Κάπου στο Νοτιοδυτικό Κοσσυφοπέδιο υπάρχει ένα απομονωμένο σερβικό αμπελοχώρι που το λένε Βέλικα Χότσα, μερικές εκατοντάδες ψυχές ζουν ακόμη εκεί υπό την προστασία της πολυεθνικής δύναμης μέσα σε έναν εχθρικό αλβανικό περίγυρο, καθώς η διεθνής επέμβαση έθεσε οριστικό τέρμα στην καταδυνάστευση της πλειονότητας από τη μειονότητα και οδήγησε στη νέα εποχή της καταδυνάστευσης της μειονότητας από την πλειονότητα. Δέκα ακριβώς χρόνια μετά την έναρξη των νατοϊκών βομβαρδισμών κατά της πρώην Γιουγκοσλαβίας ο αυστριακός συγγραφέας Πέτερ Χάντκε δημοσίευσε αυτές τις μέρες το οδοιπορικό του στη Βέλικα Χότσα, αυτό τον «σερβικό Αθω» που στη μικροσκοπική επικράτειά του έχει δεκατρείς ναούς και εκκλησάκια. Η επίσκεψη του συγγραφέα με δύο σέρβους φίλους έγινε πέρυσι αμέσως μετά το Πάσχα. Ο Χάντκε θέλησε να εφαρμόσει δημοσιογραφικές μεθόδους και να υποβάλει στους κατοίκους συγκεκριμένα ερωτηματολόγια. Οταν κατάλαβε ότι στις περιπτώσεις αυτές είναι αδύνατον να τεθούν «αντικειμενικές» ερωτήσεις και ότι οι απαντήσεις είναι εξίσου εθιμοτυπικές και πανομοιότυπες, εγκατέλειψε τη μίμηση του ξένου επαγγέλματος και συναναστράφηκε απλά για λίγες μέρες τους ανθρώπους. Οι ανομολόγητες απαντήσεις στις αδιατύπωτες ερωτήσεις είναι το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου.

Η αποκατάσταση |του καλού
Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 ο Πέτερ Χάντκε, νόθος γιος ενός γερμανού στρατιώτη και μιας αυστριακής σλοβενικής καταγωγής, αντιτάχθηκε με μια σειρά κειμένων στη χάλκευση μιας αποκλειστικής σερβικής υπαιτιότητας για την πολυαίμακτη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Και βέβαια δεν την απέτρεψε. Η αποδοχή αυτής της υπαιτιότητας έγινε στη συνέχεια προϋπόθεση για να συμφιλιωθεί η δυτική κοινή γνώμη με τη νατοϊκή επέμβαση ως εκστρατεία αποκατάστασης του καλού. Ο Χάντκε έγινε ο αποσυνάγωγος αυτής της τετράγωνης συναίνεσης, όχι τόσο επειδή αντιπρότεινε μια ατράνταχτη πολιτική επιχειρηματολογία στη θέση της κυρίαρχης, αλλά επειδή έσκυψε ως συγγραφέας πάνω από τους «αμαρτωλούς» και «ενόχους» διεκδικώντας γι΄ αυτούς μια ποιητική δικαιοσύνη. Την ώρα που στη Δυτική Ευρώπη άστραφτε η ηθική της ρομφαίας και τα δρεπανηφόρα ετοιμάζονταν, ο Χάντκε έριχνε τρυφερές ματιές στη σερβική καθημερινότητα, ξετύλιγε τοπία αθώα, ονειρικά, μουσκεμένα στην ομίχλη, εκεί όπου η κοινή φαντασία δεν διανοούνταν παρά μόνο μαρμαρένια αλώνια. Οπως ήταν φυσικό, το αίτημα της ποιητικής δικαιοσύνης έγινε δεκτό με αποτροπιασμό από τα περισσότερα δυτικά ΜΜΕ. Και δεν είναι τυχαίο ότι στο θεατρικό έργο του «Το ταξίδι με το μονόξυλο» (1999) ο Χάντκε ανεβάζει στη σκηνή σαν δικό του alter ego έναν έλληνα δημοσιογράφο για να στηλιτεύσει τις «ύαινες του δυτικού ουμανισμού».

