919 τον σύστηνε στο αγγλόφωνο κοινό.

Φύσει και θέσει αντιρομαντικός
OΚαβάφης επέδρασε στον Ζμπίγκνιου Χέρμπερτ και σε πολλούς άλλους ποιητές πρώτης γραμμής. Από τον Καβάφη πάμε στον Οντεν και κατόπιν- ή ταυτοχρόνωςστον Μπρόντσκι και από εκεί στους επιγόνους. Ενας από αυτούς, λ.χ., είναι ο Τζέιμς Φέντον. Οι έμμεσες σχέσεις δηλώνουν περισσότερο και από τις προσπάθειες μίμησης την κυριαρχία της καβαφικής ποίησης παγκοσμίως. Αν θέλουμε να καταφύγουμε στο παράδειγμα ενός άλλου κορυφαίου ποιητή του 20ού αιώνα, του Ρίλκε π.χ., θα μπορούσαμε εύκολα να ισχυριστούμε ότι τον ποιητή τωνΕλεγείων του Ντουίνοτον θαυμάζουμε μεν, αλλά τον διαβάζουμε πολύ λιγότερο από τον Καβάφη. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Μπρεχτ. Τα παραδείγματα δεν είναι δύσκολο να επεκταθούν και σε πλήθος ποιητών κατώτερων ή λιγότερο γνωστών από τους παραπάνω. Επί του προκειμένου ωστόσο εκείνο που έχει ειδική σημασία είναι όχι μόνον η αντοχή που παρουσιάζει το έργο του Αλεξανδρινού, αλλά- και κυρίως- η διεύρυνση της επίδρασής του. Ακόμη περισσότερο που ενώ λ.χ. η «επιστροφή» στην ποίηση, όπως την κηρύττει ο Μπλουμ, σημαίνει επιστροφή στους ρομαντικούς, την επιστροφή αυτή μόνο στο θεωρητικό επίπεδο την έχουμε προς το παρόν διαπιστώσει. Και ίσως πολύ σύντομα να πάψει να θεωρείται υπόθεση εργασίας το αν ο Κ.Π. Καβάφης, ένας φύσει και θέσει αντιρομαντικός, θα αναδειχθεί ο κορυφαίος ποιητής του 20ού αιώνα.