Συμπληρώνονται φέτος είκοσι χρόνια από το 1989, από την ακμή του κύματος εκδημοκρατισμού που ξεκίνησε με τη μετάβαση στη δημοκρατία της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Στη συνέχεια ο εκδημοκρατισμός συμπαρέσυρε αυταρχικά καθεστώτα σε όλο τον κόσμο. Οπως παρατηρεί όμως ο Guy Ηermet, συγγραφέας αυτού του βιβλίου-οδηγού στα ανοικτά ερωτήματα του εκδημοκρατισμού, λίγες ήταν οι περιπτώσεις στις οποίες οι δικτάτορες εξαναγκάστηκαν να παραδώσουν την εξουσία, όπως π.χ. έπειτα από ήττα σε πόλεμο (Αργεντινή, 1982-1983) ή λαϊκή εξέγερση (Ρουμανία, 1989). Συνήθως οι ίδιοι οι δικτάτορες αποσύρθηκαν, ο ένας μετά τον άλλον, όχι με άτακτη φυγή, αλλά συνάπτοντας συμφωνίες με τις μεταβατικές κυβερνήσεις. Οι λαοί αγκάλιασαν την ελευθερία, αν και σύντομα ο ενθουσιασμός για τα δημοκρατικά ανοίγματα έδωσε τη θέση του στην απογοήτευση.

Σε αυτή τη μετάπτωση συνέβαλαν οι πόλεμοι στην πρώην Γιουγκοσλαβία, οι αμφιβολίες για το είδος των καθεστώτων που προέκυψαν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, οι εθνοτικές συγκρούσεις στον Καύκασο και τα πολιτικά αδιέξοδα στην Αφρική. Σε ό,τι αφορά την πολιτική απάθεια δεν έπαιξαν μικρότερο ρόλο, θα προσθέταμε, η δημιουργία προσωποπαγών κομμάτων και η ραγδαία εξάπλωση της διαφθοράς στις νέες δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και η διακοσμητική χρήση των εκλογών σε αυταρχικά συστήματα. (Διεξάγονται πλέον τακτικά βουλευτικές εκλογές, χωρίς ουσιαστικό νόημα, ακόμη και σε καταπιεστικά καθεστώτα της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.) Το κυριότερο ωστόσο πρόβλημα που απασχολεί τον γνωστό γάλλο καθηγητή Συγκριτικής Πολιτικής Ανάλυσης είναι η εξαγωγή της δημοκρατίας. Ο συγγραφέας δεν παίρνει θέση στο δεοντολογικό ερώτημα αν πρέπει να γίνεται εξαγωγή δημοκρατίας από τις φιλελεύθερες δημοκρατίες σε χώρες που δεν έχουν τέτοιο πολίτευμα.

Δεν απαντά ούτε στο συνακόλουθο ερώτημα για το αν η απόφαση για «εξαγωγή» της δημοκρατίας (μέρος της πολιτικής ρητορικής των αμερικανικών κυβερνήσεων Τζ. Μπους υιού) θα πρέπει να πραγματώνεται με τη βία σε βάρος των αυταρχικών καθεστώτων. Διαφαίνεται πάντως ο σκεπτικισμός του συγγραφέα για την ποιότητα της δημοκρατίας όταν η τελευταία είναι αποτέλεσμα εισαγωγής. Και αυτό γιατί, όπως έχουν παρατηρήσει και άλλοι πολιτικοί επιστήμονες, τα τελευταία χρόνια επανεμφανίστηκε το φαινόμενο της δημοκρατίας με επίθετα. Μετά την κατάρρευση των «λαϊκών δημοκρατιών», ακολούθησαν πειράματα ανάμειξης της δημοκρατίας με διάφορες πολιτικές ιδεολογίες και σχέδια. Σύγχρονα παραδείγματα είναι η «μπολιβαριανή δημοκρατία», όρος ο οποίος αναφέρεται στην επάνοδο του λαϊκισμού στο βόρειο μέρος της Λατινικής Αμερικής και η «στρατηγική» ή «βαλλιστική δημοκρατία», ειρωνική έκφραση με την οποία υπονοείται η εξαναγκαστική εισαγωγή δημοκρατίας και η διεξαγωγή εκλογών σε χώρες της Εγγύς Ανατολής, με σκοπό όχι τόσο τον εκδημοκρατισμό τους όσο την εξυπηρέτηση της διεθνούς ασφάλειας. Για όλες αυτές τις περιπτώσεις ο Ηermet υιοθετεί τον όρο του Fareed Ζakaria «ανελεύθερες δημοκρατίες».

Σε αυτές τις κατ΄ όνομα δημοκρατίες δεν πληρούνται μία ή περισσότερες από τις παρακάτω προϋποθέσεις: εμπιστοσύνη μεταξύ των πρωταγωνιστών του πολιτικού παιχνιδιού και σεβασμός των κανόνων, πραγματική δυνατότητα των εκλογέων να επιλέγουν περιοδικά τους εκάστοτε κυβερνώντες, σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Ηermet καταπολεμά τη διαδεδομένη άποψη ότι δεν είναι όλα τα έθνη ώριμα να απολαύσουν τη δημοκρατία, αλλά αποδέχεται ότι η δημοκρατία αργεί να εδραιωθεί. Δεν αποκλείεται τα πράγματα να ξανακυλήσουν σε ενός είδους αυταρχισμό, υπό το κάλυμμα του ισλαμισμού ή του λαϊκισμού. Τέλος, οι πολίτες των νέων δημοκρατιών θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι ο εκδημοκρατισμός δεν συνεπάγεται και υλική ευμάρεια. Η κατάκτηση πολιτικών ελευθεριών δεν συνοδεύεται, άμεσα τουλάχιστον, από βελτίωση των οικονομικών συνθηκών. Είναι προφανές ότι είκοσι χρόνια πριν πολλοί δεν είχαν ζυγίσει τη δυσκολία του εγχειρήματος.

Ο κ.Δημήτρης Α.Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.