O Δ. Φατούρος, πολύπαθος πανούργος γέρων, εξυφαίνει έναν προσεκτικά προετοιμασμένο ιστό που παγιδεύει τον ανύποπτο αναγνώστη σε δίνη συλλογισμών εκτός τόπου και χρόνου, όπου το παρελθόν (το υποτιθέμενο αντικείμενο του βιβλίου) και το παρόν (το μηδενισμένο κοντέρ της ιστορίας) στην ελληνική αρχιτεκτονική ταυτίζονται και αλληλοαναιρούνται. Οποιος, παρασυρμένος από τον τίτλο ή τη βιαστική ματιά στα περιεχόμενα, πιστέψει ότι πρόκειται για άλλη μια συλλογή από «παλιά δημοσιεύματα» θα έχει απατηθεί οικτρά. Αυτά δεν ήταν παρά η «πρώτη ύλη», μια αφορμή. Δεν είναι ούτε καν μια προκαταρκτική άσκηση για την αναδρομική έκθεση έργου του στο Μουσείο Μπενάκη σε λίγους μήνες.

Οπως ο ίδιος δεν «ανήκει» πουθενά γεωγραφικά- αενάως περιδινούμενος μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης-, ταυτισμένος επίμονα με μια πελοποννησιακή κοιτίδα (Στεμνίτσα) και μια πνευματική παγκοσμιότητα όπου από νωρίς τον ενέπλεξαν, αυτόν τον τόσο ευαίσθητο δέκτη, οι σπουδαίοι δάσκαλοι που του έτυχαν (Γκίκας, Πικιώνης), έτσι και το βιβλίο του αρνείται τα συμβατικά «είδη» (genres) και ανοίγεται σε επικίνδυνα νερά. Κινδύνεψε, στ΄ αλήθεια, να μην το τελειώσει ποτέ αυτό το βιβλίο, γιατί αφηνόταν στους πειρασμούς που τον πολιορκούσαν συνέχεια. Να «πειράξει» τα παλαιά κείμενα, να προσθέσει σχόλια, να γράψει άλλα καινούργια, να στείλει τον δύστυχο αναγνώστη σε συνειρμικούς λαβύρινθους μπρος- πίσω. Κάποτε αναθεωρώντας παλαιότερες απόψεις με απίστευτο θάρρος, συχνότερα ομολογώντας προσωπικές ατέλειες και αδυναμίες. Δημιουργώντας έτσι ένα σκόπιμο χάος, όπου το θέμα είναι ο ίδιος μεταμφιεσμένος σε αρχιτεκτονική, ταυτισμένος με το αντικείμενό του ως πάντα ενεργό «υποκείμενο». Φατούρος, ο μέγας πολιτικάντης της γραφής.

Το τελευταίο είναι κυρίως έκδηλο στο πρώτο μέρος του βιβλίου, όπου ο Φατούρος δίνει ένα διμερές ρεσιτάλ αυτοσχεδιασμών πάνω στο αντικείμενό του από το 1936 κι εδώ («Συσχετίσεις και ορίζοντες»), που συνοδεύεται από καταιγιστική παράθεση εικόνων εκτός κειμένου («Εικονογραφικές αφηγήσεις»). Κανένας έως τώρα δεν μίλησε με τόση ευθυκρισία και αγαθή προδιάθεση για τις νεότερες γενιές αρχιτεκτόνων που δημιουργούν γύρω μας ως συμπαγές κοινωνικό σύνολο, πάντα ανήσυχος μήπως παραλείψει κάτι ή αδικήσει κάποιον. Χρησιμοποιώντας την οξυμμένη κρίση του ως εργαλείο και όχι όπλο, ο Φατούρος μπορεί να κάνει έτσι ακριβοδίκαιες επισημάνσεις για το παρόν της αρχιτεκτονικής χωρίς να χάνει την προοπτική τού βάθους – οικονομικού, πολιτικού και ιδεολογικού-κοινωνικού. Κυρίως, με κατανόηση που στηρίζεται σε μια τόσο πλούσια σε εμπειρίες ζωή, μια σοφία απλή και απροσχημάτιστη.

Εμπειρος ευέλικτων προσαρμογών και μεταμορφώσεων, ο «σοφός» Φατούρος των συλλογικών μας μύθων επιλέγει κατόπιν 110 κείμενα μιας «διαδρομής», όπως τη λέει, 56 χρόνων, δίνοντας την ψευδαίσθηση πως δεν αφήνει τίποτε κρυμμένο. Στην πραγματικότητα έχει σκόπιμα αποσιωπήσει μεγάλες περιοχές της δράσης του. Ετσι αρνείται την ουσία ενός απολογισμού, δεν βάζει τελεία. Το υπαινίσσεται στο τέλος, βάζοντας σκόπιμα ένα κείμενο του 1974 για την κριτική του αρχιτεκτονικού έργου που τραβά το χαλί κάτω από τα πόδια μας. Το «ίχνος» που, ήδη από τον τίτλο, προφασίζεται να φέρει στο φως είναι μια στενόμακρη λευκή, δηλαδή κενή, ρωγμή όμοια με το σχέδιο που κοσμεί το εξώφυλλό του. Οι δύο σκούρες ταινίες που πλαισιώνουν τη ρωγμή είναι όμως στην πραγματικότητα καθρέφτες. Ενώ ψάχνουμε το νόημα της ρωγμής, οι καθρέφτες στέλνουν πίσω ειρωνικά το είδωλό μας. Ο καθένας άλλωστε βλέπει εκείνο που θέλει να δει.

Ο κ.Δημήτρης Φιλιππίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ.