Οι περισσότεροι αγνοούσαν ότι ο συνάδελφός τους ήταν ένας φτασμένος, δόκιμος ποιητής. Ολοι όμως αγαπούσαν τον ευαίσθητο μαρκόνη- Κόλλια τον φώναζαν αυτόν τον «κουρλό ασυρματιστή»-, τον αλλόκοτο παραμυθά, τον σπάταλο και τολμηρό, που ο δαίμονας χόρευε μέσα του και έκανε ώρες ώρες το βλέμμα του να πετάει σπίθες.

OΝίκος Καββαδίας αναδεικνύεται μέσα από τις μαρτυρίες ανθρώπων του σιναφιού του, θαλασσινών που τον συναναστράφηκαν στα μακρινά ταξίδια με τα ποντοπόρα ή στα ποστάλια της Μεσογείου. Και μας μιλούν για το ήθος, την ανθρωπιά, τη σοφία, το βιτριολικό χιούμορ του. Κάποιος από αυτούς θυμάται, για παράδειγμα, τον Σπυρέτο, έναν γραφικό ψευτόμαγκα που έβγαζε το χαρτζιλίκι του κάνοντας θελήματα για το πλήρωμα. Ολοι τον πειράζανε γιατί το έπαιζε δεινός εραστής μιας χήρας. «Για λέγε, Σπυρέτο, πόσες φορές το ΄κανες ψες με τη χήρα στη μάντρα του νεκροταφείου;». Αλλο που δεν ήθελε ο Σπυρέτος. Κι έλεγε, κι έλεγε για τα «κόλπα» του ασταμάτητα. «Αλήθεια, ρε Σπυρέτο, το έκανες αυτό; Πώς το έκανες, ρε θηρίο; Πώς άντεξες τόσες φορές; Θα σε πέθανε η χήρα, ρε βλάκα». Και ο Κόλλιας, μιμούμενος τη λαϊκή κερκυραϊκή λαλιά του Σπυρέτου, σχολίασε: «Ωρέ, να τον πιστεύετε τον Σπυρέτο. Είναι μεγάλος γαμίκος, μοιάζει της αδερφής του!..».