Στο σπίτι του παπά
Δύο είναι τα σημαντικότερα σημεία αναφοράς στον σερβικό θύλακα Βέλικα Χότσα, το σπίτι του παπά με την πρόσχαρη παπαδιά να μαγειρεύει νοστιμιές για τους διερχομένους και ένα κοντέινερ χωρίς παράθυρα που το λένε «Ραμπουγέ», όπως το ανάκτορο στα περίχωρα των Παρισίων, εκεί όπου στις αρχές του 1999 απέτυχαν οι λεγόμενες ειρηνευτικές συνομιλίες με τη μικρή Γιουγκοσλαβία. Στο «Ραμπουγέ» της Βέλικα Χότσα είναι χωμένοι όλη την ημέρα τρεις γέροι και ψήνουν κοτόπουλο στη χόβολη και τα κουτσοπίνουν και τα λένε. Και λέει ο ένας που είναι νεφροπαθής και πάει κάθε βδομάδα στο νοσοκομείο του Πρίζρεν ότι οι Αλβανοί τον αρχίζουν στο βρισίδι, αλλά η γιατρός που είναι Τουρκάλα τον προσέχει και τον περιποιείται. Και του λέει ο άλλος ότι φυσικό είναι, οι Τούρκοι έχουν μεγάλη παράδοση και ξέρουν να κυβερνούν, οι Αλβανοί δεν θα μάθουν ποτέ. Και στο κοντέινερ που το λένε «Ραμπουγέ» έχουν φέρει τις πτυσσόμενες καρεκλίτσες από το παλιό σινεμά του χωριού. Μένουν έτσι παραταγμένες η μία δίπλα στην άλλη και αδειανές, μάρτυρες ενός παρελθόντος και ίσως προάγγελοι ενός μέλλοντος. Ο Χάντκε αναδεικνύει όπως πάντα με τρόπο αριστοτεχνικό το φαινομενικά δευτερεύον, αυτό που η αντίληψή μας θα προτιμούσε να προσπεράσει και το αφήνει μπροστά στα μάτια μας να αποκτήσει μια απρόσμενη και συχνά εκκωφαντική σημασία. Γι΄ αυτό και τελικά για τον συγγραφέα ο πιο περικαλλής ναός της Βέλικα Χότσα είναι το προσκυνητάρι τουΑγίου Αρχαγγέλου , απομεινάρι μιας μινιατούρας χαμένο μέσα στα φιδόχορτα σε μια πλαγιά έξω από το χωριό, με λίγες πέτρες στο χώμα που υποδηλώνουν την αψίδα, το υπόλειμμα ενός κεριού και δυο κέρματα που απόθεσαν εκεί κάποτε ευλαβικά χέρια. Γι΄ αυτό και ίσως την ερμηνεία της βαλκανικής τραγωδίας να τη δίνει με τον τρόπο του το λευκό γουρουνάκι που ο συγγραφέας αγοράζει από έναν αλβανό έμπορο για να το χαρίσει στον παπα-Μιλένκο. Γρυλίζει και αναστατώνει τον κόσμο μέχρις ότου βρει στην αυλή μια γούβα, την εντελώς δική του, χωθεί μέσα ευχαριστημένο και σωπάσει. Τα άδεια μάτια
Για πρώτη φορά στην ιστορία των αντιρρητικών οδοιπορικών του ο Χάντκε συλλαβίζει αλβανικά και παραθέτει συχνά δίπλα σε μια σερβική λέξη και την αλβανική. Οταν ξεκινάει το ταξίδι του από τη Μιτρόβιτσα πηγαίνει και στον νότιο αλβανικό τομέα της πόλης, όπου εντελώς φυσικά νεαροί Αλβανοί του δίνουν έναν χάρτη της Μεγάλης Αλβανίας. Θα τον εξετάσει προσεκτικά αργότερα στο σπίτι του έξω από το Παρίσι. Είναι τυπωμένος το 2001, αλλά δεν αναγράφει καθόλου τη Μονή των Αρχαγγέλων, σαν να προφήτευε τρία χρόνια πριν κιόλας την καταστροφή της κατά το αντισερβικό πογκρόμ τον Μάρτιο του 2004. Και στο αλβανικό χωριό που είναι δίπλα στη Βέλικα Χότσα θα πάει ο Χάντκε, αλλά δεν θα συναντήσει κανέναν, κλειστές οι θύρες και μόνο πίσω από ένα τζάμι το τρομαγμένο βλέμμα μιας γερόντισσας μόλις αντιλαμβάνεται τον ξένο.

«Είμαστε σήματα,δίχως κανένα νόημα…». Σε αυτόν τον στίχο από τηΜνημοσύνητου Χάιλντερλιν ανατρέχει ο Χάντκε στον επίλογο του τελευταίου βιβλίου του. Τι να σημαίνει η τρέλα του παπα-Μιλένκο στη Βέλικα Χότσα που τον καιρό των βομβαρδισμών τα είχε χάσει και δεν λειτουργούσε και μιλούσε μόνο με τις κότες στην αυλή; Τι να σημαίνουν τα άδεια μάτια των κοριτσιών που βλέπουν αλλά δεν κοιτάνε πουθενά μέσα στους φούρνους της Βόρειας Μιτρόβιτσα πολύ πρωί, προτού μπουν καν μέσα οι πρώτοι πελάτες; Το ένα χωριό σωπαίνει για το άλλο, το διπλανό αλλά εχθρικό και άρα ανύπαρκτο, ο δρόμος όμως που οδηγεί από το ένα στο άλλο λέει πολλά, χορταριασμένος αλλά όχι απάτητος, εγκαταλελειμμένος αλλά γεμάτος μαρτυρίες, ο συγγραφέας σκύβει και ανακαλύπτει στην ξεραμένη λάσπη ίχνη από αυτοκίνητα που πέρναγαν κάποτε, ίχνη ποδιών, παπουτσιών, εδώ το αποτύπωμα από ένα ματογυάλι που είχε πέσει, εκεί το χνάρι από μια βαλίτσα που είχαν ακουμπήσει για λίγο κάτω. Στον δρόμο μπορεί να διαισθανθεί κανείς την τύρβη της καθημερινότητας και της επαφής, όταν η ζωή δεν είχε ξεχαρβαλωθεί. Τώρα σιωπή. Το μόνο που ακούγεται στη Βέλικα Χότσα είναι οι κούκκοι, πολλοί κούκκοι, πολλά στριγκά κελαηδήματα. Ο κούκκος είναι ένα μοναχικό, αλλοπρόσαλλο πουλί. Ετσι και οι άνθρωποι στην περιοχή δέκα χρόνια μετά τους βομβαρδισμούς: ο καθένας λέει μοναχικά το δικό του στριγκό τραγούδι και η ζωή λειψή.

Ο κ.Σπύρος Μοσκόβου είιναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.