Βραβευμένο, πρόσφατα, από την Αμερικανική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης ως το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς- ένα από τα μεγαλύτερα επιστημονικά βραβεία σε παγκόσμιο επίπεδο- το έργο αυτό αποσκοπεί στη συγκρότηση ενός στιβαρού θεωρητικού πλαισίου για τη μελέτη της βίας (και ειδικά της βίας εναντίον αμάχων) στους εμφυλίους πολέμους. Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του βιβλίου είναι η πρωτοτυπία και η τεράστια έκταση της θεωρητικής του αναζήτησης: ένα μόνο από τα ένδεκα κεφάλαιά του περιλαμβάνει, σε μορφή υποδείγματος, τη μελέτη δύο περιπτώσεων της κατοχικής Ελλάδας, στην Αργολίδα και στην Αλμωπία. Ολα τα υπόλοιπα κεφάλαια- ενσωματώνοντας πάντως ένα γιγάντιας έκτασης εμπειρικό υλικό από τις μελέτες εμφυλίων πολέμων σε όλον τον κόσμο- επικεντρώνονται σε θεωρητικά ζητήματα: τον ορισμό των συναφών εννοιών, την εξέταση παλαιότερων προσπαθειών για εξήγηση του φαινομένου (οι οποίες καταδεικνύονται ανεπαρκείς για να προσφέρουν συνολική ερμηνεία) και την προβολή της πρότασης του συγγραφέα, στην οποία βασικό ρόλο παίζουν οι έννοιες του «ελέγχου» και της «συνεργασίας».

Η «επιλεκτική» βία
Σύμφωνα με τον Καλύβα ο αποτελεσματικός έλεγχος μιας περιοχής από τις δυνάμεις ενός από τα εμπόλεμα μέρη τείνει να μεγιστοποιήσει και τη διάθεση συνεργασίας του τοπικού πληθυσμού. Η έμφαση της ανάλυσης δεν δίνεται τόσο στη βία «χωρίς διάκριση» όσο στην «επιλεκτική» βία, αυτή δηλαδή που αποσκοπείκαι ασκείται ώστε- να μεγιστοποιήσει τον «έλεγχο» που ασκούν οι εμπόλεμοι πάνω στον πληθυσμό, και στην παραγωγή της οποίας δεν είναι αμέτοχοι οι ίδιοι οι άμαχοι. Ο Καλύβας προτείνει ότι η λειτουργία της βίας γίνεται κατανοητή με τη διάκριση τριών γεωγραφικών ζωνών ελέγχου των εμπολέμων κατά τη διάρκεια ενός εμφυλίου πολέμου. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τις περιοχές όπου η κάθε πλευρά ασκεί πλήρη έλεγχο. Στη δεύτερη κατηγορία βρίσκονται εκείνες οι περιοχές όπου ο καθένας εμπόλεμος ασκεί περιορισμένο έλεγχο, επομένως ο αντίπαλος διαθέτει ακόμη υποστήριξη από τον πληθυσμό και ορισμένα περιθώρια δράσης. Τέλος, υπάρχει μια ενδιάμεση ζώνη – αυτή που δεν ελέγχει κανείς, και στην οποία σημειώνονται οι στρατιωτικές μεταξύ τους συγκρούσεις. Η έρευνα του Καλύβα καταδεικνύει ότι βία εναντίον αμάχων δεν σημειώνεται, κατά κανόνα, ούτε στην πρώτη αλλά, αντίθετα από ό,τι θα περίμενε κανείς, ούτε και στην τρίτη κατηγορία: στην πρώτη, επειδή δεν υπάρχουν ανταγωνιστές του κατέχοντος, και στην τρίτη επειδή αναπτύσσεται μια ισορροπία τρόμου μέσα στον πληθυσμό που ωθεί σε ένα ιδιότυπο καθεστώς αυτοπροστασίας. Βία εναντίον αμάχων- βία επιλεκτική, η οποία αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση του ελέγχου και στην εξουδετέρωση των μηχανισμών του εχθρού- ανακύπτει πρώτιστα στις ζώνες «περιορισμένου ελέγχου». Η εμπειρική ανάλυση καταδεικνύει πως αν μια περιοχή περάσει από τη μια «ζώνη» στην άλλη αλλάζει και το μοντέλο της βίας που ασκείται. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ανάλυση των δυναμικών που αναπτύσσονται στο εσωτερικό μικρών κοινοτήτων, όπως η ανάπτυξη της κατάδοσης και η ανάμειξη προσωπικών και τοπικών διαμαχών με τα ευρύτερα πολιτικά διακυβεύματα.

Το ιδεολογικό στοιχείο
Παρά τους ισχυρισμούς που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί (στην Ελλάδα μόνο) ότι ο Καλύβας ακολουθεί τον μεταμοντερνισμό, είναι σαφές ότι το βιβλίο ουδεμία σχέση έχει με το συγκεκριμένο ρεύμα· ακριβώς το αντίθετο. Παράλληλα, και παρά την έμφασή του στη θεωρητική ανάλυση, το έργο προσπαθεί να ικανοποιήσει το αίτημα της Πολιτικής Επιστήμης για γενίκευση, με έναν τρόπο προσεκτικό που αποφεύγει τον δογματικό μαξιμαλισμό. Η ευέλικτη μορφή της παρέμβασης στη διεθνή επιστημονική συζήτηση, η δυνατότητα «συνομιλίας» της με άλλες μεθοδολογίες και τέλος η αντιμετώπισή της ως μια εν εξελίξει διαμόρφωση ενός θεωρητικού πλαισίου μελέτης είναι τα στοιχεία που επιτρέπουν τη διατύπωση της υπόθεσης ότι βρισκόμαστε, πιθανότατα, ενώπιον της ανάδυσης μιας μείζονος επιστημονικής σχολής, κάτι που προφανώς συνεκτίμησε η Αμερικανική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης στην απόφασή της να το τιμήσει με τη μεγαλύτερη διάκρισή της.

Ο κ.Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.